0
1
σχόλια
1515
λέξεις

Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

ΣΤΕΛΛΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
12 Δεκεμβρίου 2012
Στελλόμυγα, μια μύγα με απωθημένα. Ουφ! Τί πέταγμα κι αυτό! Στο τσακ τη γλύτωσα! Ήταν ωραίο πλάσμα όμως! Τι μεγάλα υπέροχα μάτια, τι κίνηση, τι ταχύτης! Κι αυτά τα δόντια... για μια στιγμή με έκαναν να θέλω να με φάνε. Μόνο και μόνο για να νιώσω εκείνον το μαζοχιστικό πόνο της αρπαγής από τη μοίρα. Νομίζω άκουσα να τη φωνάζουν γάτα. Ένα πλάσμα με δυο πόδια και ψηλό όσο δέκα χιλιάδες μύγες μαζί. Την έδειξε με το δάχτυλο και είπε: «γάτα!».

Γάτα, λοιπόν! Με λαμπερό τρίχωμα, καθαρή, όχι σαν εμένα, και με ταυτότητα ιδιοκτησίας. Αυτά είναι. Έτσι είναι όμορφη η ζωή. Όταν ανήκεις κάπου. Να θες, όμως, να ανήκεις. Εγώ δίνομαι και δε με παίρνει κανείς. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Άτιμη ζωή! Άκουσα ότι κάποτε είχαν βγάλει και τραγούδι γι’ αυτήν τη γάτα. Κάτσε να θυμηθώ πώς πήγαινε... Α, ναι. «Νιάου, νιάου, βρε γατούλα, με τη ροζ μυτούλα, γατούλα μου γλυκιααααά!....», κάπως έτσι. Το έλεγε μια ξανθιά και η μάνα μου μου είπε -καλή της ώρα εκεί που είναι (τσιτσιρισμένη πάνω σε ένα φως)- ότι αυτή λεγόταν άνθρωπος. Ναι, ναι. Με εκείνη έμοιαζε το πανύψηλο δίποδο πλάσμα που είδα σήμερα, αλλά χωρίς ξανθό μακρύ μαλλί και τσαχπινιά στο μάτι. Και χωρίς φτερά. Πφφφ! Άνθρωπος, σου λέει μετά. Ούτε να πετάξει δε μπορεί. Και το κακό μ' αυτόν είναι ότι δεν το καταλαβαίνει.

Όχι, όχι! Γάτα! Θα ήθελα να είμαι γάτα! Τουλάχιστον αυτή έχει αυτογνωσία και φυσικές χάρες. Μια στρουμπουλή σπιτόγατα με άσπρο τρίχωμα και κόκκινο κολάρο ιδιοκτησίας με κουδουνάκι. Με τις κροκέτες μου, τις κονσέρβες που θα αγόραζα ακόμα κι εγώ, τα χάδια και τις αγκαλιές μου από το διαφορετικό. Μ’ αρέσει το διαφορετικό. Όλο μύγες με ακουμπούν. Εγώ θέλω ουρές ή πατουσούλες ή τεράστια φτερά. Να, σαν εκείνα που είδα προχθές.

Τι πτηνό κι αυτό! Τι όγκος! Και μόλις πέταξε, τι κατραπακιά ήταν εκείνη! Ερωτεύθηκα! Χάθηκε ο ήλιος από μπροστά μου. Φανταζόμουν ήδη να ξαπλώνω πάνω στις φτερούγες του και να μου δείχνει τη ζωή από χιλιάδες πόδια ψηλά. Κι όταν με κοίταξε, καθώς έπαιρνε εκείνη τη λοξή στροφή κατεβαίνοντας στο χώμα, στροβιλίστηκα στο βλέμμα του. Xθες το βράδυ κιόλας το ονειρεύτηκα. Ήμουν, λέει, μέσα σε ένα αυγό και χτυπούσα με δύναμη τα πόδια μου να σπάσω το τσόφλι και να δω την πρώτη αχτίδα φωτός. Ως γεράκι!

