0
1
σχόλια
1047
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

O αμερικανός νομπελίστας της Οικονομίας Τζόζεφ Στίγκλιτς ταυτίζει την πολιτική με την οικονομία και προειδοποιεί ότι τα μέτρα ήπιας λιτότητας οδηγούν την Ευρώπη στην καταστροφή

DOC TV
9 Ιανουαρίου 2013
Το έτος 2012 αποδείχθηκε τόσο κακό όσο πίστευα. Η ύφεση στην Ευρώπη ήταν η προβλέψιμη (και προβλεφθείσα) συνέπεια των πολιτικών λιτότητας και ενός πλαισίου για το ευρώ που ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Η αναιμική ανάκαμψη της Αμερικής -με ανάπτυξη μόλις αρκετή για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας για νεοεισερχόμενους στο εργατικό δυναμικό- ήταν η προβλέψιμη (και προβλεφθείσα) συνέπεια του πολιτικού φρακαρίσματος που εμπόδισε την ενεργοποίηση του νομοσχεδίου του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα για την απασχόληση, και έστειλε την οικονομία προς ένα «δημοσιονομικό γκρεμό». Οι δύο κύριες εκπλήξεις ήταν η επιβράδυνση στις αναδυόμενες αγορές -υπήρξε ελαφρώς εντονότερη και πιο εκτεταμένη απ’ όσο προβλεπόταν- και η υιοθέτηση εκ μέρους της Ευρώπης κάποιων αληθινά αξιοσημείωτων μεταρρυθμίσεων -αν και απέχουν ακόμη πολύ από αυτό που χρειάζεται.

Το 2013, οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι βρίσκονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Και αυτό γιατί η Κίνα έχει τα εργαλεία, τους πόρους, τα κίνητρα και τη γνώση για να αποφύγει μια οικονομική ανώμαλη προσγείωση -και αντίθετα από τις δυτικές χώρες, δεν έχει κάποιο σημαντικό εκλογικό σώμα που να είναι προσηλωμένο σε θανάσιμες ιδέες όπως η «επεκτατική λιτότητα». Οι Κινέζοι δικαίως κατανοούν ότι πρέπει να επικεντρώσουν περισσότερο στην ποιότητα της ανάπτυξης -ισορροπώντας την οικονομία τους μακριά από τις εξαγωγές και προς την εγχώρια κατανάλωση- απ’ ό,τι στη μεγάλη παραγωγή. Ακόμη όμως και με την Κίνα να αλλάζει στόχευση και παρά τις αντίξοες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες, μια ανάπτυξη περίπου 7% θα πρέπει να στηρίξει τις τιμές των εμπορευμάτων, ωφελώντας έτσι εξαγωγές από την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Ένας τρίτος γύρος ποσοτικής χαλάρωσης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα μπορούσε να βοηθήσει επίσης τους εξαγωγείς εμπορευμάτων, έστω και αν συμβάλλει λίγο στην προώθηση της εγχώριας ανάπτυξης των ΗΠΑ.

Οι ΗΠΑ, με τον Ομπάμα να έχει επανεκλεγεί, είναι πιθανόν να συνεχίσουν να τα κουτσοκαταφέρνουν, όπως έκαναν τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Υπαινιγμοί ανάκαμψης στην αγορά ακινήτων θα είναι αρκετοί για να αποθαρρύνουν τη λήψη δραματικών πολιτικών μέτρων, όπως μια παραγραφή κεφαλαίου σε «υπόγειες» υποθήκες (στις οποίες τα δάνεια που εκκρεμούν υπερβαίνουν την αγοραία αξία του σπιτιού). Αλλά με τις πραγματικές (αποπληθωρισμένες) τιμές των ακινήτων να εξακολουθούν να βρίσκονται 40% κάτω από το προηγούμενο κορυφαίο σημείο τους, μια ισχυρή ανάκαμψη για τα ακίνητα (και τη στενά συνδεδεμένη με αυτά κατασκευαστική βιομηχανία) μοιάζει απίθανη. Στο μεταξύ, ακόμη και αν οι Ρεπουμπλικανοί αντίπαλοι του Ομπάμα δεν ωθούσαν τη χώρα την 1η Ιανουαρίου στο δημοσιονομικό γκρεμό των αυτόματων αυξήσεων φόρων και περικοπών δαπανών, θα εξασφαλίσουν ότι θα συνεχιστεί η μορφή της ήπιας λιτότητας που έχει υιοθετήσει η Αμερική. Η απασχόληση στο δημόσιο τομέα είναι τώρα κατά σχεδόν 600.000 ανθρώπους κάτω από τα επίπεδα προ της κρίσης, ενώ η φυσιολογική επέκταση θα είχε δημιουργήσει 1,2 εκατομμύριο επιπλέον θέσεις εργασίας, κάτι που υπονοεί ένα έλλειμμα σχεδόν 2 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα.

