0
1
σχόλια
1306
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Από το Βυτίο

DOC TV
25 Φεβρουαρίου 2015
ΚΑΘΩΣ ΒΓΑΖΩ ΤΟΝ ΣΚΥΛΟ ΒΟΛΤΑ, ΠΕΡΝΑΜΕ μέσα από τη λαϊκή. Είναι πρωί, ο κόσμος ακόμη δεν είναι πολύς. Στη γωνία ακριβώς απέναντι απ’ την αρχή της λαϊκής, ένας μάλλον μικρός πάγκος. Σκόρδα καλά τακτοποιημένα σε μικρά διχτάκια και χαρτιά κουζίνας. Ένας πιτσιρικάς, 12 με 14 χρονών, ανεβάζει το τελευταίο ρολό στο καθορισμένο σημείο. Δίπλα του ένας κύριος, μάλλον ο πατέρας του. Του λέει, «πετάγομαι μια στιγμή μέχρι το αυτοκίνητο να το πάρω κι έρχομαι. Θα 'σαι οκ;». Ναι, λέει το πιτσιρίκι και κάνει ο πατέρας να φύγει αλλά κοντοστέκεται. Γυρνάει, το πλησιάζει και του κουμπώνει το μπουφάν μέχρι πάνω. «Κάνει κρύο», λέει κι απομακρύνεται. Το πιτσιρίκι με το μπουφάν τέλεια κλεισμένο και ανεβασμένη την κουκούλα στέκεται πίσω από τον πάγκο και περιμένει πελάτες.

ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΠΕΡΑ, ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟΥ, υπάρχει ένα σχολείο. Βλέπω τα παιδιά που τρέχουν στην αυλή, πρέπει να έχουν διάλειμμα. Μια γυναίκα, με ένα πολύ κομψό παλτό και ασορτί τσάντα, πλησιάζει στα κάγκελα. «Πέτρο», φωνάζει γλυκά. Ο Πέτρος έρχεται φωνάζοντας «η μαμά μου». Η μαμά του του εξηγεί ότι πάει μέχρι το σούπερ μάρκετ, ο Πέτρος αντιδρά γιατί της έχει πει ότι είναι καλύτερος ο Βασιλόπουλος από το Καρφούρ, αυτή γελάει με το σχόλιο και αμέσως παρατηρεί ότι ο Πέτρος τρέχει στην αυλή στο διάλειμμα χωρίς μπουφάν. Του το λέει, έχει κρύο, είναι δυνατόν να μη φοράει το μπουφάν, αλλά ο Πέτρος γελάει, γελάει κι αυτή, τον χαιρετάει και ο Πέτρος συνεχίζει το τρέξιμο.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΝΩ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, και τα δύο συνομήλικα (πάνω κάτω) παιδιά ακούνε ότι κάνει κρύο και θα πρέπει να φοράνε τα μπουφάν τους και μάλιστα κουμπωμένα. Το ένα παιδί είναι στον πάγκο με τα σκόρδα και τα χαρτιά κουζίνας και φοράει την κουκούλα, το άλλο τρέχει στην αυλή, παίζει μπάλα, γελάει, προτιμά τον Βασιλόπουλο.

Ο ΛΑΪΚΙΣΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΕΙ ΠΙΣΩ ΑΠ' ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ παίζει με τις εξής εκδοχές: α) ίδια είναι η αγάπη, ίδια κι απαράλλαχτη. Ο λαϊκατζής που δουλεύει με τον μικρό του γιο και η κυρία που περνάει έξω απ’ το σχολείο με το κέφι της είναι δυο στάλες απ’ το ίδιο κρασί. Και οι δύο για το μπουφάν μιλάνε και οι δύο για το κρύο μιλάνε και οι δύο με την ίδια κίνηση έρχονται στο πρωινό της Παρασκευής. Χαμηλώνουν λίγο το κορμί τους, πιάνουν τις άκρες του μπουφάν, τις φέρνουν κοντά και ζεσταίνουν τα παιδιά τους. Και οι δυο προσεύχονται στο ίδιο άγιο φερμουαράκι.

