0
1
σχόλια
3153
λέξεις
CULTURE
«Είναι κάτι σαν παράλληλος βίος για μένα τα όνειρα, και συνάμα μια καλλιέργεια της ψυχής». Από τη Λίλα Τρουλινού
 
DOCTV.GR
10 Σεπτεμβρίου 2018
Οι φάλαινες και το άρρητο τραγούδι τους, 3 Μαρτίου 1997: «Κοίταζα δυο φάλαινες που πάλευαν με πολύ άγρια κύματα. Δεν ξεχώριζα αν πάσχιζαν να μπουν μέσα στην θάλασσα και τα κύματα τις έσπρωχναν πίσω ή αν είχαν βάλει στόχο την στεριά. […] Κάποια στιγμή κόπασε η ταραχή των κυμάτων και οι φάλαινες σπάθισαν με μοναδική χάρι τα νερά και γλίστρησαν μέσα στο πέλαγος, κι έμεινε μόνο μια μακριά γραμμή από πίσω». (σ. 33)

Έτσι ξεκινάει το βιβλίο με τα όνειρα της Ζυράννας Ζατέλη. Με τα μεγαλόπρεπα αυτά πλάσματα να παλεύουν με τα κύματα. Και φανταζόμαστε τις δύο φάλαινες να βουτάνε κάθε τόσο στα νερά και να χάνονται στα σκοτεινά βάθη του ωκεανού, στις ερεβώδεις εκτάσεις της θαλάσσιας βλάστησης, ανακατεύοντας την άμμο του πυθμένα που σκεπάζει και ξεσκεπάζει ναυάγια με πολύτιμους θησαυρούς, μικροσκοπικές φωλιές αργυρόχροων ψαριών, τρομαχτικά θηρία με πλοκάμια και άγρυπνα μάτια, και να ανασύρουν στην επιφάνεια ανεμώνες, εκθαμβωτικά άνθη, και ξαφνικά αποικίες κοραλλιών, στέρεοι κόσμοι μυθοπλασίας ξεπροβάλλουν στην επιφάνεια της θάλασσας, βουνά υψώνονται ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό, δάση πυκνά, δένδρα πανύψηλα που οι ρίζες τους είναι χωμένες στον βυθό και ανάμεσά τους να κυκλοφορούν οι ήρωες και οι ηρωίδες των μυθιστορημάτων της συγγραφέως, οι λύκοι, οι μάγιστροι, οι αλχημιστές, οι σαλτιμπάγκοι. Τα δύο αστραποβόλα θαλάσσια πλάσματα φέρνουν από τον ανεξερεύνητο βυθό όπου περιπλανιούνται τα ζοφερά σκοτάδια, θρύψαλα και ατόφια κομμάτια της ψυχής της, τοπία ονείρων, το αιθέριο υλικό με το οποίο χτίζει η συγγραφέας το μαγικό σύμπαν των βιβλίων της.

Από τότε, τις 3 Μαρτίου του 1997, που η Ζυράννα άκουσε το κοσμικό τραγούδι των φαλαινών που τόσο απρόσμενα της αποκαλύφτηκαν, αρχίζει να καταγράφει συστηματικά σε τετράδια, που έφτασαν μέχρι σήμερα 11 στον αριθμό, κάτι που έκανε έως τότε σποραδικά, τα όνειρά της. Από τότε αρχίζει να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των Σειρήνων, να ακούει προσεχτικά το άρρητο τραγούδι τους, με προφυλάξεις, με τελετουργίες, δεμένη με σχοινιά στο άλμπουρο με κόμπους δύσκολους, περίπλοκους, κρατώντας τα μάτια και τα αυτιά ανοιχτά στις προειδοποιήσεις, στα σημάδια, στις θανατηφόρες αποκαλύψεις τους, αντλώντας γνώση από τα ανθισμένα τους λιβάδια, τα σπαρμένα με τα κόκκαλα των ανέμυαλων ταξιδευτών που αφέθηκαν να παραδοθούν στη γοητεία της λησμονιάς, του ύπνου, του ακατάπαυστου μουρμουρητού, της σαγηνευτικής βουής του ανείπωτου, που παραλύει το μυαλό και το σώμα και οδηγεί στο θάνατο ή στην τρέλα.
Τα όνειρα με τη μητέρα: Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας επέλεξε όνειρα από τα πρώτα τρία τετράδια, που χρονολογούνται από τις 3/3/1997 μέχρι τις 5/5/2001. Μια συλλογή από καταγεγραμμένα όνειρα που προέρχονται από μια ιδιαίτερα βαρύνουσα συναισθηματικά περίοδο της ζωής της, στοιχειωμένη από τον θάνατο της μητέρας της, την 1η Δεκεμβρίου του '98.