Ο πραγματικός κίνδυνος όμως βρίσκεται στην Ευρώπη. Η Ισπανία και η Ελλάδα είναι σε ύφεση, χωρίς ορατή ελπίδα για ανάκαμψη. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο της ευρωζώνης δεν είναι λύση, και οι αγορές κρατικού χρέους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι το πολύ ένα προσωρινό παυσίπονο. Αν η ΕΚΤ επιβάλει περαιτέρω συνθήκες λιτότητας (όπως φαίνεται ότι ζητάει από την Ελλάδα και την Ισπανία) σε αντάλλαγμα για χρηματοδότηση, η θεραπεία το μόνο που θα κάνει θα είναι να επιδεινώσει την κατάσταση του ασθενούς. Παρομοίως, η κοινή ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία δε θα είναι αρκετή για να προληφθεί η συνεχιζόμενη έξοδος κεφαλαίων από τις πληγείσες χώρες. Αυτό θα απαιτούσε ένα κατάλληλο κοινό πρόγραμμα κατάθεσης-ασφάλισης, το οποίο οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες έχουν δηλώσει πως δε θα βρεθεί σύντομα στα χαρτιά. Ενώ ευρωπαίοι ηγέτες έχουν επανειλημμένως κάνει ό,τι προηγουμένως έμοιαζε αδιανόητο, οι απαντήσεις τους δεν είναι σε συγχρονισμό με τις αγορές. Υποτιμούν επίμονα τις αρνητικές συνέπειες των προγραμμάτων λιτότητας και υπερτιμούν τα οφέλη των θεσμικών προσαρμογών τους.

Η επίδραση της μακροπρόθεσμης επιχείρησης αναχρηματοδότησης με 1 τρισ. ευρώ, στην οποία προχώρησε η ΕΚΤ, που δάνεισε χρήματα σε εμπορικές τράπεζες για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα (μια αυτοδύναμη επιχείρηση που φάνηκε τόσο παράξενη όσο η χρηματοδότηση κρατών από την ΕΚΤ για να διασώσει τις τράπεζες) ήταν εντυπωσιακά βραχύβια. Οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν αναγνωρίσει ότι η κρίση του χρέους στην περιφέρεια το μόνο που θα κάνει θα είναι να επιδεινώσει την απουσία ανάπτυξης, και μερικές φορές έχουν φτάσει να αναγνωρίζουν πως η λιτότητα δε θα βοηθήσει σε αυτό το μέτωπο -εντούτοις έχουν αποτύχει να παρουσιάσουν ένα αποτελεσματικό πακέτο ανάπτυξης.

Η ύφεση, που οι ευρωπαϊκές Αρχές έχουν επιβάλει στην Ισπανία και την Ελλάδα, ήδη έχει πολιτικές συνέπειες. Στην Ισπανία αυτονομιστικά κινήματα, ιδιαίτερα στην Καταλωνία, έχουν αναβιώσει, ενώ ο νεοναζισμός προελαύνει στην Ελλάδα. Το ευρώ, το οποίο δημιουργήθηκε για τον ομολογημένο λόγο της προώθησης της ολοκλήρωσης μιας δημοκρατικής Ευρώπης, έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Το δίδαγμα είναι ότι πολιτική και οικονομία είναι αδιαχώριστες. Οι αγορές από μόνες τους μπορεί να μην είναι ούτε αποτελεσματικές ούτε σταθερές, αλλά οι πολιτικές τής απορρύθμισης έδωσαν περιθώριο σε άνευ προηγουμένου υπερβολές, οι οποίες οδήγησαν σε φούσκες και την κρίση που ακολούθησε όταν έσκασαν.

Και οι πολιτικές της κρίσης οδήγησαν σε απαντήσεις που απέχουν πολύ από το να είναι οι κατάλληλες. Τράπεζες διασώθηκαν, αλλά τα υποκείμενα προβλήματα έμειναν να πυορροούν -αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, ο στόχος της επίλυσής τους ανατέθηκε στους πολιτικούς που τα είχαν προκαλέσει. Στην Ευρώπη η πολιτική, και όχι η οικονομία, ήταν αυτή που οδήγησε στη δημιουργία του ευρώ -και η πολιτική ήταν αυτή που οδήγησε σε μια θεμελιωδώς ελαττωματική δομή η οποία δημιούργησε άφθονο χώρο για φούσκες, αλλά μικρά περιθώρια για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειές τους.

Για να κάνει κάποιος προβλέψεις για το 2013, πρέπει να προφητεύσει πώς η διχασμένη κυβέρνηση στις ΗΠΑ και μία διχασμένη Ευρώπη θα απαντήσουν στις αντίστοιχες κρίσεις που αντιμετωπίζουν. Οι κρυστάλλινες σφαίρες των οικονομολόγων είναι πάντα θολές, αλλά αυτές των πολιτικών επιστημόνων είναι ακόμη περισσότερο. Τούτου λεχθέντος, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν πιθανόν τη σύγχυση για άλλον ένα χρόνο, χωρίς ούτε να πέσουν στο γκρεμό ούτε να μπουν στο δρόμο για μια εύρωστη ανάκαμψη. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού όμως η πολωμένη πολιτική της ψευτοπαλικαριάς και η πολιτική των άκρων θα είναι πολύ εμφανείς. Το πρόβλημα με την πολιτική των άκρων είναι ότι, μερικές φορές, κάποιος πέφτει πράγματι στο γκρεμό.


Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι νομπελίστας της Οικονομίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Πηγή: Joseph Stiglitz, Τα Νέα

εμφάνιση σχολίων