0
1
σχόλια
1637
λέξεις
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Σαν σήμερα έφυγε ο Χρόνης Μίσσιος

DOCTV.GR
20 Νοεμβρίου 2017
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: Η ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ, ΕΝΑΣ ΟΜΟΡΦΟΣ ΖΕΣΤΟΣ ΗΛΙΟΣ, εγώ όμως είμαι απελπισμένος. Θέλω να φουντάρω κάτω από κανένα αυτοκίνητο να τελειώνω. Η γραμμή να μην αυτοκτονούμε δεν μπορεί να είναι πάντα σωστή και για όλες τις περιπτώσεις. Ποιος ξέρει τι φάτσα θα είχα, ξαφνικά οι μπάτσοι με πιάνουν αγκαζέ, αυτοί σίγουρα συμφωνούν με τη γραμμή του κόμματος. Τέλος, φτάνουμε στο γιατρό, μπαίνουμε μέσα, μας περίμενε. Θα του είχαν τηλεφωνήσει, φαίνεται.

ΚΑΘΙΣΕ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΜΟΥ ΛΕΕΙ, ΚΑΙ ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ στους χωροφύλακες, παρακαλώ, βγάλτε του τις χειροπέδες και περάστε έξω. Αστειεύεστε, γιατρέ; απαντάνε οι μπάτσοι. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Μα είναι πολιτικός και επικίνδυνος. Αυτό αφορά εσάς, για μένα είναι απλώς ένας άρρωστος. Καθίστε έξω από την πόρτα και από το παράθυρο, αν θέλετε, εγώ πάντως άρρωστο με χειροπέδες και με την παρουσία σας δεν εξετάζω. Μου βγάλαν τις χειροπέδες και βγήκαν έξω. Είμαι λιώμα από τη συγκίνηση. Επιτέλους, άνθρωπος...

ΛΟΙΠΟΝ, ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ, ΝΕΑΡΕ; ΚΑΠΝΙΖΕΙΣ; Μου δίνει τσιγάρο, με κοιτάει με καλοσύνη, παραδόθηκα... Λέω, γιατρέ, δεν ξέρω, θα σας πω τι μου έχουν κάνει, τι νιώθω, τι μου συμβαίνει, και σεις θα μου πείτε τι έχω. Βάζω κάτω το κεφάλι κι αρχίζω. Λέω, λέω, όταν τέλειωσα πια, σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω το γιατρό. Τα μάτια του γυαλίζουν από τα κρατημένα δάκρυα... Λοιπόν, γιατρέ; Ντρέπομαι, παιδί μου, ντρέπομαι που λέγομαι γιατρός και άνθρωπος...

ΤΕΛΟΣ, ΑΜΑ ΣΥΝΗΡΘΑΜΕ, ΜΟΥ ΛΕΕΙ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, μη φοβάσαι -τι είναι, γιατρέ, τρελάθηκα, τι λέτε; Έχεις βέβαια κάποιες ζημιές, αλλά εσύ δεν πρόκειται να τρελαθείς ποτέ, παιδί μου, μη φοβάσαι, αφού δεν τρελάθηκες ως τώρα. Μη φοβάσαι, δεν πρόκειται να πάθεις τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να σε βοηθήσω, είναι να σου δώσω ένα χαρτί που να μην τολμήσει κανένας από δω και πέρα να σε πειράξει, κατάλαβες; Ναι. Πάντως μη φοβάσαι, και καλά κάνεις που ξεφεύγεις και ονειρεύεσαι. Γιατρέ, είναι καλό το χαρτί; Το καλύτερο που μπορεί να γίνει, και θα σου δώσω και φάρμακα.

ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΧΑΡΤΙ, ΤΟ ΕΒΑΛΕ ΣΤΟ ΦΑΚΕΛΟ, ΕΤΟΙΜΑΣΕ και τα φάρμακα, μου έχωσε και δυο πακέτα τσιγάρα στις τσέπες, φώναξε τους μπάτσους, τους παρέδωσε το φάκελο και τα φάρμακα, μου δίνει και μένα μια μεγάλη μπουκάλα μ' ένα πράσινο υγρό που πρέπει να πίνω τρεις κουταλιές την ημέρα... Φεύγουμε με τα πόδια πάλι για τη φυλακή. Τώρα είναι αλλιώς, δεν είμαι απελπισμένος,, βλέπω τον κόσμο αλλιώς. Χαίρομαι το ζεστό ήλιο, την κίνηση γύρω μου, παρατηρώ τις γυναίκες. Δεν ξέρω αν είμαι πολύ ή λίγο χαρούμενος, αλλά θέλω να ζήσω και είμαι έτοιμος να παλέψω πάλι. Δεν είμαι τρελός, δεν τα 'χασα όλα, αντίθετα, όλα κάποτε θα περάσουν.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΣΩ, ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΛΕΨΩ, πρέπει ν' αντισταθώ, μου το 'πε κι ο γιατρός: να μάχεσαι, να μην παραδίνεσαι, ν' αντιδράς, αυτό σε έσωσε. Γιατί όταν αντιστέκεσαι, όταν παλεύεις, γεννάς δυνάμεις μέσα σου, αυτές δε σ' άφησαν να χαθείς, γιατί όταν παλεύεις, οργανώνεσαι, έχεις σκοπό, έχεις στόχο... Τέλος, πολλά καλά μου είπε, εγώ εκείνο που κράτησα ήταν ότι πρέπει να ζήσω, και για να ζήσω πρέπει να παλέψω, και ότι το να παλεύω, να μην παραδίνομαι, μου κάνει καλό.