Είναι φορές που πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται επικίνδυνα. Εγώ μύγα γεννήθηκα και μύγα θα πεθάνω. Το ξέρω. Αν μπορούσα να πατινάρω, όμως, πάνω στις αράδες των ονείρων μου, να τα βεντουζάρω με τα τριχωτά μου πόδια που σχεδόν μόνο σκατά πατάνε...

Έχω δυο μέρες να φάω περιττώματα. Αρνούμαι πεισματικά. Θα γίνω vegetarian. Μια μύγα χορτοφάγος. Έτσι θα με θυμούνται οι επόμενες γενιές. Υστεροφημία, φίλε μου, υστεροφημία. Μεγάλο πράγμα. Ας με θυμούνται ακόμα και για το τίποτα. Για τα χόρτα που κατανάλωσα προσπαθώντας να γίνω ιδιαίτερη. Ενθάδε κείται η Στελλόμυγα. Πέθανε από το πολύ χέσιμο ως απόρροια υπερβολικής κατανάλωσης μπρόκολου! «Ηλίθια μύγα», θα πουν οι περισσότεροι. «Ονειροπόλα», οι φίλοι. «Επικίνδυνη», οι εχθροί.

Σήμερα πήγα βόλτα στο κέντρο. Με πήραν με το ζόρι δηλαδή, τι βόλτα. Δε βγήκαν στους δρόμους για τέταρτη μέρα εκείνα τα ογκώδη κουτιά με τα πορτοκαλί δίποδα, και ο αρχηγός αποφάσισε πως αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή για να παντρέψει την κόρη του. Ήμασταν καλεσμένοι όλοι. Οι σωροί από τα σκουπίδια είχαν πάνω και καρτελάκια με τα ονόματα του καθενός μας και επεκτείνονταν σε όλες τις γύρω περιοχές. Από την Ομόνοια ως στο Μεταξουργείο, το Θησείο, το Γκάζι. Χρυσόμυγες, αλογόμυγες, οικιακές σαν κι εμένα, σταβλίτισσες, αλανιάρες, πράσινες. Μόλις φτάσαμε στο τραπέζι μας, έκανα ότι με έπιασε κόψιμο από το πολύ χορταρικό που είχα φάει τις προηγούμενες μέρες και πέταξα προς Γκάζι. Με κούρασε λίγο η πτήση, αλλά άξιζε τον κόπο. Συνάντησα μύγες τσε τσε που έκαναν το μακρινό ταξίδι μόνο και μόνο για να έρθουν εδώ και να δηλώσουν ότι γουστάρουν αλογόμυγες, περιστέρια που θέλουν να αποκαλούνται πεταλούδες και ακρίδες που λατρεύουν να αγαπούν γρύλους. Επιτέλους! Η άλλη οπτική μού κλείνει το μάτι! Συστήθηκα: «Στελλόμυγα. Μια μύγα χορτοφάγος».

Με υποδέχθηκαν με τιμές αρχηγού κράτους. Νέο αίμα. Όλη η προσοχή τους ήταν στραμμένη πάνω μου. Αυτά είναι! Πήγαμε σε μια πλατεία που μοσχομύριζε φρέσκο φαγητό και ανταλλάξαμε απόψεις. Για τη ζωή, τη φύση, τις επιθυμίες... Και μετά δίψασα και πέταξα μέχρι τα διπλανά τραπεζάκια να πιω μια μπυρίτσα να στανιάρω λίγο. Κι εκεί που πήγα να βουτήξω την προβοσκίδα μου μέσα στο αφρώδες υγρό, το δίποδο μαλακισμένο ον έκανε μια κίνηση με το χέρι του και με αποπροσανατόλισε. Έχασα την ισορροπία μου και πλαφ! Έσκασα φαρδιά πλατιά μέσα στο ποτήρι. Αυτό ήταν! Τετέλεσται! Παρακαλώ τον τελευταίο ασπασμόν. Ούτε αυτόν δε θα έχω; Ε, όχι ρε πούστη μου! -Περιστέρι, δε φωνάζω σε σένα!- Γλύτωσα από τσιτσιριστά φώτα, από απαίσιες μυρωδιές που σε κάνουν να μη μπορείς να πάρεις ανάσα, από γλυκές ρευστές ουσίες που κολλάνε στα πόδια σου και σε αιχμαλωτίζουν, από μικρά μικρά πλαστικά τετραγωνάκια με κορμό που πέφτουν με οργή πάνω σου, και να πάω από πνιγμό; Ε, όχι! Δεν το δέχομαι! Καλύτερα από χέσιμο. Όπως το φανταζόμουν.

