0
1
σχόλια
1859
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Να τι μου λείπει πιο πολύ απ’ τους ενήλικες: η λαχτάρα που εννιά φορές στις δέκα χάθηκε»

DOC TV
25 Απριλίου 2015
ΜΑ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΘΑ ’ΦΕΥΓΕ, ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ, ο χρόνος είχε τελειώσει, το ρολόι είχε σταματήσει, κι εκείνος θα ’φευγε και μάλιστα για πολύ μακριά. Η βαλίτσα του ήταν έτοιμη, τα παπούτσια γυαλισμένα, τα μαλλιά χτενισμένα, το πρόσωπό του μοσχοβολούσε σαπούνι και του ’μενε μόνο να κατέβει τις σκάλες, ν’ ανοίξει την εξώπορτα κι από κει να πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό της κωμόπολης, όπου το τρένο θα σταματούσε αποκλειστικά για κείνον.

ΤΟΤΕ ΤΟ ΦΟΞ ΧΙΛ ΤΟΥ ΙΛΙΝΟΪ Θ’ ΑΝΗΚΕ ΠΙΑ ΣΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ. Κι εκείνος θα συνέχιζε, ίσως για την Άιοβα, ίσως για το Κάνσας, ακόμα και για την Καλιφόρνια· ένα αγοράκι δώδεκα ετών, μ’ ένα πιστοποιητικό γέννησης στο βαλιτσάκι του που έγραφε ότι είχε γεννηθεί πριν από σαράντα τρία χρόνια.
«Γουίλι!» ακούστηκε μια φωνή από το ισόγειο.
«Ναι!» Σήκωσε τη βαλίτσα του. Στον καθρέφτη της συρταριέρας είδε ένα πρόσωπο φτιαγμένο από πικραλίδες του Ιουνίου κι από μήλα του Ιουλίου κι από ζεστά καλοκαιρινά πρωινά με γάλα. Απέναντί του βρισκόταν, όπως πάντα, η αγγελική κι αθώα όψη που ίσως ποτέ, σ’ ολόκληρη τη ζωή του, να μην άλλαζε.
«Ήρθε η ώρα», είπε η γυναικεία φωνή.
«Εντάξει!» Κατέβηκε τη σκάλα γρυλίζοντας και χαμογελώντας. Η Άννα κι ο Στιβ κάθονταν στο σαλόνι. Τα ρούχα τους ήταν τόσο όμορφα και νοικοκυρεμένα που σε πονούσε να τους βλέπεις.
«Να με!» φώναξε ο Γουίλι απ’ την πόρτα της σάλας.

Η Άννα φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Ω Θεούλη μου, δε θα μας αφήσεις, έτσι Γουίλι;»
«Ο κόσμος άρχισε τα σχόλια», είπε χαμηλόφωνα ο Γουίλι. «Είμ’ εδώ τρία χρόνια. Αλλά όταν ο κόσμος αρχίζει τα σχόλια, ξέρω ότι ήρθε ο καιρός να μαζέψω τα μπογαλάκια μου και ν’ αγοράσω ένα εισιτήριο για το τρένο».
«Είναι πολύ παράξενα όλ’ αυτά. Ακατανόητα. Τι ξαφνικό», είπε η Άννα. «Γουίλι, θα μας λείψεις».
«Θα σας γράφω κάθε Χριστούγεννα, γι’ αυτό βοηθήστε με. Μη μου γράφετε εσείς».

«Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΟΥ ΜΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΕ ΚΑΙ ΜΑΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΕ ιδιαιτέρως», είπε ο Στιβ καθιστός, μιλώντας λες και οι λέξεις δε χωρούσαν στο στόμα του. «Κρίμα που έπρεπε να μπει ένα τέλος. Κρίμα που έπρεπε να μας μιλήσεις για σένα. Πάρα πολύ κρίμα που δε γίνεται να μείνεις».

