0
1
σχόλια
596
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Τίποτα δε μπορεί να μας βρει και να μην το λύσουμε, έλεγες». Η Μία αποχαιρετά μια καλή μας φίλη

ΜΙΑ ΚΟΛΛΙΑ
30 Απριλίου 2013
«ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΤΣΟΛΙΑ ΜΟΥ», έλεγες με βροντερή φωνή στο πέρασμά μας πάνω σε μια Harley, κατεβαίνοντας προς το Σύνταγμα. Χόρευες όπου και αν ήμαστε, αν σου άρεσε το τραγούδι, μισοκλείνοντας τα μάτια αισθαντικά στο ρυθμό. Μέρα ή νύχτα, με κόσμο μπροστά ή χωρίς. Έτρεχες κατά πάνω μου στον πεζόδρομο όταν είχαμε καιρό να ανταμώσουμε και με κρατούσες σφιχτά αγκαλιά φωνάζοντας από χαρά, με τους ανθρώπους γύρω να απορούν. Και για όλα αυτά, εγώ λίγο ντρεπόμουν, λίγο αμήχανα αισθανόμουν, αλλά έλεγα «έτσι είναι αυτή, θυελλώδης και παρορμητική».

ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΡΜΗΤΙΚΗ, ευαίσθητη και γλυκιά, τσαμπουκάς και ισχυρογνώμων. Όταν επέλεγες στρατόπεδο, δεν υπήρχε δεύτερη κουβέντα. Ποτέ μα ποτέ, δεν αμφισβήτησες μια λέξη μου, δεν έκανες δευτερολογία στις δικές μου εξιστορήσεις. Είτε κουβέντες ζωηρές και ευχάριστες, με γέλια μέχρι δακρύων ενίοτε, είτε φορτισμένες και δυσάρεστες, με κλάματα στο τέλος, θα τις παρακολουθούσες ευλαβικά. Σαν φίλος-βράχος, φίλος δίχως αμφισβήτηση, φίλος παντού και πάντα, φίλος καρδιάς και ψυχής, φίλος αξιών και ευτράπελων. Και πάντα, μετά τις εξιστορήσεις των δεκάδων προβλημάτων, θα ερχόταν η λύση «σώπα, μην κάνεις έτσι, τι μας βρήκε και δεν το λύσαμε;».

ΝΑ ΤΙ ΜΑΣ ΒΡΗΚΕ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΛΥΣΑΜΕ. Ένα ταξίδι ακόμη, από τα πολλά που έκανες -για λίγο πάντα, αλλά για πολύ έλειπες. «Μα, πάλι δε θα επιστρέψεις από τη Νέα Υόρκη; Για δυο εβδομάδες είπες» και οι δύο εβδομάδες γίνονταν τέσσερις μήνες. Για να φθάσουμε στην αιωνιότητα, για την οποία δεν ειδοποίησες. Να τι μας βρήκε και δεν το λύσαμε.

ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΣΕΝΑ. Και το θάνατο πάνω απ’ όλα. Και τη ζωή. Φοβόμουν το αεροπλάνο, το σεισμό, την εγκατάλειψη (αυτή τη φοβόσουν κι εσύ, κι ας μην το ομολογούσες). Φοβόμουν να ζήσω παραπάνω, παραπέρα, πιο ψηλά. Φοβήθηκα μη μου φύγεις, αλλά αυτό κατάφερα να μη σ’ το δείξω. Να και κάτι για το οποίο δεν αναγκάστηκες να με παρηγορήσεις. Τι ειρωνεία. Και αυτό ακόμη δική σου δουλειά ήταν για κάποιους.

ΤΗ ΖΩΗ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ, ΣΚΟΤΕΙΝΟ, ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΑΝΕΓΚΛΗΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ. Τυχεροί οι φιλοσοφημένοι που βλέπουν κάτι στο βάθος αυτού του τούνελ. Άτυχοι όμως και όσοι δε βλέπουν το φως της πεδιάδας του φωτεινού σύμπαντος. Άτυχοι και κουτοί, εμείς που αφήνουμε τις μέρες να περνούν, βασανιστικά και επαναληπτικά, με ματαιότητες να μας ζαλίζουν, να μας ξεστρατίζουν από τη δυνατή και ακαταμάχητη φωτεινή γραμμή που διαγράφει ο ήλιος επιθετικά στην ήσυχη θάλασσα. Η ευθεία αυτή που τη βλέπουμε όλοι, κάθε καλοκαίρι  και όχι μόνο, στιβαρή και σταθερή, χωρίς παρεκκλίσεις και τεθλασμένες, φέρει μόνο αχνές σκιές μαζί της. Μέσα τους, μάς επιτρέπει αυτό το εκτυφλωτικό φως να παίξουμε. Να ελιχθούμε, να στραβοπατήσουμε, να κάνουμε λάθη και να ξεστρατίσουμε, να επανέλθουμε και να ισορροπήσουμε. Μέσα σε αυτήν την αύρα του φωτός κινούμαστε όσο αναπνέουμε. Αυτός είναι ο χώρος που αναπτυσσόμαστε, αυτός είναι ο χώρος που μας δωρίζεται. Για να επανέλθουμε στην κατακίτρινη ευθεία που μας κρατάει ζωντανούς.

ΚΑΙ ΑΜΑ ΞΕΦΥΓΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΝΗ ΑΥΤΗ, την καυτερή, ελπιδοφόρα όσο και αδυσώπητη συνάμα, πνίγεσαι. Δεν καίγεσαι. Πνίγεσαι μονάχα. Στη ζωή λέμε τώρα.

ΚΑΙ ΕΣΥ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΟΥ ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΩ, ΒΟΥΤΟΥΣΕΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΝΗ «ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ». Χωρίς αναστολές, χωρίς -και πάλι- δεύτερη σκέψη. Βούτηξες για πάντα δίπλα σε αυτό το φως, έτσι το ήθελες, δεν το κατανόησα, δεν το εξήγησες, αλλά τώρα το ξέρω. Θέλεις να συνεχίσεις τα παιχνίδια, με τους δικούς σου όρους αυτήν τη φορά. Χωρίς εμάς, με εμάς, με δάκρυα και γέλια. Για να φωτίζεις τις ζωές μας, μπας και το πάρουμε χαμπάρι ότι «τίποτα δε μπορεί να μας βρει και να μην το λύσουμε».
 
εμφάνιση σχολίων