Όνειρα που την κατέκλυζαν με προειδοποιητικά σημάδια, το διάστημα των 21 μηνών πριν από τον θάνατό της, που δεν τα αναγνώριζε τότε, ανύποπτη ούσα, καθώς η μητέρα της πέθανε αιφνίδια. Στο όνειρο της 11ης Μαΐου βλέπει την μάνα της που την καλεί να την αγκαλιάσει και να τη φιλήσει «επειδή λέει επρόκειτο να πεθάνει, να ξεψυχήσει» και νιώθει «κάτι σαν κούραση, σαν λιποψυχία, μαζί με μια απίστευτη συμπόνια για κείνο το πλάσμα που ήταν ένας λειωμένος άνθρωπος στην αγκαλιά» της. Ενοχές την πλημμυρίζουν καθώς αναλογίζεται πως δεν ήταν «και τόσο καλή κόρη». Έπρεπε λοιπόν να περιμένει να πεθάνει η μάνα της για να συντριφτεί και να την αγαπήσει ολοκληρωτικά, χωρίς εμπόδια! «Ω ένα πλέγμα από αντιφατικά συναισθήματα, μιλλιούνια στην καρδιά μου, με την συμπόνια να υπερισχύει». (σ. 70-72)

Το χρονικό διάστημα που έπεται του θανάτου της μητέρας, κατοικείται από πυκνά όνειρα στα οποία η μάνα την επισκέπτεται συχνά και τη συντροφεύει. Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένες από τις φάσεις που διασχίζει κανείς κατά τη διάρκεια του πένθους: απελπισία για την απώλεια, ενοχές που δεν μπόρεσε να την εμποδίσει, κατάθλιψη, προσπάθεια για αποδοχή του συμβάντος. Η συγγραφέας επεξεργάζεται στα όνειρα τη θλίψη που τη διακατέχει και τις ενοχές που την βασανίζουν, ζει ξανά και ξανά την επικείμενη στο όνειρο εμπειρία του θανάτου της, ίσως για να εξοικειωθεί μαζί της και να μπορέσει να τον αποδεχτεί. Στο όνειρο της 14ης Δεκεμβρίου του 1998, η συγγραφέας λέει: «μέσα σ' ένα βαθύ κωνικό δοχείο μαύρο έβραζα γάλα για την μάνα μου. Η μαμά ήταν καθισμένη σε μια ψηλή πολυθρόνα, με μαύρο απλό φόρεμα, ήρεμο πρόσωπο, υπέροχα ευθυτενής, πριγκηπική και συνεσταλμένη». Γύρω στο πάτωμα ήταν ακουμπισμένα σε ένα ημικύκλιο, μικρά μαύρα κουπάκια που έμοιαζαν με καντηλάκια. Έψαχνε μάταια να βρει κάποιο σκαμνί για να ακουμπήσει το ποτήρι με το γάλα, και τότε η μητέρα την πληροφόρησε πως τα σκαμνάκια «έπεσαν». Θέλοντας να πει, σχολιάζει η συγγραφέας, πως «έπεσε», δηλαδή πέθανε η ίδια. «Θα πάω μαμά, να σου πάρω καινούργια σκαμνάκια» της λέει η κόρη θέλοντας ίσως μέσα στο όνειρο να αναστρέψει τον χρόνο, να προλάβει το κακό. (σ. 104-105)