Έκανα απέλπιδες προσπάθειες να κολυμπήσω. Τα πόδια μου έσπρωχναν, αλλά εγώ εκεί, ακίνητη. Βήμα δεν έκανα. Πάπια έπρεπε να γεννηθώ τελικά. Μια όμορφη πάπια που θα επιπλέει με άνεση στο νερό και θα της ρίχνουν ψίχουλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ή κύκνος! Ναιιι! Κύκνος! Που θα τον χαζεύουν όλοι. Σας το είπα και πριν. Το μυαλό μου δεν είναι και πολύ καλά. Εγώ τώρα πνίγομαι και πάλι αυτό ζει στο όνειρο. Ρε κοπελιά, κοίτα να σωθείς! Κούνα τα φτερά σου λίγο. Ξύπνααα! Μπααα, μάταιος κόπος. Είναι τόσο βαριά, που δε σηκώνονται. Και σιγά τα φτερά, εδώ που τα λέμε. Τόσο μικρά και άσχημα. Ασήμαντα σχεδόν. Ποιος θαύμασε την πτήση μου; Ποιος με έκανε έστω συλλογή; Κανείς. Ενώ οι πεταλούδες... Όλοι λένε: «Έλα σπίτι μου να σου δείξω τη συλλογή μου με τις πεταλούδες». Σημείο αναφοράς οι πουτάνες!

Τέλος πάντων, ας προσπαθήσω ακόμα λίγο. Τουλάχιστον να μην πέσω αμαχητί. Κι αυτός ο μαλάκας με στριφογυρίζει γύρω γύρω με το χοντροδάχτυλό του. Θα με πνίξει μια ώρα αρχύτερα. Μοίρα, σου λέει μετά, και Θεός. «Όταν έρθει η ώρα σου…» ή «έχει ο Θεός», όταν απελπίζεσαι. Ποιος Θεός, ρε γελοίοι; Ποια ώρα, ποια μοίρα; Άνθρωπος, φίλε μου. Άνθρωπος. Άτιμο πλάσμα!

Και όχι τίποτε άλλο, αλλά θα πνιγώ με απωθημένα. Και μου το ΄λεγε ο daddy, λίγο πριν τον καταπιεί ένας βάτραχος. Ε, μα κι αυτός. Ήθελε, λέει, να δει πώς είναι η ζωή πάνω σε ένα νούφαρο. Τώρα θα πάρει ντοκτορά για τη ζωή στο στομάχι ενός βατράχου. Μικρή θα είναι κι εκεί. Δυο-τριών ημερών την κόβω. Μετά θα γίνει ένας απόβλητος. Μου έλεγε, λοιπόν, άνθρωπος σχωρέστον, να μην έχω παράλογα όνειρα. Γιατί εμείς είμαστε μύγες. Και πρέπει να απλώνουμε τα φτερά και την προβοσκίδα μας μέχρι εκεί που φτάνουν. Να μη θέλουμε πολλά, γιατί θα γίνουμε σαν τους ανθρώπους και θα έχουμε απωθημένα. Και αυτά τα ημιτελή κομμάτια «θέλω» είναι άτιμα. Στην αρχή εμφανίζονται σαν επιθυμίες και μετά τσουπ, αλλάζουν με τον καιρό, πικραίνονται που δεν τις αγγίξαμε και βάζουν σκοπό της ύπαρξής τους να μας βασανίσουν.