ΠΟΙΑ ΖΩΗ, ΡΕ ΚΑΡΝΤΑΣΙΑ;: Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΑΙ, ΑΠΑΞ, ΠΟΥ ΛΕΝΕ, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ.

ΚΑΙ ΜΕΙΣ ΤΙ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΜΕ ΡΕ, ΑΝΤΙ ΝΑ ΤΗ ΖΗΣΟΥΜΕ; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...

ΕΤΣΙ, Μ' ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΚΩΛΟΕΦΕΥΡΕΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΛΕΝΕ ΡΟΛΟΪ, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή.

ΧΩΡΙΣΑΜΕ ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΕ ΠΤΩΜΑΤΑ ΣΤΙΓΜΩΝ, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

ΚΑΝΑΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...

ΟΛΑ, ΟΛΑ ΤΑ ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ που δε θα 'ρθει ποτέ...

ΑΦΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ, ΔΥΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΑΜΕ πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και εμείς οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ Η ΜΕΡΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ ΕΝΑΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ, ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια… 



ΜΙΣΣΙΟΣ: ΟΙΣΤΡΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ξεκινάει από το σώμα του. Ίσον, άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαραγάγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.

ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ, Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΕ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΑΠΛΩΣ σ’ ένα νέο σύστημα παραγωγής αγαθών ή σ’ ένα νέο σύστημα εξουσίας καλύτερο από το προηγούμενο, αλλά στην ευτυχία του ανθρώπου. Και η ευτυχία του ανθρώπου δε μπορεί να νοηθεί διαφορετικά, παρά μονάχα μες από την ελευθερία του σώματός του, μες από την ελευθερία της συμπεριφοράς του.

ΤΟ ’ΡΙΞΑ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΜΠΕΛΟΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, αλλά θέλω να σου πω πως το πρόβλημα της ευτυχίας του ανθρώπου μπορεί ν’ αρχίζει με ένα πιάτο φαΐ, αλλά ποτέ δεν τελειώνει εκεί. Και ένα και δύο και πολλά πιάτα φαγητό απέδειξε ότι μπορεί να προσφέρει ο καπιταλισμός.

ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΤΟ ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, για την εποχή μας τουλάχιστον, σχετικά με την ευτυχία του ανθρώπου είναι το πρόβλημα της ελευθερίας του, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, χωρίς εξαρτήσεις, όρους ή περιορισμούς. Η απελευθέρωσή του από κάθε μορφή εξουσίας, ιεραρχίας και αυθεντίας.

ΤΕΛΙΚΑ, ΠΙΣΤΕΥΩ ΠΩΣ ΤΟ ΟΡΑΜΑ μιας μελλοντικής κοινωνίας που επαγγέλλεται την ευτυχία του ανθρώπου θα πρέπει να είναι μια κοινωνία, όπου η κοινωνική πρακτική και δραστηριότητα θα ισούται, θα εκφράζεται με το παιχνίδι. Μιας κοινωνίας που θα κάνει οίστρο της ζωής το φόβο του θανάτου…

ΘΥΜΑΣΑΙ ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΜΙΛΑΓΕ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ για την κομμουνιστική κοινωνία; Μας έλεγε πως τότε η δουλειά θα είναι παιχνίδι, θα είναι χαρά, θα είναι σπορ.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕ ΘΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ από ανάγκη για να ζήσουν, αλλά από την ανάγκη της χαράς, της δημιουργίας. Ο καθένας στο παιχνίδι του, στο άθλημά του…

ΤΕΛΟΣ, ΤΟ ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΣΗΜΕΡΑ τα πράγματα, μην το συζητάς, μόνο γι’ αυτά δεν κουβεντιάζουμε πια. Χέσ’ τα, θα στα πω άλλη φορά αυτά με λεπτομέρειες. 



ΜΙΣΣΙΟΣ: ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΑΝΘΡΩΠΟΣ: ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ. Καταρχήν στην Ελλάδα δεν έχουμε το στοιχειώδες. Δεν έχουμε έναν στοιχειώδη πολιτικό πολιτισμό, γιατί αυτά τα καθίκια δε μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους.

Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ, Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΒΟΥΛΙΑΖΕΙ, και πολεμάν σαν κατίνες ο ένας τον άλλον, εσύ έκανες εκείνο στο αυτό κι εσύ έκανες το άλλο. Δεν έχουν την παλικαριά, την εντιμότητα να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να αφήσουν τις κατινιές στην άκρη και να κουβεντιάσουν. Είναι τυχαίο; Μα ένας δεν αυτοκτόνησε απ’ αυτούς εδώ τριανταπέντε χρόνια; Ένας δε ζήτησε συγγνώμη, ένας δεν παραιτήθηκε;

ΟΤΑΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ, είπα να γίνω κι εγώ μέλος αυτής της κοινωνίας. Να αντιληφθώ τι γίνεται και τι είναι αυτό που θέλω να ανατρέψω.

ΟΤΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΑ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μη με αλλάξει αυτό.


ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΝΕΤΑΙ ΜΙΑ ΦΟΡΑ. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε «άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα». Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο. 


Ο Χρόνης Μίσσιος (1930-20 Νοεμβρίου 2012) γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε το θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).

 
εμφάνιση σχολίων