Η ονειροβιογραφία της Ζυράννας Ζατέλη: Στα όνειρα των τριών πρώτων τετραδίων, εκτός από την κεντρική μορφή της μητέρας, παρελαύνουν η μορφή του πατέρα, μακρινοί και κοντινοί συγγενείς, ζωντανοί ή πεθαμένοι, τα αδέλφια της, γειτόνισσες, φιλενάδες και συμμαθήτριες, φίλοι και εραστές, μωρά κι ανασούμπαλοι έφηβοι, αγαπημένοι ποιητές και φιλόσοφοι, ο Νίτσε, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ρεμπώ, ο Μπωντλαίρ, ο Κάφκα, αλλά και ο Νικ Κέηβ, ήρωες των πρώτων μυθιστορημάτων της, μοιραίες γυναίκες και γοητευτικοί σταρ του κινηματογράφου, πανέμορφα φανταστικά πουλιά και χρυσοί σκαραβαίοι, λύκοι, εφτάψυχες γάτες, φίδια, κοράκια, βάλτοι, δένδρα, σύννεφα μαύρα, ουρανοί κάθετοι σαν ορμητικά ποτάμια, «λυκόφωτα τοπία» που της φέρνανε κλάμα, πρασινάδες όπου έκανε σκι, μνήματα, όλα τους «σαγηνευτικά, συγκινησιακά, σκοτεινότροπα και κάπως φοβιστικά τοπία», που δεν μπορούσε ακριβώς να τα περιγράψει, «τοπία της ψυχής, κάτι σαν κόλαση και παράδεισος μαζί» (σ. 61), και όλα αυτά να επικοινωνούν μεταξύ τους με μυστικά μονοπάτια, με διαδρόμους, με βασιλικές οδούς, συνθέτοντας την βιογραφία της μέσα από τα όνειρά της, αυτή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε η ονειροβιογραφία της Ζυράννας Ζατέλη.

Όνειρο και μυθοπλασία: Και φτάνουμε σε ένα κομβικό όνειρο, αυτό της 28ης Οκτωβρίου του 1999. Η μάνα φοράει ένα φουστάνι στο ανοικτό πράσινο του χλωρού αμύγδαλου, ένα «τσαγαλί» φόρεμα, και ο πατέρας καφέ κοστούμι και ριγέ γραβάτα. Μετά εμφανίζονται λύκοι, λύκοι ευλύγιστοι με καθηλωτική χάρη, λες και ξεπηδούν από ένα μυθιστόρημα της Ζυράννας, και έρχονται κατά πάνω της, να τη συναντήσουν. Νιώθει μαγεμένη, σα να θέλει να μείνει για πάντα εκεί, σε κείνον τον υπέροχο κόσμο. Και τότε εμφανίζεται ένας άνθρωπος που τη βοηθάει, λέει, να αφήσει τον κόσμο των λύκων και να επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων. Ο άνθρωπος αυτός έχει υβριδική φύση, είναι άνθρωπος αλλά οι κινήσεις του θυμίζουν κινήσεις ζώου, το ίδιο και οι πατημασιές του, αφήνουν ίχνη στο πάτωμα, ίχνη από χώμα. Ζει στον ίδιο ρεαλιστικό κόσμο με τον πατέρα και τη μάνα, τρώει και πίνει, αλλά έχει και κάτι ζωώδες, σκοτεινό και μυθολογικό. Στο όνειρο αυτό μπορούμε να δούμε την αναπαράσταση της διττής φύσης του ονείρου, της υβριδικής του φύσης: σαν και τον άνθρωπο-ζώο, ρίχνει μια γέφυρα ανάμεσα στην πραγματικότητα από την οποία αντλεί στοιχεία και την μυθοπλαστική φαντασία την οποία τροφοδοτεί, και συχνά περικλείει σε ένα σύμπαν τον κόσμο των πραγματικών ανθρώπων και εν δυνάμει αυτόν της μυθοπλασίας. Πού βρίσκονται όμως οι ρίζες του ονείρου; Και ποια είναι η σχέση ονείρου και μυθοπλασίας;

