0
1
σχόλια
1338
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο φιλόσοφος µιλά για τον εαυτό του, τον έρωτα, την Ελλάδα, το '68, και το φαντασιακό μας

DOCTV.GR
9 Μαΐου 2016
Αποσπάσματα από συνέντευξη που παραχωρήθηκε το 1996 στο γαλλικό ραδιόφωνο, στο πλαίσιο ειδικού αφιερώµατος στον µεγάλο στοχαστή.


Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη και πήγαµε στην Αθήνα όταν ήµουν τριών µηνών, πρακτικά, όλα αυτά τα χρόνια τα πέρασα στην Αθήνα. Οι γονείς µου έχουν πεθάνει εδώ και πολύ καιρό, τους σκέφτοµαι πάντα µε αγάπη. Συνεισέφεραν τα µέγιστα για να µε κάνουν αυτό που είµαι. Ο πατέρας µου, µε το σεβασµό που πάντα είχε για τα πνευµατικά πράγµατα, θα ήθελε να είχε συνεχίσει τις σπουδές του, υποχρεώθηκε όµως να εργαστεί και έτσι τελείωσε µόνο το Λύκειο. Θαύµαζε τη Γαλλία, το δηµοκρατικό καθεστώς, τη γαλλική ευγένεια, είχε µια βολταιρική πλευρά, ήταν άθεος, αντιµοναρχικός, δηµοκρατικός.

Θυµάµαι κάποιες στιγµές µε ιδιαίτερη συγκίνηση, όπως για παράδειγµα το 1928, όταν ήµουν έξι χρονών, το κέντρο της Αθήνας συγκλονιζόταν από διαδηλώσεις, γιατί είχε εκδηλωθεί απόπειρα πραξικοπήµατος. Με θυµάµαι στην πόρτα του σπιτιού, µε τη µητέρα µου και ένα φίλο του πατέρα µου να έρχεται να τον πάρει για να πάνε στη διαδήλωση. Ο πατέρας µου του λέει, περίµενε λίγο, µπαίνει στο σπίτι για να πάρει το περίστροφό του και να πάει στη διαδήλωση. Η µητέρα µου πέφτει πάνω του, Καίσαρα άσ' το, του λέει -ο πατέρας µου λεγόταν Καίσαρας, η µητέρα µου Σοφία, υπήρχαν βλέπετε κληρονοµιές. Την απώθησε ευγενικά και έφυγε...

Για µένα αυτή παραµένει µια εικόνα πολιτικής στράτευσης, όπου κάποιος είναι έτοιµος να πληρώσει µε το αίµα του. Η µητέρα µου ήταν ευγενέστατη, πολύ όµορφη, έπαιζε πιάνο, αγαπούσε τη µουσική, περνούσα ώρες ολόκληρες καθισµένος πλάι της παίζοντάς µου στο πιάνο Μπετόβεν, Σοπέν. Στα δεκαπέντε µου, ήθελα να γίνω συνθέτης. Σπούδασα τέσσερα πέντε χρόνια αρµονία και αντίστιξη και, έπειτα, όταν άκουσα τη σύγχρονη µουσική (εκείνης της εποχής), στην καλύτερη περίπτωση ήταν Ραβέλ, Μπάρτοκ, Σκριαµπίν (γέλια), που δεν γνώριζα, γιατί τότε δεν υπήρχαν δίσκοι... Και, τότε, είπα στον εαυτό µου, όπως έλεγε ο Καντ, η τέχνη είναι δουλειά της µεγαλοφυϊας, αν δεν την έχεις, δεν αξίζει τον κόπο..., και περιορίσθηκα σε αυτοσχεδιασµούς. Εδώ και µια δεκαετία δεν µπορώ να αυτοσχεδιάσω στο πιάνο, έχω να το αγγίξω πάνω από πέντε χρόνια. Πάντα, όµως, νιώθω δεµένος µε αυτό... Έπειτα, είχα και άλλες ευκαιρίες στη ζωή µου. Υπήρχε µια Γαλλίδα γκουβερνάντα που ο πατέρας µου είχε φέρει από τη Λιόν, πολύ περίεργο πρόσωπο, λεγόταν Μαξιµίν, πήρε την ελληνική υπηκοότητα, ντυνόταν αρχαιοελληνικά, ήταν φιλόσοφος, µε διατριβή στη φιλοσοφία των µαθηµατικών. Στην αρχή ήµουν µικρός, δεν µπορούσα να επωφεληθώ τίποτε από αυτή, όταν όµως έγινα δεκατριών - δεκατεσσάρων ετών διαβάζαµε Τολστόι, Ρ. Ρολάν, µου µιλούσε για τη φιλοσοφία κ.λπ. Ήµουν τυχερός και στη φοίτησή µου στο Λύκειο, γιατί σε κάθε τάξη βρισκόταν ένας καθηγητής, µια ξεχωριστή φυσιογνωµία, που έστρεφε ακόµη περισσότερο το ενδιαφέρον µου σε πνευµατικά ζητήµατα.

