0
1
σχόλια
581
λέξεις
CULTURE
Δύο σημαντικοί ποιητές της γενιάς του 1920 κι ένας έρωτας
 
ΜΑΡΙΑΝΙΝΑ ΠΑΤΣΑ
21 Ιουλίου 2022
«Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ' αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν' αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη; Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου». Κώστας Καρυωτάκης προς Μαρία Πολυδούρη.


Οι δύο σημαντικοί ποιητές της γενιάς του 1920 είχαν έναν μοιραίο έρωτα. Εκείνη «αντισυμβατική» και μποέμ. Εκείνος ντροπαλός και μελαγχολικός. Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Παράλληλα, έγραφαν ποιήματα.

Η σχέση τους ήταν σύντομη μα γεμάτη πάθος κι ερωτικά γράμματα. Όταν ο Καρυωτάκης έμαθε πως πάσχει από σύφιλη, ζήτησε από τη Πολυδούρη να χωρίσουν. Δεν ήθελε να αρρωστήσει, ούτε να στιγματιστεί κοινωνικά εξαιτίας του. Εκείνη, του πρότεινε να την παντρευτεί δίχως να κάνουν παιδιά. Ο Καρυωτάκης αρνήθηκε. Η Πολυδούρη το θεώρησε πρόσχημα για να τερματίσει τη σχέση τους. Οι δρόμοι τους χώρισαν και η Πολυδούρη αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, αλλά τελικά τον παράτησε το 1926 κι έφυγε για Παρίσι. Σπούδασε μοδιστρική. Δεν πρόλαβε να εργαστεί γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση και γύρισε στην Ελλάδα για να νοσηλευτεί.

1928. Ο Καρυτάκης, σε ηλικία μόλις 32 ετών, αυτοκτονεί με μια σφαίρα κατευθείαν στην καρδιά. Στην τσέπη του βρίσκουν μια αποχαιρετηστήρια επιστολή, το νόημα της οποίας, έχει σήμερα δεν έχει πλήρως αποκρυπτογραφηθεί. Η επιστολή έγραφε τα εξής:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. [Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό.]

Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. [Ημουν άρρωστος.] Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας. Κ.Γ.Κ.

Υ.Γ. Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου. Κ.Γ.Κ.».

Η Πολυδούρη πληροφορείται την πράξη του ενώ βρίσκεται στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Γράφει ακατάπαυστα στο τετράδιό της. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή, Οι τρίλλιες που σβήνουν, με όλους τους στίχους να αναφέρονται και να αφιερώνονται στον έρωτά της. Τον Απρίλιο του 1930, μόλις στα 28 της, αφήνει κι αυτή την τελευταία της πνοή. «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη. Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη ‘μένα η ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα».
εμφάνιση σχολίων