Σε μια συνέντευξή της η συγγραφέας λέει τα εξής: «Όταν είμαι κάπως μπλοκαρισμένη, αγχωμένη σε σχέση, πάντα με το γράψιμο έχω μια ενδόμυχη πίστη ότι κάποιο όνειρο θα μου φέρει κάτι. Δεν εννοώ ότι θα μου δώσει τη λύση ή ότι θα μου φανερώσει αυτό που γυρεύω, αλλά υπάρχει μια φευγαλέα υπόνοια που θα μου δώσει ένα έναυσμα. Γίνεται συχνά αυτό, όχι όμως πάντα… Θα έλεγα ότι είναι σαν να το προκαλώ αυτό. Δεν γίνεται το ίδιο βράδυ, ξέρω όμως ότι σιγοβράζει, ότι κάπου εκεί θα μου έρθει το όνειρο… Ο συγγραφέας προσπαθεί να φτάσει στις παρυφές του άρρητου… Δεν με ενδιαφέρει να πω μια ιστορία όσο γοητευτική κι αν είναι. Με ενδιαφέρει το αποκάτω, η σκιά, η βουή…». Και αυτό το κάτωθεν είναι «η πάλη με το ανείπωτο». (Συνέντευξη στη Λίνα Ρόκου, 25/12/2017, Popaganda)

Το ονειρικό στοιχείο αποτελεί μια από τις πρώτες ύλες της γραφής της Ζατέλη. «Από τη φύση του το όνειρο», λέει η συγγραφέας στην Εισαγωγή του βιβλίου, «δεν ξεστομίζεται, είναι σιωπηρό, προ-γλωσσικό» (σ. 17). Όμως, καθώς γίνεται αφήγηση και υπόκειται σε ερμηνεία, γίνεται λεκτικό ή εν μέρει λεκτικό, χάνοντας οπωσδήποτε κάτι από την αυθεντικότητά του. Τα όνειρα ριζώνουν στο ασυνείδητο. Μπορεί να είναι εικόνες ή μόνο ήχοι, ακουστικά συμβάντα και ακουστικά παράδοξα, αισθήματα ή προαισθήματα, ένα χρώμα ή πανδαισίες χρωμάτων, θρήνος ή βουητό, σκηνές ζωής, αναμνήσεις παιδικής ηλικίας, διάλογοι, λόγια που ειπώθηκαν και είχαν ξεχαστεί, λόγια ακατάληπτα, που δεν ρηματοποιούνται στη γλώσσα της συνείδησης.

Στην περίπτωση της Ζυράννας Ζατέλη, όπου το σύμπαν των ονείρων είναι ένας κόσμος συγγενικός με τον κόσμο της μυθιστορημάτων της, τα όνειρά της είναι ο πυρήνας, ο ομφαλός στον οποίο είναι προσδεδεμένες οι ιστορίες της με έναν ομφάλιο λώρο τον οποίο δεν διανοείται να κόψει, αντίθετα φροντίζει να τον κρατά ακμαίο και σφριγηλό. Ήδη στα όνειρά της υπάρχει εν σπέρματι η δυναμική της μυθοπλασίας, και από αυτό το σπέρμα θα αναπτυχθούν οι βλαστοί, θα πολλαπλασιαστούν, θα διακλαδωθούν, θα γίνουν δένδρα, θα θεριέψουν, θα γεμίσουν φύλλα, άνθη και καρπούς, και στο τέλος θα γίνουν τα μαγικά και πληθωρικά μυθιστορήματά της.

Υπάρχει ένα όνειρο, αυτό της 3ης Φεβρουαρίου του 1998, που με την θαυμαστή του εικονοποιΐα φωτίζει αυτόν τον άρρηκτο δεσμό ανάμεσα στα όνειρα και την μυθοπλασία στο έργο της Ζατέλη. Βρέθηκε σε έναν παράξενο κήπο που από τη μια ήταν απλός, από την άλλη οργιαστικός, σε ένα μοναχικό σημείο του κήπου φύτρωναν οι ρίζες και σε ένα άλλο, σε απόσταση, υπήρχε μια καταπληκτική ανθοφορία, ένας θόλος από εκθαμβωτικές μπουκαμβίλιες, και η έγνοια της ήταν να ποτίζει «με επιμονή και αίσθημα μέτρου» τη ρίζα, ενώ σκεφτόταν έντονα την «μακρινή ανταμοιβή». Όλη της η προσοχή ήταν στη ρίζα, «να ποτιστεί καλά, σωστά η ρίζα». (σ. 57-59)