Όταν ήµουν εφτά χρόνων, διάβαζα πολύ, διάβαζα την ελληνική έκδοση της Ρωµαϊκής Ιστορίας του Μόµσεν, του Ντιρί, Πλάτωνα από ελληνική εγκυκλοπαίδεια. ∆εκατριών - δεκατεσσάρων χρόνων, συνάντησα το µαρξισµό και τη φιλοσοφία.

Η Ελλάδα ήταν και είναι µικρή χώρα µε περιορισµένη εθνική παραγωγή, έστω και αν υπάρχουν ποιητές και λογοτέχνες. Εξαιτίας αυτού, οι µεταφράσεις διαδέχονταν η µία την άλλη, περισσότερο από ό,τι στη Γαλλία. Έτσι, αυτό έδινε ένα χαρακτήρα Miteleuropa, ανθρώπους, δηλαδή, διαποτισµένους από µία µόνο κουλτούρα... Βέβαια, µετά το 1933, µε το χιτλερικό καθεστώς στη Γερµανία, η επιρροή αυτή εντάθηκε. Πέρα όµως από αυτό, εγώ, στο Πανεπιστήµιο, είχα τρεις σχετικά νέους καθηγητές που είχαν σπουδάσει στη Γερµανία (κάτι µεταξύ νεοκαντιανισµού και υπαρξισµού στυλ Γιάσπερς). Όπως και στη λογοτεχνία, άλλωστε. Προσωπικά, ανακάλυψα πολύ νωρίς Ρίλκε και Χέλντερλιν. Όλα αυτά πρόσθεσαν κάποιες κοσµοπολίτικες προκαταλήψεις.

Αν είχα χρόνο, θα έγραφα µια ιστορία του ευρωπαϊκού φαντασιακού σε σχέση µε την Ελλάδα. Κάθε αιώνας -και κάθε χώρα- οικοδόµησαν µια Ελλάδα ανάλογα µε τις επιθυµίες τους και τις φαντασιακές τους σηµασιοδοτήσεις. Είναι πολύ καθαρή η Ελλάδα του 17ου αιώνα στη Γαλλία, η Ελλάδα του 17ου ως τον 19ο αιώνα και τώρα η Ελλάδα που παραλίγο να ερµηνευθεί στρουκτουραλιστικά τα τελευταία τριάντα χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για την Αγγλία και τη Γερµανία. Στην Αγγλία, όπως και στη Γαλλία, υπήρχε η ιδέα ότι η αρχαιοελληνική δηµοκρατία ήταν όχι η "εξουσία των µαζών" αλλά η "εξουσία των καθαρµάτων", ότι ο κόσµος έκανε το οτιδήποτε κ.λπ. Αυτή η αντίληψη δέσποσε για µεγάλο διάστηµα, µέχρι την εµφάνιση ενός µεγάλου ιστορικού, του Τζορτζ Μπροντ, γύρω στα 1860-1870, που αποσαφήνισε τα πράγµατα. Από εκείνη ακριβώς την περίοδο ξεκινά ο µύθος, η εξιδανίκευση. Το ίδιο περίπου συνέβη και στη Γερµανία, υπάρχει µε τον Βιλαµόβιτς µια φαντασιακή εξιδανίκευση, ωστόσο ο γερµανικός ροµαντισµός είναι εντελώς διαφορετικό πράγµα, κολυµπάει στο πάθος. Καταρχήν, εκδηλώνεται η ανάγκη των Γερµανών ποιητών και στοχαστών γι' αυτή την εποχή. Όλοι αυτοί ζητούν την ανανέωση της Γερµανίας και το κάνουν στρεφόµενοι στην Ελλάδα ως µοντέλο, ως πολικό αστέρα. Και αυτό, σε ορισµένους, είναι ορατό, όχι τόσο στο πολιτικό επίπεδο όσο ως "ολική θέαση" της ζωής: οµορφιά, αρµονία, απλότητα, πρόκειται για µια φωτεινή εστία στην ύπαρξη της ανθρωπότητας, που µαγνητίζει όλα τα βλέµµατα. Ο Χάιντεγγερ είναι µια άλλη ιστορία, κάτι το πολύ µπερδεµένο. Φυσικά και υπάρχει επιστροφή στο πνεύµα της ελληνικής φιλοσοφίας, που προέρχεται από τον Νίτσε, ο θαυµασµός των προσωκρατικών στον Νίτσε, η τραγική φιλοσοφία κ.λπ. Νοµίζω όµως ότι, από την άλλη πλευρά, στον Χάιντεγγερ δεν υπάρχει ούτε λέξη για την πολιτική κληρονοµιά, για τη σεξουαλικότητα ή τον έρωτα. Και δεν είναι τυχαίο. Πιστεύω ότι έχουµε να κάνουµε µε την αλύσωση ενστίκτων στο στοχασµό του Χάιντεγγερ που οδηγούν στο ναζισµό, σε κάθε περίπτωση, στον γερµανικό εθνικισµό.

