0
1
σχόλια
1225
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Τότε κατάλαβα πως, κατά κάποιο τρόπο, το να ζεις είναι μια μεγάλη καλοσύνη προς τους άλλους». Από το Βυτίο
 
DOCTV.GR
20 Ιουλίου 2018
Στο κατάστρωμα της μεγάλης φυγής ξεκινάω στραβά. Έχω τσιμπήσει με αυτό το βιβλίο που έχω δει να κυκλοφορεί αρκετά, δεξιά αριστερά στα σόσιαλ μίντια, και το ανοίγω, ενώ ο Πειραιάς είναι ήδη μία ώρα πίσω μας. Το «μουνάκι χθες και σήμερα» μου φαίνεται κακό, σχεδόν προβληματικό, η δε εισαγωγή που αναφέρεται στα ελληνικά χρόνια της κρίσης αντέχεται με δυσκολία.

Πάντα δημιουργείται μια δυσφορία, όταν βάζουμε διάφορους διάσημους πολιτικούς στοχαστές που ζουν κάπου μακριά, να μας αναλύσουν τι έγινε την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα. Νομίζω πως ακούω μόνο κοινοτοπίες ή ανακρίβειες, τα εγκωμιαστικά ή ενθαρρυντικά λόγια με εκνευρίζουν κι έπειτα προς τι όλη αυτή η ανάγκη να μας πει κάποιος τι συμβαίνει εδώ πέρα. Λες και δεν πέρασε από πάνω μας η τελευταία δεκαετία. Γκρινιάζω από μέσα μου, ενώ θα έπρεπε να κοιμάμαι στο κατάστρωμα. Σκέφτομαι ότι ίσως ακόμη δεν είμαι σε διάθεση, ίσως ακόμη αναπνέω το ζεστό, αποπνιχτικό αέρα της Αθήνας του Ιουλίου, ίσως φταίει κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορώ να αντιληφθώ τώρα. Αλλά και πάλι είναι ένα βιβλίο που τιτλοφορείται «το μουνάκι χθες και σήμερα» και το μουνάκι κυρίως απουσιάζει. Ύστερα, όταν εμφανίζεται το μουνάκι, εμφανίζεται (και) για να καταγγελθεί ο «αστυνομικός φεμινισμός». Μ’ αυτά και μ’ αυτά το βιβλίο μ’ έχει χάσει, διαβάζω πυρετωδώς μόνο για να το τελειώσω πριν φτάσουμε.

Λίγο πριν φύγω διάβαζα ένα άρθρο για τον Baldwin που έλεγε “In place of America’s longstanding myths about what a man should be, he calls for a new vision of identity, not constructed by fear of the Other or violent hierarchies, but by reciprocity,complexity, border crossing, and becoming”. (αναφερόταν σ’ αυτό του το κείμενο στο playboy). Μετανιώνω φοβερά που τελευταία στιγμή άφησα το «φώναξέ το στα βουνά». Η επιλογή των καλοκαιρινών βιβλίων είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα.

Δεν το βάζω κάτω, δεν είμαι τέτοιος τύπος. Είμαι δηλαδή, αλλά εντάξει. Διαβάζω το «ένα κάποιος τέλος» του Μπαρνς, και αυτό κυλάει σαν δροσερό νεράκι, μόνο που δε μ’ αρέσει το τέλος, σαν να υποκύψαμε ξαφνικά στις προτροπές παραγωγού και σεναριογράφου. Μετά έρχεται η περσινή αρραβωνιαστικιά από εκδόσεις Σιγαρέττα. Γίνεται μέσα μου μια σύνδεση – ο Μάρκος της Ζατέλη και ο Μάρκος της Πλάτωνος – φταίει κι ότι πια είμαι μακριά από την Αθήνα, βλέπω τη μέρα μόνο θάλασσα κι ορίζοντα και το βράδυ μόνο έναν γεμάτο άγνωστα φωτάκια ουράνιο θόλο. Ξαφνικά θέλω να γνωρίσω έναν Μάρκο, να έρχεται τα Σάββατα για καφέ με την υπόλοιπη παρέα και να λέμε ιστορίες, απ’ αυτές που ισορροπούν μεταξύ ελαφριάς θλίψης, ήρεμων υπαινιγμών και εντελώς αγαπητικής διάθεσης. Ξαφνικά σκέφτομαι ότι λογικά όλοι οι Μάρκοι αυτού του τόπου πρέπει να είναι υπέροχοι τύποι και ότι η Χ. είχε κάποτε όντως έναν γάτο που τον έλεγαν Μάρκο. Από που πήρε το όνομά του, να μια ερώτηση και γιατί τον θυμάμαι μόνο τόσο αόριστα (ή και καθόλου);