Επιμέλεια εαυτού: Να ποτιστεί λοιπόν ο τόπος του ονείρου για να ανθίσει ο τόπος της πνευματικής δημιουργίας στον ιδιαίτερο κήπο του έμψυχου σώματος που είναι από χώμα, που βλέπει, αισθάνεται, πάσχει, ονειρεύεται, παράγει, σκέφτεται, δημιουργεί.

Ανατρέχοντας στη μακραίωνη ιστορία των μεγάλων ονειρευτών της ανθρωπότητας, στον μακρύ κατάλογο των πνευματικών ανθρώπων που όχι μόνο κατέγραφαν συστηματικά τα όνειρά τους, αλλά και φρόντιζαν να ποτίζουν τη ρίζα, κατάλογο στον οποίο συγκαταλέγεται και η Ζυράννα Ζατέλη, θα σταθούμε στην περίπτωση του Αίλιου Αριστείδη, που ήταν δεινός ρήτορας, έζησε και έδρασε τον 2ο μ.Χ. αιώνα, την εποχή του Ανδριανού, και γνωριζόταν προσωπικά με τον διάδοχο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Ήταν φιλάσθενος και ταλαιπωρούνταν από ένα σωρό αρρώστιες που τον καθήλωναν και ακύρωναν τη ρητορική του ικανότητα, από την οποία αντλούσε, όπως λέει ο ίδιος, μεγάλη ηδονή και αυτή η κατάσταση της ανικανότητας πυροδοτούσε νέα επεισόδια στην ασθένειά του.

Αφιέρωσε τον εαυτό του στον Ασκληπιό, τον θεό των διανοούμενων, προκειμένου να θεραπευτεί, και στους Ιερούς Λόγους του (εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Ελισάβετ Κούκη, Σμίλη, 2012), τα ιερά λόγια που του αποκάλυπτε, όπως πίστευε, ο θεός στα όνειρά του, δίνοντάς του συνταγές, συμβουλές και αγωγές, υπάρχει και η ρητή προτροπή σε μια τέχνη του βίου, που έχει τη βάση της στην αυστηρή καταγραφή των ονείρων του που αριθμούν στα 130 περίπου και η οποία κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια.

Τα ιάματα που του έδινε ο Ασκληπιός «αναζωογονούσαν το σώμα, δυνάμωναν την ψυχή κι έκαναν να προοδεύσουν οι λόγοι του και να αποκτήσουν τρανή φήμη» (Πέμπτος Ιερός Λόγος, κεφάλαιο 36, σελ. 279). Οι οδηγίες του θεού δεν αφορούν μόνο το σώμα του Αριστείδη: «…ο θεός ενίσχυε και διεύρυνε τις δυνάμεις μου με διάφορους τρόπους. Διότι μου είπε ποιους από τους παλιούς, ποιητές ή άλλους, έπρεπε να μελετήσω και για ορισμένους μου προσδιόρισε σε τι ευκαιρία θα τους χρησιμοποιούσα· κι όλοι αυτοί, μετά από εκείνη την ημέρα, χάρη στη μεσιτεία του θεού, μου φάνηκαν σχεδόν σύντροφοι. Αλλά φυσικά το πιο σημαντικό, το πιο πολύτιμο στην άσκηση της ρητορικής ήταν ο καταιγισμός και η ομιλία των ονείρων (η των ενυπνίων έφοδος και ομιλία). Διότι άκουσα πολλά που υπερέβαιναν σε καθαρότητα ύφους και σε λάμψη τα πρότυπά μου, πολλά επίσης που έλεγα εγώ ο ίδιος και μου φαίνονταν πολύ καλύτερα απ' ό,τι λέω συνήθως, πράγματα που δεν είχα ποτέ σκεφτεί στο παρελθόν· όσα μπόρεσα να θυμηθώ τα καταχώρισα στο ημερολόγιο των ονείρων (εν ταις απογραφαίς των ονειράτων)». (Τέταρτος Ιερός Λόγος, κεφάλαια 24-25, σ. 205)