Επιχειρώ να γράφω ως κάποιος που θέλει να γίνεται κατανοητός από όλους. Κάποιος µου έλεγε τις προάλλες ότι γράφω ως Αγγλοσάξωνας, εντελώς πρακτικά. Το µοντέλο της γραφής µου είναι ο Αριστοτέλης...

Ο Μάης του '68 ήταν κάτι το καταπληκτικό. Η οµάδα (σηµ.: του "Σοσιαλισµός ή Βαρβαρότητα") δεν λειτουργούσε τότε, ανασυστάθηκε µε αφορµή τα γεγονότα, βγήκε µια µικρή µπροσούρα, που ένα µέρος της περιλήφθηκε στο συλλογικό βιβλιαράκι "Το Ρήγµα" ("La Breche", µε κείµενα των Κλ. Λεφόρ, Εντ. Μορέν, Κ. Καστοριάδη). Κάναµε µερικές συνεδριάσεις, αλλά δεν συµµετείχα άµεσα...

Το πιο σηµαντικό από όλα ήταν η αυθόρµητη "εκκόλαψη" του "Κινήµατος της 22 Μάρτη" (σηµ.: πρόκειται για την οµάδα στην οποία συµµετείχε ο Κον Μπεντίτ) και τα γεγονότα που έγιναν στη Ναντέρ. Ήµασταν η µόνη επιθεώρηση στην Ευρώπη, ίσως σε όλο τον κόσµο, εκτός των ΗΠΑ, που αναλύσαµε τα γεγονότα του Μπέρκλεϊ. Εκεί είδαµε την εξέγερση της νεολαίας κατά της κατεστηµένης τάξης.

Το δράµα "µετά το '68": Οι άνθρωποι που έδρασαν στα γεγονότα πήγαν στο σπίτι τους και όσοι συνέχισαν να κάνουν κάτι δεν βρήκαν τίποτε άλλο από το να ξαναπέσουν σε µικρο-γραφειοκρατικές οµάδες, τροτσκιστές-µαοϊκοί, αν και για τους µαοϊκούς πρέπει να βάλουµε µια υποσηµείωση. Αυτοί οι τελευταίοι έτρεφαν ψευδαισθήσεις για την αυτοαποκαλούµενη "Κινεζική Πολιτισµική Επανάσταση", πίστευαν ότι η Κίνα ήταν µια µικρή ευκαιρία...

Όταν έπαψα να είµαι µαρξιστής -διαδικασία που ξεκίνησε το 1953 και διήρκεσε ως το 1960- το πρώτο πράγµα προς απόρριψη ήταν η αντίληψη για την ιστορία, που οµογενοποιούσε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, τη συρρίκνωνε στις "παραγωγικές δυνάµεις". Ήταν η εποχή που διάβαζα πολύ µυθολογία και έκανα πολλά ταξίδια στην Άπω Ανατολή, για επαγγελµατικούς λόγους. Θυµάµαι, όταν πήγα στη Μπανγκόγκ, που δεν έχει καµιά σχέση µε το σηµερινό, και επισκέφθηκα τις παγόδες, οικοδοµηµένες µε απίθανους τρόπους, µε τα πιο βίαια και κιτς χρώµατα, αναρωτήθηκα τι σηµαίνει "οι παραγωγικές δυνάµεις της Καµπότζης... σχετίζονται µε αυτό..." (γέλια)..., ήταν µια αυθαίρετη κατασκευή των ανθρώπων που το έφτιαξαν. Το αυθαίρετο- δηµιουργία, το µη εξηγήσιµο-δηµιουργία, είναι πάντα µετά τη φαντασία. Προφανώς, εδώ δεν υπάρχει µόνο η φαντασία των ατόµων αλλά και η φαντασία ενός λαού, που αποκαλώ φαντασιακό, ριζικό φαντασιακό, που θεσµίζει µια κοινωνία. Αυτή ήταν η αφετηρία, έπειτα µπολιάσθηκε µε µια επιστροφή- επανερµηνεία του Φρόιντ, όσον αφορά τη διάσταση της φαντασίας στην ψυχή του ενός και µοναδικού προσώπου. Όπως και σε ένα άλλο πεδίο, στο κατεξοχήν πεδίο, αυτό της λογοτεχνίας, της τέχνης, ακόµη και η τεχνική είναι φαντασιακή οικοδόµηση.


Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη, 11 Μαρτίου 1922 - Παρίσι, 26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος, επαγγελματίας ψυχαναλυτής από το 1973 και διευθυντής σπουδών στην Ανώτατη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στη Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα.

Πηγή: Tvxs

εμφάνιση σχολίων