Α, ρε πατέρα, πόσο δίκιο είχες τελικά! Είναι απίστευτος ο τρόπος που πεθαίνω. Σκέτη ειρωνεία. Με μουσική υπόκρουση Τάνια Τσανακλίδου. Ναι, αυτήν την ξέρω. Είναι της εποχής μου. Να το λοιπόν και το ρέκβιεμ των ονείρων μου. Χαϊδεύει τα αυτιά μου λίγο πριν βουλώσουν από τον αφρό. «Την ώρα που γεννιόμουνα σχολάγανε οι μοίρες. Μονάχη μου καθόμουνα κι απ’ τη ζωή κρατιόμουνα σε ένα καφάσι μπύρες. Φωτιά και δύναμη, καρδιά τρελή κι αδύναμη, στον κόσμο που 'ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό».

Ωπ! Ωπ! Ωπ! Ένα μακρύ ροζ πράγμα με πλησιάζει επικίνδυνα. Αχ! Με σήκωσε! Τι καλό! Και το κρατούν τα δάχτυλα του δίποδου πλάσματος. Μέγας είσαι, άνθρωπε! Όχι, όχι, τα παίρνω όλα πίσω. Σωτήρα μου! Με άφησε πάνω στο τραπέζι να στεγνώσω, κι εκείνος έφυγε. Ούτε ξέρω πόση ώρα έμεινα έτσι ξαπλωμένη, μέχρι τα φτερά μου να ξεκολλήσουν. Στο διάστημα αυτό παραλίγο να με πάρει σβάρνα ένα πράσινο πανί, αλλά ο φίλος μου το περιστέρι, γνωστός και ως Πεταλούδας, το ενόχλησε και έφυγε μαζί με τα χέρια που το κρατούσαν.

Κι αφού σκούπισα για ώρες με τα αξύριστα πόδια μου τα φτερά μου μέχρι να στεγνώσουν, πήρα το μικρό μου κορμί, αποχαιρέτησα τους φίλους στην πλατεία και γύρισα στο γλέντι. Οι μισές μύγες είχαν φουσκώσει τόσο από το φαΐ, που δε μπορούσαν να πετάξουν και έμειναν πάνω στους σωρούς από τα αποφάγια να ρίξουν έναν υπνάκο. Ο αρχηγός ήταν μεθυσμένος και ροχάλιζε κάτω από μια ωμή πρασινογάλαζη μπριζόλα -όπως του αρέσει- και ο γαμπρός, ανεβασμένος πάνω στη νύφη, προσπαθούσε να βρει τo στόχο επί ματαίω με τόσο χαλασμένο Βαρβαγιάννη που είχε κατεβάσει.

Πέταξα για το σπίτι. Το προηγούμενο ή όποιο άλλο είχε ένα παράθυρο ανοιχτό για να μπω. Και να 'μαι τώρα, να παραληρώ για τις μέρες της ζωής μου. Θα πάω να κάτσω πάνω σε αυτό το ανοιχτό περιοδικό. Θέλω να διαβάσω. Να μορφωθώ. Για να δούμε τι γράφει: Οι...  επ...θυμίες... κα...τοικούν ...όπου ...υπάρχει... ζω... ή... Τα... απω...θη... μέ... να... όπου... υπά...ρχουν ...άνθρωποι. Στέ...λλα... Ζαφειρο...πούλου.

Και όπου υπάρχουν μύγες, θα συμπληρώσω εγώ, αλλά όχι κοινές, όχι συνηθισμένες. Ιδιαίτερες. Σαν κι εμένα! Ωχ! Τί είναι αυτό που έρχεται κατά πάνω μου; Έχει τετραγωνάκια. Όχι πάλι, ρε γαμώτο! Πλαφ!

εμφάνιση σχολίων