 
«Τότε κατάλαβα πως, κατά κάποιο τρόπο, το να ζεις είναι μια μεγάλη καλοσύνη προς τους άλλους. Αρκεί να ζεις, κι αυτό από μόνο του καταλήγει στη μεγάλη καλοσύνη. Όποιος ζει ολοκληρωτικά ζει για τους άλλους, όποιος ζει τη δική του ευρύτητα κάνει μια προσφορά, ακόμη και αν η ζωή του περνά μέσα από την έλλειψη επικοινωνίας ενός κελιού. Το να ζεις είναι μια προσφορά τόσο μεγάλη που χιλιάδες άνθρωποι επωφελούνται από κάθε βιωμένη ζωή». Κλαρίσε Λισπέκτορ.

Το λεωφορείο πηγαίνει αγκομαχώντας παίζοντας δυνατά τη μια μοντέρνα νησιώτικα και την άλλη μέλισσες. Το ένα είναι χειρότερο απ’ το άλλο, αλλά σε αυτή τη συνθήκη μπορείς να δεχτείς τα πάντα και μάλιστα ν’ ανακαλύψεις και εντός τους μια μικρή ιδιόμορφη φλογίτσα που μπορεί να μεσολαβήσει ευχαρίστως στο διάλογο ανάμεσα σε σένα και στον κόσμο. Ένα απαίσιο βιολί με μπιτ είναι τώρα ικανό να σηκώσει το βάρος όλης της μουσικής και να δικαιωθεί. Τα πάντα είναι συνθήκες, συγκυρίες, συμφραζόμενα. Σε αυτό το τοπίο, στις ανηφοροκατηφόρες από Καλοταρίτισσα μέχρι Μερσίνη, το λεωφορείο προσφέρει ένα τρυφερό βλέμμα στα μυστήρια του εαυτού και στο μέλλον των πραγμάτων. Εντωμεταξύ, δεν είναι ψέμα ούτε ψευδαίσθηση, τα φώτα στην οροφή του λεωφορείου παίζουν, αλλάζουν χρώματα, είναι ζωντανά και απίστευτα. Πού βαδίζουμε όλοι εμείς οι επιβάτες, ψηλαφιστά και αγχωμένα, πνιγμένοι στις λεπτομέρειες ενός κόσμου που αιωνίως ζητάει εκβιαστικά μια ρύθμιση, μια τακτοποίηση, μια διεκπεραίωση, μια απόφασή μας – ενώ εμείς φανερά περί άλλων τυρβάζουμε. Εδώ και τώρα, καθετί το οριστικό είναι ψεύτικο, καθετί το επιτακτικό είναι αδιάφορο.

Και απόψε τη νύχτα κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, ο corona borealis, ο βόρειος στέφανος θα είναι εκεί και θα μας κοιτάζει ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μας. Η Μπέλλου από μέσα μου ψιθυρίζει δυνατά στον ουρανό που κάναμε ταβάνι / δε βλέπουμε τις νύχτες ξαστεριά. Και το λεωφορείο συνεχίζει να αγκομαχεί. Τίποτα δεν τρέχει, ούτε το όχημα, ούτε η άσφαλτος, ούτε το τοπίο. Στην καλύτερη σερνόμαστε πάνω κάτω και τα φώτα ακόμη παίζουν – ένα homage στη στιγμή που εμείς είμαστε απλοί επιβάτες μιας διαδρομής και τίποτα παραπάνω. Τίποτα παραπάνω από μια στιγμή παραδομού, που; οπουδήποτε του ήρθε καθενός στο κεφάλι.