Βλέπουμε λοιπόν καθαρά πόσο στενά συνδέεται η κατάσταση της βασανιστικής του αδράνειας, με την έγνοια για την ίαση, που κυριαρχεί στην καταγραφή των ονείρων του και με την πνευματική του υπόσταση, – την έκφραση μέσω της ρητορικής του. Η ενασχόληση με τον εαυτό, η απόσυρση στον εαυτό, η διαδικασία να προκαλεί ο ίδιος τα όνειρα που στη συνέχεια καταγράφει, η θεραπεία του εαυτού που τονώνει την πνευματική δημιουργία, όλα αυτά αποτελούν μια μορφή της «επιμέλειας εαυτού», τόσο διαδεδομένης στα ανώτερα καλλιεργημένα στρώματα της εποχής εκείνης.

Η επιμέλεια εαυτού, βασική μέριμνα των πνευματικών ανθρώπων της αρχαιότητας αλλά και των σημερινών, συνίσταται σε ένα ευρύ φάσμα ασκήσεων και τεχνικών, που κυμαίνονται από πρακτικές ασκήσεις, μέχρι την αυτό-εξέταση, την τήρηση ημερολογίων και την καταγραφή των ονείρων, και οι οποίες αποβλέπουν στον έλεγχο και την ανακάλυψη του εαυτού, στην αποφυγή της υπερβολής, στη συνετή ρύθμιση των απολαύσεων και με αυτόν τον τρόπο στην ικανοποίησή τους, στην μετάπλαση του εαυτού σε δημιουργό που παράγει πρωτότυπο πνευματικό και καλλιτεχνικό έργο.

Τον ίδιο ισχυρό δεσμό ανάμεσα στην αγχώδη και παραλυτική κατάσταση της συγγραφικής αδράνειας, την επίπονη καταγραφή των ονείρων και την θαυμαστή ανθοφορία της πνευματικής ζωής μπορούμε να δούμε και στην Ζυράννα Ζατέλη. «Καθαρτική», θεραπευτική είναι «η αποστολή» του ονείρου λέει στην εισαγωγή του βιβλίου της (σ. 16). «Με τα χρόνια μαθαίνω να διαβάζω τον εαυτό μου μέσα στα όνειρα, τι γράφει εκεί που δεν φαίνομαι…» (σ. 14). Και συνεχίζει: «Υποθέτω … πως όλα αυτά τα προκαλώ κιόλας ενδόμυχα, τα επιδιώκω έστω και στα τυφλά… Αυτό δεν σημαίνει ότι τα περνάω ως όνειρα μέσα στις ιστορίες μου… Συνήθως όμως μετουσιώνονται σε πραγματικότητα εκεί μέσα…» (σ. 16-17).

Μας λέει πως παλιά χρησιμοποιούσε κάποιες τεχνικές για να διασώσει «τη σοδειά της νύχτας». Φρόντιζε γι’ αυτό, ασκούσε τη νυχτερινή της μνήμη πριν την πάρει ο ύπνος, με την αυθυποβολή προσπαθούσε να μείνει άγρυπνη ενόσω θα ονειρεύεται, ή μηχανευόταν τρόπους να ξυπνήσει κατά τις δύο το βράδυ, τότε που βλέπουμε τα πιο ενδιαφέροντα όνειρα. «Ήμουν πρόθυμη», λέει, «για τέτοιες θυσίες ή ψυχαναγκασμούς» (σ. 18).

