0
1
σχόλια
660
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Μου ’ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει για το χαρούμενο πρόσωπό μου» – Οι απόψεις ενός κλόουν, Χάινριχ Μπελ
 

DOCTV.GR
16 Ιουλίου 2020
Είχα καρφώσει το βλέμμα σ' ένα γλάρο και παρακολουθούσα το πέταγμά του... Μα ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε: «Ακολούθα με!». Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: «Σίγουρα δεν είστε καλά!». «Συνάδερφε», είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, «σε προειδοποιώ». «Αφεντικό…», ανταπόδωσα. «Δεν υπάρχουν αφεντικά», φώναξε οργισμένος. «Συνάδερφοι είμαστε όλοι».

Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη ματιά του. Ήταν σοβαρός σαν βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. «Για ποιο λόγο;…» πήγα να πω. «Για σοβαρό λόγο», είπε. «Για το λυπημένο σου πρόσωπο». Γέλασα. «Άσε τα γέλια!». Η οργή του ήταν πραγματική. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το 'κανε έτσι από ανία, μιας και δεν έβρισκε να συλλάβει ούτε μια αδήλωτη, ούτε ένα μεθυσμένο ναύτη, ούτε κλέφτη ή δραπέτη, μα είδα πως δεν αστειευόταν: Εμένα ήθελε να πιάσει. «Ακολούθα με!…». «Μα γιατί;» ρώτησα συγκρατημένα.

«Ο νόμος διατάζει να είσαι ευτυχισμένος!». «Είμαι ευτυχισμένος», φώναξα. «Το λυπημένο σου πρόσωπο;» κούνησε το κεφάλι… Μπήκαμε σε χώρο σχεδόν αδειανό, που είχε μόνο γραφείο με τηλέφωνο και δυο καθίσματα, εγώ έπρεπε να σταθώ στη μέση, ορθός. Ο πολιτσμάνος έβγαλε το κράνος και κάθισε. Επικράτησε πρώτα απόλυτη σιωπή κι απραξία. Έτσι το συνήθιζαν πάντα. Δεν υπάρχει χειρότερο. Ένιωθα το πρόσωπό μου να καταρρέει ολοένα περισσότερο, ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος κι είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος από κείνη την ευτυχία της θλίψης, γιατί το 'ξερα πως ήμουν πια χαμένος. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε χωρίς να πει λέξη ένας χλωμός ψηλός άντρας, με τη μαυριδερή στολή του προανακριτή. Κάθισε χωρίς να πει λέξη και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. «Επάγγελμα;» «Μονάχα συνάδερφος». «Έτος γεννήσεως;» «Πρώτη πρώτου του Ένα», είπα. «Τελευταία ασχολία;» «Κατάδικος». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Πότε και από πού απολύθηκες;» «Χτες από το κτίριο 12, κελί 13». «Τόπος προορισμού;» «Για την πρωτεύουσα». «Χαρτί!».

Έβγαλα από την τσέπη το αποφυλακιστήριο και του το 'δωσα. Το καρφίτσωσε στην πράσινη καρτέλα, που είχε αρχίσει να συμπληρώνει με τα στοιχεία μου. «Προηγούμενη παράβαση;» «Χαρούμενο πρόσωπο». Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. «Εξήγησε!» είπε ο προανακριτής. «Παλιά τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου το χαρούμενο πρόσωπό μου, μέρα που είχε διαταχθεί γενικό πένθος. «Ήταν η μέρα που πέθανε ο αρχηγός». «Διάρκεια ποινής;» «Πέντε». «Έκτιση;» «Άσχημα». «Αιτία;» «Πλημμελής αφοσίωση στην εργασία». «Αρκετά!».

Ο προανακριτής σηκώθηκε, ήρθε κατά πάνω μου και μ' ένα χτύπημα μου 'σπασε κυριολεκτικά τα τρία μεσαία μπροστινά δόντια, σημάδι πως για λόγους υποτροπής έπρεπε να στιγματιστώ μ' αυστηρά μέτρα, που δεν είχα λογαριάσει. Ο προανακριτής έφυγε και μπήκε μέσα ένας χοντρός τραμπούκος με κατάμαυρη στολή: ο ανακριτής. Με χτύπησαν όλοι. Και μου 'ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει πέντε χρόνια φυλακή για το χαρούμενο πρόσωπό μου.

Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο.


Ο Χάινριχ Μπελ (1917-1985) ήταν Γερμανός πεζογράφος, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας 1972. Γιος επιπλοποιού, από καθολική και αντιναζιστική οικογένεια, πολέμησε στο ρωσικό και σε άλλα μέτωπα στα έξι χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τραυματίστηκε αρκετές φορές και αιχμαλωτίστηκε από τους Αμερικανούς. Μαθητευόμενος σε βιβλιοπωλείο, σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Συμμετείχε στην Ομάδα 47 με τον Γκίντερ Γκρας, την Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν και άλλους διανοούμενους που αναζήτησαν στα γραπτά τους τη νέα συνείδηση της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο Μπελ είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Γερμανούς συγγραφείς και θεωρείται αυτός που εκφράζει αμεσότερα τη μεταπολεμική γερμανική συνείδηση. Στα ελληνικά άλλα δημοφιλή βιβλία του είναι: Ομαδικό πορτραίτο με μια κυρία. Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ, Ο σύντροφος με τα μακριά μαλλιά.


Διαβάστε επίσης:
Μπάχμαν: Θα ’ρθει μια μέρα​
Γκρας: Η ντροπή της Ευρώπης
εμφάνιση σχολίων