«ΕΙΣΤΕ ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΧΑ», είπε ο Γουίλι, ύψους ενός μέτρου και είκοσι εκατοστών, που ποτέ δε χρειάστηκε να ξυριστεί, μ’ επιδερμίδα λαμπερή σαν το φως του ήλιου. Και τότε η Άννα έβαλε τα κλάματα. «Γουίλι, Γουίλι». Και κάθισε και φαινόταν λες κι ήθελε να τον αγκαλιάσει αλλά πλέον φοβόταν να το κάνει· τον κοιτούσε κατάπληκτη και συγκλονισμένη, με τα χέρια της άδεια, δίχως να ξέρει πια πώς να του φερθεί.

«ΔΕ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ ΝΑ ΦΥΓΩ», είπε ο Γουίλι. «Δένεσαι. Θέλεις να μείνεις. Αλλά δε γίνεται. Κάποτε προσπάθησα να μείνω αφότου ο κόσμος άρχισε να με υποψιάζεται. “Φρικτό!” είπαν. “Τόσα χρόνια έπαιζε με τ’ αθώα παιδιά μας”, είπαν, “κι εμείς να μην έχουμε ιδέα! Τρομερό!” Και τελικά αναγκάστηκα να φύγω μια νύχτα απ’ την πόλη. Δεν είναι εύκολο. Ξέρετε πολύ καλά πόσο σας αγαπώ και τους δύο. Σας ευχαριστώ για τρία υπέροχα χρόνια».

Πήγαν όλοι τους στην εξώπορτα. «Γουίλι, πού θα πας;»
«Δεν ξέρω. Απλώς αρχίζω να ταξιδεύω. Όταν δω μια όμορφη μικρή πόλη με πολύ πράσινο, μένω».
«Θα γυρίσεις ποτέ;»

«ΝΑΙ», ΕΙΠΕ ΜΕ ΤΗΝ ΨΙΛΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ και το εννοούσε. «Σε καμιά εικοσαριά χρόνια, λογικά το πρόσωπό μου θ’ αρχίσει ν’ αλλάζει. Τότε θα κάνω μια μεγάλη περιοδεία και θα επισκεφθώ όλες τις μητέρες και τους πατεράδες που είχα ποτέ μου».

ΣΤΕΚΟΝΤΑΝ ΔΙΣΤΑΚΤΙΚΟΙ ΣΤΗ ΔΡΟΣΕΡΗ καλοκαιρινή βεράντα, δεν ήθελαν να πουν αντίο. Ο Στιβ είχε στυλώσει το βλέμμα του σε μια φτελιά. «Με πόσους άλλους γονείς έχεις ζήσει, Γουίλι; Πόσοι σε υιοθέτησαν;»

Ο ΓΟΥΙΛΙ ΕΚΑΝΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΕΣΗ, πράγμα που του ήταν αρκετά ευχάριστο. «Νομίζω ότι είναι πέντε πόλεις και πέντε ζευγάρια και περισσότερα από είκοσι χρόνια από τότε που ξεκίνησα την περιοδεία μου». «Εντάξει, ας μην παραπονιόμαστε», είπε ο Στιβ. «Καλύτερα να ’χεις ένα γιο για τρία χρόνια παρά καθόλου».

«ΛΟΙΠΟΝ» ΕΙΠΕ Ο ΓΟΥΙΛΙ ΚΑΙ ΦΙΛΗΣΕ ΤΗΝ ΑΝΝΑ στα πεταχτά, έπιασε τη βαλίτσα του και πήρε την ανηφόρα μέσα στο πρασινωπό φως του μεσημεριού, κάτω από τα δέντρα, ένα κανονικό μικρό παιδάκι που δίχως να κοιτά πίσω του άνοιγε σταθερά το βήμα.

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΓΟΥΙΛΙ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΚΟ, τα παιδιά έπαιζαν μπέιζμπολ στο γήπεδο με το χλωρό γρασίδι. Ο Γουίλι στάθηκε για λίγο ανάμεσα στις σκιές που έριχναν οι βελανιδιές, και τα ’βλεπε καθώς εκσφενδόνιζαν την άσπρη, σαν από χιόνι μπάλα στον καλοκαιρινό αέρα, είδε τη σκιά της μπάλας να πετά σαν σκοτεινό πουλί πάνω απ’ το γρασίδι, είδε τα χέρια τους ν’ ανοίγουν σαν στόματα για ν’ αδράξουν αυτό το βραχύβιο θραύσμα του καλοκαιριού, που τώρα του φαινόταν ότι είχε ύψιστη σημασία να το διαφυλάξει. Τα παιδιά ξεφώνιζαν. Η μπάλα σταμάτησε στο γρασίδι κοντά στον Γουίλι.

