0
1
σχόλια
974
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Η Σώτη Τριανταφύλλου θυμάται πώς γνώρισε τον γνωστό καλλιτέχνη και ακτιβιστή, με αφορμή την έκθεσή του που γίνεται αυτές τις μέρες στη Νέα Υόρκη

DOC TV
26 Απριλίου 2013
Την Κυριακή που γνώρισα τον Κιθ Χέρινγκ -τον Αύγουστο του 1982- είχα κατέβει ν’ αγοράσω σπιντ για τον Λου στα πρότζεκτς, στη γωνία 5ης και D. Ο Λου δεν πλησίαζε στο Άλφαμπετ Σίτυ: χρωστούσε τετρακόσια δολάρια στα βαποράκια∙ μπορεί να χρωστούσε περισσότερα και να μου ’λεγε ψέματα. Έστελνε εμένα για σόπινγκ. Είχα αθώο ύφος, τα κατάφερνα στα παζάρια κι έμοιαζα σαν να ’χα γεννηθεί και μεγαλώσει στα πρότζεκτς. Πήγαινα γκρινιάζοντας: ήθελα να σπάσω το κεφάλι του Λου, αλλά πήγαινα.

Πήρα το σταφ από ένα χοντρό μαύρο παιδί με γυαλιά που με αποκαλούσε man -ύστερα προχώρησα έως το ποτάμι και στάθηκα εκεί πέρα και κοιτούσα απέναντι, τον ήλιο που έδυε και το τίποτα. Σκεφτόμουν πως αν ο Λου έκανε λίγο κράτει με το σπιντ, θα μπορούσαμε να πάμε σ’ ένα σωρό συναυλίες στις προκυμαίες και στην παραλία Τζόουνς, ακόμα και στο Λονγκ Άιλαντ. Αλλά ο Λου δεν έκανε κράτει, και το μόνο που είχαμε καταφέρει όλο το καλοκαίρι ήταν να δούμε τον Τζάκσον Μπράουν, τον Τζέιμς Τέιλορ και τον Μπρους Σπρίνγκστιν, όλους μαζί στο Πάρκο -ήταν τζάμπα, γι’ αυτό. Τίποτ’ άλλο δεν είχαμε καταφέρει.

Κάθισα στο παγκάκι μπροστά στον Χάντσον και τότε είδα τον Κιθ Χέρινγκ -δηλαδή τον άκουσα, δεν τον είδα: «Μηηηη», φώναξε, «είναι φρέσκια η μπογιά». Τοο late, το μπλουτζίν μου είχε γίνει πορτοκαλί. Ήμουν θυμωμένη και σκεφτόμουν πως είμαι loser και πως όλα μου έρχονται ανάποδα -και να που τώρα καταστράφηκε το αγαπημένο μου μπλουτζίν. Ξαφνικά ήθελα να κλαψουρίσω. «Sorry», είπε και τότε τον είδα: ήταν ένα άλλο παιδί με γυαλιά, όχι μαύρο, όχι χοντρό -ένα παιδί με αστεία φάτσα και κεφάλι σαν αχλάδι. «Πάμε στο πλυντήριο εδώ στην 5η -εγώ φταίω, ζωγραφίζω ό,τι βρίσκω μπροστά μου», απολογήθηκε. «Θα το πληρώσω, no worries».

Ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου∙ φορούσε Τ-shirt με το λογότυπο μιας σχολής στην Πενσυλβάνια κι αθλητικά παπούτσια ζωγραφισμένα με ανθρωπάκια σαν εκείνα που είχε ζωγραφίσει στο παγκάκι: ανθρωπάκια σε έντονα χρώματα, πορτοκαλιά κυρίως, που χοροπηδούσαν ακτινοβολώντας. Είχε τελειώσει με τα παγκάκια και συνέχιζε στους σκουπιδοτενεκέδες. Τα είχα ξαναδεί αυτά τα ανθρωπάκια -στον υπόγειο και γύρω από το Άλφαμπετ Σίτι, στο πάρκο Τόμκινς και στα πεζοδρόμια της πλατείας Σαιντ Μαρκς.

Πήγαμε στο πλυντήριο κι έβγαλα το τζιν και καθόμουν μισόγυμνη μ’ ένα πλαστικό καλάθι για τα ρούχα στα γόνατά μου. Ο Κιθ σωριάστηκε δίπλα μου -είχε έναν τρόπο να σωριάζεται- και φλυαρούσαμε: είχαμε έρθει κι οι δυο μας στη Νέα Υόρκη από τα βάθη της επαρχίας∙ κι οι δυο μας είχαμε περάσει τουλάχιστον δέκα χρόνια ακούγοντας Grateful Dead. Και τώρα μέναμε στο ίδιο τετράγωνο, σε μια γειτονιά που έμοιαζε με τα βομβαρδισμένα προάστια της Βηρυτού. Ο Κιθ ήταν καλλιτέχνης του δρόμου∙ διασημότητα στην πόλη∙ όμως εγώ δεν τον ήξερα. Ήξερα διάφορους γκραφιτάδες από το Μπρονξ, φίλους του Λου, που ζωγράφιζαν με μαρκαδόρους τα βαγόνια του υπόγειου και taggers που έγραφαν τα ονόματά τους στους τοίχους. Αλλά δεν ήξερα κανέναν που να είχε διακριθεί στον κλάδο.