β) ΚΑΘΟΛΟΥ ΙΔΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ, Η ΖΩΗ, Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ και το πρωινό της Παρασκευής. Στον ένα κόσμο κάποιος περνάει καλά με τους συνομηλίκους σε μια αυλή, αντιγράφοντας τον Μέσι, και ξέρει τη διαφορά των σούπερ μάρκετ και ποιο έχει μεγαλύτερη ποικιλία αλλαντικών και ποιος ξέρει τι άλλο και κάνει χιούμορ με τη μάνα του. Στον άλλο κόσμο, κάποιος τακτοποιεί σκόρδα σε διχτάκια, τα τοποθετεί σε ένα ξύλινο πάγκο, τα πουλάει, περιμένει τον πατέρα του να γυρίσει από το αυτοκίνητο, είναι καθημερινή και δεν έχει σχολείο, βλέπει εμένα με το σκύλο που πάμε αμέριμνοι την πρωινή μας βόλτα πίσω απ’ τα παλτά  μας και δεν ξέρει αν κρυώνει, ή δουλεύει, ή τραγουδάει, έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις.


ΤΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΑ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΛΑΟΣ διαπραγματεύεται, ο λαός στηρίζει, ο λαός ανησυχεί, ο λαός φοβάται, ο λαός ενώνεται και ο λαός διχάζεται. Διαβάζεις με πλήρη αδιαφορία τα ρεπορτάζ και τις δημοσκοπήσεις και δεν καταλαβαίνεις τίποτα, απλά καταναλώνεις νούμερα, ποσοστά και την ιδέα του καθενός για το πού πάει το πράγμα και το «τι πιστεύει ο κόσμος». Τυχαίνει όμως Κυριακή μεσάνυχτα να συναντηθείς με ένα κομμάτι της κοινής γνώμης έξω από τα επείγοντα του δημόσιου νοσοκομείου.

Η ΓΡΙΑ ΣΤΟ ΦΟΡΕΙΟ ΜΕ ΟΡΟ ΚΑΙ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ σωληνάκι κουτουλάει σε πόρτες και τοίχους καθώς μεταφέρεται. Έχει ένα τεράστιο μπαλόνι (απλό κόκκινο ή Μίκυ, οι λεπτομέρειες είναι προς διερεύνηση) κάτω απ’ το στήθος. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο με τέτοιο φουσκωμένο θώρακα, αλλά βέβαια δεν συχνάζω στα νοσοκομεία. Μόλις συνέρχεται λίγο, η κόρη της της ανακοινώνει ότι περιμένουν κάποιες επιπλέον εξετάσεις και απόψε θα μείνει μέσα «για παρακολούθηση». Ύστερα προσπαθεί κάπως να βολευτεί καλύτερα στο δωμάτιο αναμονής και μιλάει κάποια στιγμή μόνο για να πει «πω πω πω, τα πάθη του Χριστού περνάω». Και ιδού ένας τρόπος να έρχεσαι σε επαφή με τέτοια θέματα, πέρα απ’ τη συζήτηση για τον χωρισμό κράτους - εκκλησίας, τους παπάδες, τις φωτογραφίες μικρού ξωκλησιού κρεμασμένου πάνω απ’ τη θάλασσα και όλα τα σχετικά. Όταν δεν προσεγγίζουμε τα ζητήματα πολιτικά, σκεφτόμαστε με καρτ ποστάλ, αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Η γριά όμως δεν μπορεί αλλιώς να περιγράψει την κατάστασή της, δεν μπορεί αλλιώς να αφηγηθεί το βάσανό της (που διαβεβαιώνω έμοιαζε πελώριο), παρά μπορεί μόνο να πει «τα πάθη του Χριστού περνάω». Και ο Χριστός δεν είναι μόνο αγάπη και ελπίδα, είναι το καταφύγιο των λέξεων, το ύστατο βοήθημα μια περιγραφής που αλλιώς θα έμενε λειψή και δυσνόητη. Εκεί, στο Αλεξάνδρα, Κυριακή μεσάνυχτα, η γριά περνούσε τα πάθη του Χριστού και όντως τα περνούσε, και αν μπορείς, έλα σε μένα τον τυχαίο διπλανό της αναμονής να μου δώσεις να το καταλάβω αλλιώς.