ΚΑΘΩΣ ΠΡΟΧΩΡΟΥΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΦΕΝΤΑΜΙΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΦΙΛΥΡΕΣ με την μπάλα στο χέρι, αναλογιζόταν τα τελευταία τρία χρόνια που τώρα είχαν εξαντληθεί μέχρι σταγόνας, και τα προηγούμενα πέντε χρόνια και ούτω καθεξής μέχρι τη χρονιά που ήταν πραγματικά έντεκα και δώδεκα και δεκατεσσάρων χρονών και οι φωνές έλεγαν: «Τι πρόβλημα έχει ο Γουίλι, κυρία;» «Κυρία Μπ., ο Γουίλι αργεί ν’ αναπτυχθεί;» «Γουίλι, καπνίζεις τίποτα πούρα τελευταία;».

ΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ ΧΑΝΟΝΤΑΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΦΩΣ και στα χρώματα. Η φωνή της μητέρας του: «Ο Γουίλι έκλεισε τα είκοσι ένα σήμερα!». Και χίλιες φωνές να λένε: «Έλα ξανά όταν γίνεις δεκαπέντε χρονών, αγόρι μου· τότε μπορεί να σε προσλάβουμε».

ΚΟΙΤΑΞΕ ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ ΣΤΟ ΤΡΕΜΑΜΕΝΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ σαν να ήταν η ίδια του η ζωή, ένα ατέλειωτο κουβάρι από χρόνια τυλιγμένα σε αλλεπάλληλους γύρους, που όμως καταλήγουν πάντοτε στην ίδια αφετηρία, στα δωδέκατα γενέθλιά του. Άκουσε βήματα, τα παιδιά τον πλησίαζαν· αισθάνθηκε να του κρύβουν τον ήλιο. Ήταν μεγαλύτερα και τον περικύκλωσαν. «Γουίλι! Για πού το ’βαλες;» Κλώτσησαν τη βαλίτσα του.

ΠΟΣΟ ΨΗΛΑ ΗΤΑΝ Τ’ ΑΓΟΡΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΗΛΙΟ κάτω απ’ τον ήλιο που μεσουρανούσε. Εδώ και λίγους μήνες ήταν λες κι ο ήλιος είχε απλώσει το χέρι του πάνω απ’ τα κεφάλια τους και μ’ ένα του νεύμα τ’ αγόρια έγιναν ζεστό μέταλλο που έλιωνε προς τα πάνω· έγιναν χρυσές καραμέλες βουτύρου που τις τραβούσε μια πανίσχυρη βαρύτητα κατά τον ουρανό, δεκατριών ετών, δεκατεσσάρων, κοιτούσαν από ψηλά τον Γουίλι και χαμογελούσαν, είχαν όμως ήδη αρχίσει να τον βάζουν σε δεύτερη μοίρα. Η αρχή είχε γίνει πριν από τέσσερις μήνες: «Κάντε ομάδες! Ποιος θέλει τον Γουίλι;». «Α, ο Γουίλι είναι πολύ μικρός· δεν παίζουμε με μόμολα».

ΚΑΙ ΟΡΜΟΥΣΑΝ ΜΠΡΟΣΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΠΕΡΝΟΥΣΑΝ, παρασυρμένα απ’ τη σελήνη, τον ήλιο και το πέρασμα απ’ την εποχή που τα φύλλα μαραίνονται στην εποχή που οι άνεμοι φουσκώνουν, κι αυτός παρέμενε δώδεκα χρονών και δεν ανήκε πια στον κύκλο τους. Και οι άλλες φωνές ξανάπιαναν την παλιά, φρικτά οικεία και ψυχρή επωδό: «Μάλλον πρέπει να πάρει βιταμίνες το παιδί, Στιβ» «Άννα, στο σόι σου είχες κοντούς συγγενείς;».