Αργότερα, όταν η μνημονική ικανότητα ατρόφησε, άρχισε να χρησιμοποιεί τα Τετράδια Ονείρων με τα γαλάζια φύλλα, τα οποία στόλιζε προηγουμένως με εικόνες και φιγούρες δημιουργώντας «ένα συνολικότερο, προσωπικό εικονο-γράφημα […] μια διαδικασία που άγγιζε τα όρια της τελετουργίας αλλά και του παιχνιδιού» (σ. 22) ή χρησιμοποιούσε τα χαρτάκια από το κόκκινο πακέτο με τη μοιραία ξανθιά των άφιλτρων Santé, για να σημειώνει μέσα στο σκοτάδι λέξεις ή σπαράγματα φράσεων, που συναρμολογούσε το πρωί, επιστρατεύοντας έτσι τα πιο μύχια στοιχεία της προκειμένου να υπηρετήσει τη γραφή.

«Είναι κάτι σαν παράλληλος βίος για μένα τα όνειρα, και συνάμα μια καλλιέργεια της ψυχής…» (σ. 14). Και καθώς διαβάζουμε το όνειρο της 20ης Φεβρουαρίου του 2001, αναδύεται απρόσμενα μια λεξούλα: «εκείνα τα ανθάκια που οι Γάλλοι τα λένε έγνοιες… Προσπαθούσα να θυμηθώ την λέξη στα γαλλικά – soucis; κάπως έτσι» (σ. 197). Και αμέσως μας έρχεται στο νου ο τίτλος του τρίτου τόμου της Ιστορίας της Σεξουαλικότητας του Μισέλ Φουκώ: «Le Souci de soi» (1984): Η επιμέλεια εαυτού. Les soucis: Οι έγνοιες - Τα ανθάκια των ονείρων.

Το όνειρο, ένα αυθύπαρκτο μαγικό σύμπαν, 26 Ιουνίου 1998: «Το φοβερό όνειρο με το απόλυτα ΓΛΥΚΟ και το απόλυτα ΠΙΚΡΟ ταυτόχρονα, με το ΚΑΛΟ και το ΚΑΚΟ ως τέλεια πλην ανείπωτη εκφορά λόγου! Και με την σφαγή του στήθους μου!». Και στη σημείωση που ακολουθεί γράφει: «από τα πιο φοβερά και αλλόκοτα που έχω δει: Η φοβέρα σε χαμηλούς τόνους» (σ. 77- 8)

Τα όνειρα της Ζατέλη δεν αποτελούν μόνο την δεξαμενή που τροφοδοτεί την πεζογραφία της. Είναι από μόνα τους αυτόνομα κείμενα, μικρογραφίες, ιστορίες μπονσάι με συμπυκνωμένο βιωματικό υλικό. Η Ζατέλη καταγράφοντας τα όνειρά της μεταστοιχειώνει το προγλωσσικό υλικό τους σε λέξεις. Η ονειρική γραφή της, πολύ συναφής με το υλικό των ονείρων, είναι ιδανική για τη μεταφορά τους στο χαρτί.

Καθώς διαβάζουμε το κάθε όνειρο, είτε είναι σπάραγμα εικόνας είτε μια ολοκληρωμένη σκηνή, νιώθουμε να διευρύνονται τα όριά του και να μεταμορφώνεται σε ένα αυθύπαρκτο μαγικό σύμπαν γεμάτο ζόφο αλλά και εκτυφλωτική ομορφιά. Κάθε όνειρο είναι από μόνο του ένα ολόκληρο σύμπαν. Κι όπως ο ονειρευόμενος είναι μέσα στο όνειρο ταυτόχρονα ο πατέρας, η μητέρα και τα αδέλφια, το παιδί και η βροχή, η θάλασσα και το σύννεφο, το ταξίδι και το ποτάμι, έτσι και το γλυκό υπάρχει μαζί με το πικρό, το καλό με το κακό, το φως με το σκοτάδι, η απλότητα με την υπερχείλιση, το εφιαλτικό με το παραδεισένιο, το ανερμήνευτο με το ερμηνεύσιμο, το αιφνιδιαστικό με το καθησυχαστικό, η γαλήνη με την ταραχή, η ζωή με τον θάνατο. Ο ιδιαίτερος τρόπος που αναδύονται κάθε φορά τα αντίθετα μέσα στα νυχτερινά οράματα της Ζατέλη, οι μεταμορφώσεις τους, η συγχώνευσή τους, ο αλληλοσπαραγμός τους, καθιστά τα όνειρά της μεγαλειώδη, αινιγματικά, υποβλητικά. Η ομορφιά τους έχει κάτι το σπαρακτικό.