ΠΑΡΑΠΕΡΑ ΑΛΛΗ ΓΡΙΑ ΜΕ ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑ ΓΚΛΙΤΣΑ/μπαστούνι παλεύει κάθε τόσο να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της αναμονής στηριζόμενη και με τα δύο χέρια σ’ αυτό. Ζορίζεται, αλλά δεν βαρυγκομάει. Ο γιος της, ένας αλαφροΐσκιωτος, με πέντε δόντια, παραλλαγή αεροπορίας, σκουφί χωρητικότητας δυο κεφαλιών ακόμη τουλάχιστον, προσπαθεί να την ηρεμήσει, θα μας φωνάξουν, λέει, πού πας, αφού δεν μπορείς, έχεις το πόδι σου. «Ε, θα το σύρω και αυτό τι θα κάνει, θα περπατήσει», του απαντάει και όντως το σέρνει κι αυτό υπακούει, αντανακλαστικά θα έλεγες και περπατάει. Ο γιος δεν μπορεί να κάτσει σε ένα μέρος, μιλάει σε ένα κινητό το οποίο αδυνατώ να καταλάβω πόσο παλιό είναι, με κάποια θεία, και όταν περνάει από δίπλα μου παρατηρώ ότι στην τσέπη της παραλλαγής έχει ένα χαρτί υγείας. Ακριβώς όπως στο στρατόπεδο, ήξερες πως  όλοι κυκλοφορούν με το κωλόχαρτο στην τσέπη, σχεδόν μόνιμα. Τα κωλόχαρτα στον στρατό είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πλακέ.

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΚΑΤΑΦΤΑΝΕΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΟΠΩΣ ΣΥΝΗΘΙΖΕΤΑΙ θα τσακωθεί με σχεδόν όλους για τη σειρά. Είναι καπάτσα και το μάτι της παίζει. Θα θελήσει να περάσει τον γέρο της πρώτο, λόγω ηλικίας και «ανάγκης». Κάποιες φωνές, κάποια ντροπή, κάποιοι παρακολουθούν αμίλητοι. Η γυναίκα, γύρω στα πενήντα, ξανθιά, ψηλές μπότες, με κάτι σαν γούνα και διάφορα χρυσαφικά. Οι υπόλοιποι τη μετράνε. Ήρθε απευθείας από κάποιο κωλόμπαρο που σύχναζε ο κωλόγερος ή πρόκειται για μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις που παλιά φύλαγε τον γέρο και τώρα, τώρα ποιος ξέρει τι ακριβώς; Τα βλέμματα φυσικά έχουν αποφασίσει, η ίδια έχει τσακωθεί και έχει τακτοποιήσει τον γέρο της. Περιμένουν τα αποτελέσματα μόνοι τους σε ένα διπλανό δωμάτιο που έχει ένα μηχάνημα για υπέρηχους. Ο γέρος κάθεται στην καρέκλα κι αυτή έχει μισοξαπλώσει στο κρεβάτι. Ο γέρος την κοιτάζει και δεν μιλάει. Σχεδόν θαυμάζει το θέαμα. Αυτή απλά ψάχνει κάτι στο κινητό της.


ΤΗ ΒΛΕΠΩ ΣΤΗΝ ΑΙΟΛΟΥ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ. Φοράει στενό τζιν, απ’ αυτά τα κάπως μεγάλα ημιαθλητικά παπούτσια, σκούρο παλτό και σκούφο. Είναι τραγουδίστρια βορειοευρωπαϊκής ίντι φολκ μπάντας, Γαλλίδα φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, underground ηθοποιός που η ομορφιά της την καταδικάζει να φωτογραφηθεί σύντομα γυμνή στη lifo. Ή είναι κάποια που δεν μπορεί να περιγραφεί ακριβώς γιατί υποψιάζεσαι ότι κάνει κάποιο αλλόκοτο επάγγελμα που δεν έχεις ξανακούσει, ή γιατί είναι σχεδόν σίγουρο ότι κατάγεται από πέντε διαφορετικά μέρη τουλάχιστον. Φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου και καθώς περπατάει, τη βλέπω να σταματάει απότομα και να γυρνάει στα δεξιά της. Ο λαχειοπώλης τής λέει πονηρά «Σκρατς;» κι αυτή απαντάει με το πλέον ελπιδοφόρο βλέμμα «εννοείται». Τους προσπερνάω βιαστικά και αναρωτιέμαι. Άραγε να κέρδισε; Και τι είναι το σκρατς; Και ποιος ψωνίζει από τον υπαίθριο λαχειοπώλη;

ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΧΩΡΕΣΕΙ Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ για να την περιγράψουμε; Τα ετοιματζίδικα πλαίσια πάει, χάλασαν, κι άντε να βρεις εσύ τρόπο να μιλήσεις τον καιρό χωρίς να αδικήσεις και να μικρύνεις τους ανθρώπους και τα πάθη τους.


Πηγή: Το Βυτίο

εμφάνιση σχολίων