ΚΑΙ Η ΚΡΥΑ ΓΡΟΘΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ανοίγει και ξανασφίγγει και καταλαβαίνεις ότι πρέπει πάλι να ξεριζωθείς μετά από τόσα καλά χρόνια με τους «δικούς σου».

«ΓΟΥΙΛΙ ΓΙΑ ΠΟΥ ΤΟ ΒΑΛΕΣ;». Σήκωσε απότομα το κεφάλι του. Ξαναβρέθηκε περικυκλωμένος απ’ τα θεόρατα αγόρια που τον σκίαζαν και τον περιτριγύριζαν σαν γίγαντες που σκύβουν πάνω από μια βρύση για να πιουν. «Πάω επίσκεψη σ’ έναν ξάδερφο για μερικές μέρες».

«Α, ΜΑΛΙΣΤΑ». ΚΑΠΟΤΕ, ΠΡΙΝ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ, θα τους ενδιέφερε πάρα πολύ. Αλλά τώρα ένιωθαν μόνο περιέργεια για τις αποσκευές του, τους γοήτευαν τα τρένα και τα ταξίδια και τα μακρινά μέρη. «Παίζουμε κανα δυο γύρους στα γρήγορα;» είπε ο Γουίλι. Έδειχναν αναποφάσιστοι, αλλά ζύγισαν την περίσταση και δέχτηκαν.

Ο ΓΟΥΙΛΙ ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΤΣΑΝΤΑ ΤΟΥ κι άρχισε να τρέχει· η λευκή μπάλα αναλήφθηκε στον ήλιο, έφυγε προς τις φλεγόμενες μορφές τους στην άκρη της αλάνας, έπειτα πάλι στον ήλιο, ορμητική, σαν τη ζωή ερχόταν κι έφευγε ακολουθώντας συγκεκριμένη πορεία. Πέρα, δώθε! Ο κύριος και η κυρία Ρόμπερτ Χάνλον στο Κρικ Μπεντ του Ουισκόνσιν, 1932, το πρώτο ζευγάρι, την πρώτη χρονιά! Πέρα, δώθε! Χένρι και Άλις Μπολντζ στο Λάιμβιλ της Άιοβας, 1935! Η μπάλα πετούσε. Τα ζεύγη Σμιθ, Ίτον, Ρόμπινσον! 1939! 1945! Ο κύριος και η κυρία, ο κύριος και η κυρία, ο κύριος και η κυρία, άτεκνοι, άτεκνοι, άτεκνοι! Χτυπάς τη μια πόρτα, χτυπάς την άλλη.

«Με συγχωρείτε. Με λένε Γουίλιαμ. Μήπως θα…»
«Ένα σάντουιτς; Έλα μέσα, κάθισε. Από πού είσαι, παιδί μου;»
Το σάντουιτς, ένα μεγάλο ποτήρι δροσερό γάλα, τα χαμόγελα, τα νεύματα, η άνετη και χαλαρή συζήτηση.
«Παιδί μου, φαίνεσαι ότι έρχεσαι από ταξίδι. Το ’σκασες από κάπου;»
«Όχι».
«Αγόρι μου, είσαι ορφανός;»
Ακόμα ένα ποτήρι γάλα.
«Πάντα θέλαμε παιδιά. Ποτέ δεν τα καταφέραμε. Ποτέ δε μάθαμε το λόγο. Συμβαίνουν αυτά. Τι να γίνει. Περνάει η ώρα, παιδί μου. Δεν ξεκινάς καλύτερα για το σπίτι σου;»
«Δεν έχω σπίτι».
«Έν’ αγόρι σαν κι εσένα; Που μοσχοβολάει σαπούνι; Η μητέρα σου θ’ ανησυχεί».
«Δεν έχω σπίτι ούτε οικογένεια, είμαι μόνος μου στον κόσμο. Ήθελα να ρωτήσω -απλώς ρωτάω-αν γίνεται να κοιμηθώ εδώ απόψε».
«Κοίτα, παιδί μου, δεν είμαι σίγουρος. Δεν το σκεφτήκαμε ποτέ να πάρουμε…», είπε ο σύζυγος.
«Θα φάμε κοτόπουλο απόψε», είπε η σύζυγος, «φτάνει για έναν ακόμα, για την παρέα…»

