0
1
σχόλια
979
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Η μόνη επαναστατική πράξη που μας εχει απομείνει είναι να πιστεύουμε στην μαγεία

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
27 Αυγούστου 2013
«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΩΤΑΚΙΑ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ», τον ρώτησα και η ερώτηση τον πέτυχε την ώρα που ο Φίλιπ Γκλάς μεταμόρφωνε την εικόνα του δρόμου σε ένα δίαυλο που σε πήγαινε απευθείας στο φεγγάρι. «Είναι μικρά αστέρια», μου είπε εκείνος και γέλασε, «μικρά αστέρια που κοκκινίσανε γιατί εδώ και ώρα τα φλερτάρουν οι ευχές μου…». Του χάιδεψα το γόνατο χωρίς να γυρίσω το κεφάλι προς το μέρος του. Μ’άρεσε η εκδοχή του δεν ήθελα να την αποκλείσω, όπως δεν θέλει κανείς να αποκλείσει το φανταστικό από την πραγματικότητα. Έτσι κι αλλιώς ήτανε μια νύχτα, όπου όλα έσμιγαν λες και συνηγορούσαν πως δεν υπάρχει πια καμία άλλη σοβαρή επαναστατική πράξη από την αναζήτηση της μαγείας.

ΔΕΝ ΕΙΧΑΜΕ ΞΑΝΑΠΑΡΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΚΙ ΑΣ ΗΤΑΝΕ ΜΟΝΟ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ. Εκείνος δεν ήξερε, είπε, πως το βράδυ αυτή η διαδρομή μοιάζει με σινεμά, δεξιά η θάλασσα, αριστερά εκτάσεις ερημικές γεμάτες κίτρινα στάχυα και στο μέσο μια σκοτεινή λεωφόρος που έμοιαζε να σε πηγαίνει εκεί όπου ενώνονται η γη και ο ουρανός ώστε να μπορέσουνε τα αστέρια να κάνουνε μικρές βουτιές στο νερό.

«ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΜΕ ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΥΜΜΟΡΙΑ», ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΩΡΑ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΕΝΩ ΕΙΧΑΝΕ ΔΙΑΣΧΙΣΕΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΔΥΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΑΣ. Δεν ήξερα για ποιά ακριβώς συμμορία μου μιλούσε αλλά δεν είχε ιδιαίτερη σημασία να ζητήσω διευκρινίσεις γιατί κατάλαβα πως μιλούσε για την ανάγκη που είχε να ψάχνει συμμάχους, οι οποίοι να διψάνε για τέτοιες διαδρομές με κίτρινα στάχυα και μια απέραντη θάλασσα γεμάτη από υγρά αστέρια.

«ΉΜΟΥΝΑ ΜΟΝΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΩΝ», ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΛΕΣ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΕΠΙΒΙΒΑΣΤΕΙ ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΠΟΥ ΔΙΑΣΧΙΖΑΝ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ. «Είχα μόλις βγάλει από πάνω μου δύο στολές», είπε, «εκείνη με το γκρίζο παντελόνι και το λευκό πουκάμισο και ύστερα την άλλη με τις χακί παραλλαγές. Είχα ανάγκη να πιστέψω σε μια συμμορία που να τσαλακώνει τις καλοσιδερωμένες κόγχες του γκρίζου παντελονιού και να εντοπίζει όλες τις τρύπες που έχουν οι παραλλαγές της μυωπικής πραγματικότητας που ήθελε σώνει και καλά να μας διαχωρίσει τον ουρανό από την γη». 
 
Και κάπως έτσι, μ’αυτή την ανάγκη να γίνεται ζητούμενο, άρχισε να μιλάει με ατάκες του σινεμά και ύστερα αγόρασε, είπε, μια ντουντούκα, και μέσα από αυτήν καλημέριζε τους συγκάτοικους του, πεπεισμένος πως η φωνή του θα έφτανε πέρα από τους τοίχους του σπιτιού του, θα έφτανε δηλαδή μέχρι την θάλασσα και κείνα τα αστέρια που τα βράδια κάνουνε κατακόρυφες βουτιές σε βυθούς. Τα πρωινά γυρνούσε με το μηχανάκι του σε παράδρομους και τα βράδια καθόταν στις ταράτσες των υπαίθριων σινεμάδων για να θυμίζει στον εαυτό του πως η μαγεία δεν είναι κάτι ξέχωρο από τις ιστορίες των ανθρώπων, αρκεί να κάνεις ζουμ, μόνο ένα ζουμ χρειάζεται και λίγη παύση, λίγη σιωπή, λίγο το βλέμμα να γίνει πιο έντονο, λίγο τα χέρια να αγγίξουνε το ένα το άλλο, λίγο το δάκρυ να πέσει έξω από το παράθυρο και να προσγειωθεί πάνω στο πρώτο τριαντάφυλλο της αυλής που άνθισε, λίγο το γέλιο να δροσίσει το πηγούνι… Αυτό. Τίποτα άλλο.

«ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΟΤΙ ΑΓΟΡΑΣΑ ΜΙΑ ΝΤΟΥΝΤΟΥΚΑ», ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΓΕΛΑΣΕ, ΓΕΛΑΣΑ ΚΙ ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥ.  Ο Φίλιπ Γκλάς εξακολουθούσε να αφαιρεί από την διαδρομή μας το χώρο και το χρόνο και γω κοιτούσα το σκοτάδι και ένιωθα πια τόσο ήρεμη που είχα κερδίσει την επίγνωση πως μόνο ο τρωτός μας εαυτός αποδεικνύεται ατρόμητος στα σκοτάδια. «Κάποτε προσπαθούσα να σβήσω το φανάρι για να μάθω να περπατώ με το φως της νύχτας» του είπα, εκείνος είχε ήδη γείρει το κεφάλι του προς τα πίσω και είχε βάλει τα πόδια στο ταμπλό του αμαξιού λες και ξάπλωνε σε μια μετακινούμενη αιώρα. «Φοβόμουνα» συνέχισα «φοβόμουνα τα σκοτάδια αλλά έβαζα πείσμα να αναμετρηθώ μαζί τους και παρότι άκουγα τους κτύπους της καρδιάς μου να βαράνε σαν ταμπούρλα έβγαινα τα βράδια στο δάσος και δοκίμαζα να μετατρέψω το φόβο σε ρυθμό, μπας και καταφέρω να τον χορέψω». 
 
Πώς διάολο τα καταφέραμε να αφήσουμε τα χρόνια και το χρόνο να μας υπαγορεύσει πως η μαγεία ανήκει μόνο στην παιδική μας χώρα και πως όσο μεγαλώνεις πάει και κλείνεται σε μερικές μόνο στιγμές, οι οποίες είναι δυσεύρετες, σαν κάτι σπάνιο, σαν κάτι έξω από εκείνο που εντοπίζει το βλέμμα μέσα στην καθημερινότητα, σαν κάτι ξέχωρο από κείνο που γεύεται το στόμα μέσα στο σάλιο του αλλουνού. «Ποιός διάολος μας υπαγόρευσε κάτι τέτοιο και σύ άφησες την ντουντούκα σου μέσα σε ένα ντουλάπι κλεισμένη και γω άφησα το φανάρι μου ανοιχτό μήπως και τρομάξω από τους κτύπους της καρδιάς μου», τον ρώτησα. Εκείνος δεν μίλησε. Δεν είχε καμία αξία πια να δώσει μέσα από λέξεις μια απάντηση, αφού η απάντηση ήτανε ήδη εκεί, μπροστά μας, καθώς οδηγούσαμε μέσα σε ένα δρόμο που έμοιαζε με δίαυλο, καθώς έσμιγε το νερό με το χώμα και η μυρωδιά της θάλασσας ράντιζε με αλάτι την νύχτα και της χάριζε ξανά την γεύση που την είχαμε για χρόνια χαμένη.

«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΠΙΑ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ», ΤΟΥ ΕΙΠΑ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΕΓΝΕΨΕ ΠΩΣ ΣΥΜΦΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΝΕΨΙΜΟ ΤΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕ ΚΙ ΑΛΛΑ. Σήμαινε πως δεν τις χρειάζεται πια τις συμμορίες, ούτε και τους συμμάχους, το μόνο που χρειάζεται είναι ένα αστέρι το οποίο να κοκκινίζει όταν μια ευχή το φλερτάρει. «Δεν θέλω πια να πάω πουθενά» μου είπε λίγο μετά. Και τότε γύρισα το κεφάλι μου προς τα πάνω και ξαφνικά είδα να πέφτουν από το αεροπλάνο σαν μικροί αλεξιπτωτιστές όλες εκείνες οι ευχές μας που χρόνια τώρα κρατούσανε μια κάρτα επιβίβασης και ψάχνανε προορισμό. «Εσύ είσαι το ταξίδι μου» του είπα. Και αμέσως μετά του ψιθύρισα πως η μόνη επαναστατική πράξη που μας έχει απομείνει είναι να πιστεύουμε στην μαγεία. Αυτό. Τίποτε άλλο.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος. Ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Κυκλοφορεί το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη, το οποίο περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV. Στο νέο της site θα βρείτε συνεντεύξεις, άρθρα και ημερολόγια.

εμφάνιση σχολίων