0
1
σχόλια
795
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Τα ποιήματα αποτυχαίνουν, όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες». Γνωριμία με την ποιήτρια που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας

DOC TV
13 Μαρτίου 2015
«Έκδηλα ερωτική και με αμείωτη την αισθησιακή σχέση της με τον κόσμο, ποιήτρια του πάθους, με την πάροδο του χρόνου η Αγγελάκη-Ρουκ έγινε πιο στοχαστική, εστιάζοντας με τη μνήμη της στη χοϊκή και στην ουράνια αίσθηση ενός κόσμου που δεν χάνει ποτέ την πρωτογενή του δύναμη...» αναφέρεται στην ανακοίνωση της βράβευσής της με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της, από τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2014. H Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι πολυβραβευμένη Ελληνίδα ποιήτρια, διπλωματούχος μεταφράστρια και διερμηνέας. Σπούδασε ξένες γλώσσες στην Αθήνα, τη Γαλλία και την Ελβετία. Ανήκει στις σημαντικότερες Ελληνίδες ποιήτριες, χαρακτηρίζεται σαν «ερωτική ποιήτρια». Το 1962 τιμήθηκε με το Α' Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.ά.) Το 2000 τιμήθηκε με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών). Πρωτοδημοσίευσε στην «Καινούργια Εποχή» το 1956. Έργα της είναι: Λύκοι και σύννεφα (1963), Ποιήματα 63-69 (1971), Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό (1974), Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης (1977), Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας (1978), Ενάντιος έρωτας (1982), Οι μνηστήρες (1984), Όταν το σώμα (1988), Επίλογος αέρας (1990), Άδεια φύση (1993), Λυπιού (1995), Ωραία έρημος ωραία η σάρκα (1996).

Λυπιού
Τα ποιήματα αποτυχαίνουν όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε, θέλει ερωτική θαλπωρή το ποίημα
για ν’ αντέξει στον κρύο χρόνο…

Έναν τόπο επινόησα για να πηγαίνω
όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά και καρπούς σάπιους.

Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό,
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ,
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο είναι πως όταν χάνεται,
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».

Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης γίναν σιωπηλές πλατείες,
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες,
σκύλοι κακοταϊσμένοι
που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά, η χώρα τούτη
κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.

Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι,
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά,
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.

Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι,
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ τον τελευταίο στίχο
μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα,
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντάς σε ανακάλυψα την ενδοχώρα του αισθήματος.
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως
τ’ απροσμέτρητο που ’βγαινε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει
το δύσκολο δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.

Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού
είμαι γω που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»

Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα,
κείνα τα άφωνα ξημερώματα,
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει,
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.

Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια,
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη, μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου,
στην αοριστία της ύπαρξης που ξέρω,
λίγο αλλοιωμένη, τη συναντάς πάλι προς το τέλος.

Η θρησκεία στη Λυπιού είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμά της κάθεται φρόνιμα στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετό της.

Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν σε ξένα μάτια
κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
 
εμφάνιση σχολίων