ΚΙ Η ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΔΙΑΔΕΧΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ και να χάνεται, οι φωνές και τα πρόσωπα κι οι άνθρωποι και πάντα οι ίδιες πρώτες κουβέντες. Η φωνή της Έμιλι Ρόμπινσον, που καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της μέσα στο σκοτάδι μιας καλοκαιρινής νύχτας, της τελευταίας νύχτας που ο Γουίλι έμεινε μαζί της και της αποκάλυψε το μυστικό του, έλεγε:

«ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑΚΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ που περνούν απ’ το δρόμο. Και καμιά φορά σκέφτομαι “Τι κρίμα, τι κρίμα που όλ’ αυτά τα λουλούδια πρέπει να κοπούν, όλες αυτές οι λαμπερές φωτιές να σβήσουν. Τι κρίμα που τα παιδιά, όλα τα παιδιά που βλέπεις στα σχολεία ή τα βλέπεις να τρέχουν στους δρόμους, πρέπει να ψηλώσουν και ν’ ασχημύνουν και να γεμίσουν ρυτίδες, και τα μαλλιά τους ν’ ασπρίσουν ή να πέσουν και τελικά, σκελετωμένα και άρρωστα, να πεθάνουν και να τα θάψουν”.

ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΩ ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥΣ, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι θ’ ακολουθήσουν κι αυτά τη δική μου πορεία. Κι όμως την ακολουθούν! Ακόμα θυμάμαι το ποίημα του Γουόρντσγουορθ: “Όταν έξαφνα είδα ένα πλήθος, μια στρατιά χρυσών ασφόδελων· Πλάι στη λίμνη, κάτω απ’ τα δέντρα, παιχνίδιζαν και χόρευαν στο αεράκι”. Έτσι βλέπω τα παιδιά· όσο ανελέητα κι αν φέρονται καμιά φορά, όσο μοχθηρά κι αν μπορούν να γίνουν -και το ξέρω-, το πρόσωπο και τα μάτια τους δε δείχνουν τη μοχθηρία, η κούραση δεν τα ’χει ακόμα λυγίσει. Λαχταρούν τόσο πολύ το κάθε τι!

ΝΑ ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ απ’ τους ενήλικες: η λαχτάρα που εννιά φορές στις δέκα χάθηκε, η χαμένη ζωντάνια, ο πλούτος της επιθυμίας και της ζωής που χαραμίστηκε. Σαν κάποιος να σκόρπισε μια ανθοδέσμη έξω απ’ τις πόρτες του σχολείου. Πώς νιώθεις, Γουίλι; Πώς νιώθεις που είσαι νέος για πάντα; Που είσαι σαν ασημένιο κέρμα, σαν κέρμα που μόλις βγήκε αστραφτερό απ’ το νομισματοκοπείο; Είσαι ευτυχισμένος; Είσαι τόσο καλά όσο δείχνει το πρόσωπό σου;».


Απόσπασμα από το διήγημα του Ρέι Μπράντμπερι, «Χαίρε και αντίο» («Hail and farewell») που περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα χρυσά μήλα του ήλιου (The golden apples of the sun, 1953). Μετάφραση Γιάννης Παλαβός.

Ο Ρέι Μπράντμπερι (22 Αυγούστου 1920-5 Ιουνίου 2012) ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς πεζογράφους του 20ού αιώνα. Ο Μπράντμπερι έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Γνωστότερα έργα του είναι το μυθιστόρημα Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451, 1953) και οι συλλογές διηγημάτων Τα χρονικά του Άρη (The Martian chronicles, 1950) και Ο εικονογραφημένος άνθρωπος (The illustrated man, 1951).
 
εμφάνιση σχολίων