Το παυσίπονο του Νίτσε: Στο όνειρο τη 20ης Αυγούστου του 1997, η Ζυράννα βασανίζεται από έναν φοβερό πονοκέφαλο και χτυπάει την πόρτα ενός σπιτιού αναζητώντας βοήθεια, κάποιο παυσίπονο. Της ανοίγει «ένας αγριωπός μοναχικός τύπος με πυρακτωμένα και αβυσσαλέα μάτια και πλούσια μαλλιά». Ο Νίτσε, σκέφτεται με δέος! Ανταλλάσουν «κάποιες παράξενες κουβέντες», που όμως δεν τις θυμάται. (σ. 44)

Τι άραγε να διαμείφθηκε μεταξύ τους; Να του διηγήθηκε τα όνειρά της, αυτά τα θραύσματα της νυχτερινής ζωής, που το καθένα τους είναι ένας φαντασμαγορικός αλλά και ανησυχαστικός κόσμος; Κι αυτός να της απηύθυνε κάποιον από τους αφορισμούς του, με τον οποίο συμπύκνωσε μια βαθιά ενόρασή του, εκτοξεύοντας τη σκέψη του στην ακαριαία αιχμή της; Να ανταλλάξανε άραγε σκέψεις και όνειρα, σπαράγματα που αλίευσαν από του μη-εννοιακού και του άλεκτου τα απύθμενα φρεάτια;

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σε έναν αφορισμό του όπου εξυμνεί την ιδεώδη πύκνωση της σκέψης και την αφοπλιστική δύναμη της σύντομης αυτής φόρμας, που στα χέρια ενός δεξιοτέχνη όπως ο Νίτσε, γίνεται ένα αριστούργημα ύφους, λέει: «Οι μεγαλοφυείς με τον μόχθο τους μετασχηματίζουν την οδύνη από τα πλήγματα της μοίρας σε γοητεία, και αυτή τη γοητεία την εγκλωβίζουν μέσα στο θραύσμα». «Για τους σπουδαίους τα ολοκληρωμένα έργα βαραίνουν λιγότερο από τα θραύσματα». (Μονόδρομος, μτφρ. Νέλλη Ανδρικοπούλου, Άγρα, 2004, σ. 39-40)

Ο αφορισμός αξιώνει να είναι τόσο σημαντικός όσο και ένα ολοκληρωμένο έργο κι ακόμα περισσότερο. Το όνειρο είναι το θραύσμα που είναι ταυτοχρόνως και ένα σύμπαν. Ο αφορισμός είναι το θραύσμα που θέλει να επιβληθεί ως σύμπαν.

Πάντως τα μάτια του Νίτσε, όσο κρατούσε η συζήτηση, της έδιναν την εντύπωση πως «είχε καταπιεί φωτιά πριν από λίγο». Ίσως και αυτός να χρειαζόταν παυσίπονο. Ίσως αυτή η συζήτηση μεταξύ τους να λύτρωσε και τους δύο από τον πονοκέφαλο. Μπορεί όμως, ο πονοκέφαλος να συνεχίστηκε και στους δύο, γιατί αυτή η πάλη με το ανείπωτο δεν τελειώνει ποτέ. Και όπως λέει η Ζατέλη στο τελευταίο όνειρο του βιβλίου, αυτό της 5ης Μαΐου του 2001, το οποίο και σχολιάζει στη σημείωση που ακολουθεί: «Το βασικό το πράγμα πάντα χάνεται… Αυτός είναι ο νόμος που στιγματίζει κάθε έμπνευση».


Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Ζυράννας Ζατέλη Τετράδια ονείρων στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων την Τετάρτη 30 Μαΐου 2018. Η Λίλα Τρουλινού είναι φιλόλογος και πεζογράφος. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Bookpress.
εμφάνιση σχολίων