0
1
σχόλια
403
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Οι άνθρωποι κοιτάνε αλλά δεν βλέπουν, τα μάτια τους είναι άδεια από συναισθήματα, ακατοίκητα, χωρίς φαντασία και λάμψη, δεν κοινωνούν»
DOCTV.GR
10 Σεπτεμβρίου 2021
Προδοθήκαμε από την εξουσία και τη γραφειοκρατία ή από τον ίδιο τον άνθρωπο; Μήπως είναι ανέφικτη η ιδανική κοινωνία; Αλίμονο, δεν υπάρχει εξουσία, δεν υπάρχει γραφειοκρατία, δεν υπάρχει έγκλημα χωρίς τον άνθρωπο. Πού πήγαν εκείνα τα ωραία, τα μεγάλα συναισθήματα; Οι άνθρωποι κοιτάνε αλλά δεν βλέπουν, τα μάτια τους είναι άδεια από συναισθήματα, ακατοίκητα, χωρίς φαντασία και λάμψη, δεν κοινωνούν…

Πώς είναι δυνατόν, σε έναν κόσμο που δείχνει να έχει χάσει τα λογικά του, ο άνθρωπος να παραμένει ψυχολογικά και βιολογικά υγιής; Δεν είναι μόνο οι παρά φύση σχέσεις και κανόνες της ανθρώπινης κοινωνίας που εμποδίζουν την ψυχική, πνευματική και βιολογική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η απαξίωση της φύσης, η καταστροφή του περιβάλλοντος, η κυριαρχία του τεχνοκρατικού πολιτισμού, η έκρηξη των θετικών επιστημών οδήγησαν τον άνθρωπο στη βαθύτερη οντολογική κρίση από την εμφάνισή του στον πλανήτη.
 

Από το βιβλίο του Χρόνη Μίσσιου, 8-3=11, εκδ. Πατάκη. Ο Χρόνης Μίσσιος (1930-20 Νοεμβρίου 2012) γεννήθηκε στην Καβάλα από γονείς καπνεργάτες και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά. Αυτή την περίοδο, η οικογένειά του καταφεύγει στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δουλεύει μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον στέλνει ο Ερυθρός Σταυρός μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, περνάει στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε το θάνατο χάρη σ’ ένα τυχαίο γεγονός. Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Εκεί μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
 


Διαβάστε επίσης:
Μίσσιος: Ζωή
Μίσσιος: Ο μόνος δρόμος
Μίσσιος: Τα όνειρα που σκοτώθηκαν
Μίσσιος: Οίστρος της ζωής

εμφάνιση σχολίων