«Λένε πως ο καρκίνος των ομοφυλοφίλων κινδυνεύει να εξαπλωθεί σαν επιδημία», είπε ο Κιθ. «Λες ν’ αρρωστήσω; Και να ψοφήσω;». (Είπε: «Να ψοφήσω»). «Μα, όχι», διαμαρτυρήθηκα. «Πώς σου ήρθε;». «Αυτή η αρρώστια προσβάλλει γκέι αγόρια», είπε. «Ναι, το άκουσα στην τηλεόραση. Ίσως είναι υπερβολές», είπα. «Λες να κολλάει όπως η γρίπη;». «Δε νομίζω», είπα. Είχα δει την εκπομπή στο NBC, αλλά δεν ήξερα τίποτα περισσότερο. Ο Κιθ πήρε μια Κόκα Κόλα απ’ τον κερματοδέκτη κι όταν ζήτησα κι εγώ μια γουλιά, είπε: «Κι αν κολλάει όπως η γρίπη;». Φούσκωσα τα μάγουλά μου όπως συνηθίζω να φουσκώνω τα μάγουλά μου. «Σιγά», είπα και ήπια σχεδόν τη μισή Κόκα Κόλα.

«Έχω αρχίσει μια εκστρατεία εναντίον του κρακ», είπε ο Κιθ. «Την ονομάζω Crack is Whack. Πώς σου φαίνεται;». Και τότε θυμήθηκα ότι στο τζιν που εκείνη τη στιγμή στέγνωνε στο μηχάνημα βρισκόταν το σπιντ του Λου. Ήμουν απαρηγόρητη, κι η Κυριακή τέλειωσε με αναφιλητά. Ο Κιθ προσπαθούσε να βρει λύση: «Μα, πάμε πάλι στα πρότζεκτς», πρότεινε. «Να βρούμε τον πώς-τον-λένε απ’ το Μπρονξ… θα τα πληρώσω εγώ, έχω λεφτά…». Δεν πήγαμε, ήμουν τόσο θυμωμένη με τον εαυτό μου, που ένιωθα ότι είχα χάσει για πάντα το αθώο ύφος και το ταλέντο για τα παζάρια. Όταν αργότερα συνάντησα τον Λου, ήταν ήδη πολύ φτιαγμένος για να με βρίσει. «Μου χρωστάς εκατόν πενήντα δολάρια», είπε. Φαινόταν high as a kite.

Ξαναείδα τον Κιθ τυχαία εκείνο το καλοκαίρι κι αργότερα όλα τα καλοκαίρια μέχρι το 1988: μια φορά στο δρόμο, στο Βίλατζ, μια-δυο φορές στον υπόγειο, στη στάση της οδού Λαφαγιέτ, και σε μια έκθεση στο Σόχο όπου τα ανθρωπάκια του ήταν πράσινα. Ένα βράδυ με έβαλε στο κλαμπ Παραντάιζ Γκαράζ που είχε σκληρό φέις κοντρόλ αλλά, παρότι ένιωθα ευγνωμοσύνη, βαρέθηκα: όλοι οι άνδρες ήταν γκέι, έπιναν fruit punch χωρίς αλκοόλ και η μουσική -Peech Boys και Karen Young- μου φαινόταν ελαφρολαϊκή. Ύστερα, δεν τον είδα για πολύ καιρό -κι όταν τον ξανασυνάντησα, μολονότι στο μεταξύ είχε γίνει πολύ πλούσιος και παγκοσμίως διάσημος, νομίζω πως φορούσε το Τ-shirt με το λογότυπο με τη σχολή της Πενσυλβάνια ή κάποιο που του έμοιαζε. Ζωγράφιζε, είπε, δίσκους βινυλίου και τοιχογραφίες hardcore στα δημόσια ουρητήρια.

Ύστερα, τον έχασα πάλι για λίγο καιρό κι όταν τον ξαναείδα ήταν Κυριακή -μια ακόμα Κυριακή στο Άλφαμπετ Σίτι. Μου είπε: «Είμαι άρρωστος». Δεν κατάλαβα, νόμιζα πως είχε κρυώσει, πως είχε γρίπη. «Φταίνε τα κλιματιστικά», είπα. «Εννοώ άρρωστος-άρρωστος», επέμεινε εκείνος. «Θα ψοφήσω. Νo worries, δεν κολλάει από το κουτάκι της Κόκα Κόλα», πρόσθεσε. «Ξέρω πως έχεις αφήσει τα ντραγκς πίσω σου», είπα. «Αλλά μήπως θες να πάμε στα πρότζεκτς να βρούμε σπιντ;». Η τελευταία εικόνα που έχω από τον Κιθ Χέρινγκ είναι στο ζωγραφισμένο παγκάκι στην όχθη του Χάντσον: δε βρήκαμε σπιντ -αγοράσαμε Κόκα Κόλα και την ήπιαμε από το ίδιο κουτάκι.

* Με αφορμή την έκθεση του Κιθ Χέρινγκ “The Political Line” στο Μusee D’ Art Moderne De La Ville De Paris, 19 Aπριλίου-18 Αυγούστου 2013.
 
εμφάνιση σχολίων