Στο κατάστρωμα της επιστροφής, μια παρέα, μάλλον μπήκαν Νάξο ή ίσως Πάρο. Όλοι κοιμούνται, παντού πτώματα, σλιπιν μπαγκ, καρέκλες ενωμένες. Τριγυρίζω και ακούω την παρέα. Πάει να πει την περιγραφή της αλλά του φαίνεται αδύνατο να περιγράψει μια φιγούρα μη ταξινομήσιμη και πετάει απλά λέξεις. Χέρια, δάχτυλα, μαλλιά. Κι όλα τους σκούρα. Αυτοί εξοργίζονται. Έχουμε μάτια και βλέπουμε, έχουμε φαντασία και θα δούμε, πες μας την περιγραφή της. Δεν ξέρω τι λέξεις να πω γι’ αυτήν. Δεν μπορώ να δώσω ένα σύνολο, είναι όλα σκόρπια, επιμένει, κι ένα βράδυ, που ‘χε μάλλον δροσιά θυμάμαι κάτι κάλτσες σκούρες κι αυτές. Οι άλλοι δεν ικανοποιούνται, τον πιέζουν. Σιγά σιγά απομακρύνομαι απ’ τη συνεχιζόμενη ανάκριση. Είναι τρία άτομα που διψάνε για τι; ν’ ακούσουν πως ακριβώς είναι αυτή που είδε ο φίλος τους; Ή να πάθουν το ίδιο πάθημα με αυτόν;

Είναι τρία άτομα, έχουν ουσιαστικά περικυκλώσει έναν τέταρτο και τον πιέζουν να μάθουν, να πάθουν. Τον πιέζουν να χάσουν κι αυτοί τις λέξεις τους. Βαρέθηκαν τις εύκολες περιγραφές. Θέλουν μια φιγούρα, ανίκανη να τυποποιηθεί απ’ την θερινή κάψα. Δείξε μας αυτή που δεν μπορεί ν’ αναφερθεί ούτε εν συντομία ούτε αναλυτικά.

Επιστροφή στην Αθήνα. Φιδάκια στα μπαλκόνια και μπλουζάκια κολλημένα απ’ τον ιδρώτα. Αυτός ο ιδιαίτερος πονοκέφαλος μετά από ώρες στο air condition. Κάποιες παραπάνω θέσεις παρκινγκ στη γειτονιά. Στο κέντρο τουρίστες λιώνουν μεσημεριάτικα βλέποντας ποιος ξέρει τι. Εντωμεταξύ, πάντα υποτιμώ το γεγονός ότι το αλκοόλ βαραίνει διαφορετικά με αυτή τη ζέστη.

Περνάω έξω από ένα μαγαζί. Απ’ έξω κολλημένο μπανεράκι διαφήμιση. Ψήνουμε όλη μέρα. Η χαρά του φρέσκου προϊόντος, η αμεσότητα της κατανάλωσης αυτού που μόλις παράχθηκε, σήμερα, τώρα, πέντε λεπτά πριν. Γλιτώσαμε τις χθεσινές τυρόπιτες, αλλά το σλογκανάκι λέει πολλές αλήθειες. Ψήνουμε όλη μέρα. Όλη μέρα. Συνέχεια. Όλη την ώρα ψήνουμε. Το βενζινάδικο στην Αμφιθέας δεν κλείνει ποτέ, το καινούριο μίνι μάρκετ στη γειτονιά δεν κλείνει ποτέ, το μαγαζάκι με τους καφέδες και τα σάντουιτς δεν κλείνει ποτέ. Η μισή Αθήνα δουλεύει όλη μέρα κι όλη νύχτα για να μη μας λείψει τίποτα. Όλα να ‘ναι φρέσκα, σημερινά, καινούρια. Ένα νέο εργοστάσιο χωρίς φουγάρα και ψηλούς τοίχους έχει διαχυθεί σε όλη την πόλη και είμαστε οι ακούραστοι, χαμογελαστοί, εξυπηρετικοί εργάτες του. Πίτσα στις 5 τα ξημερώματα, φρέντο εσπρέσο στις 2 τη νύχτα, βενζίνη στις 3, πατατάκια στις 4, πλύσιμο αμαξιού στις 4:15. Αυτή η πόλη δεν κοιμάται ποτέ. Ψήνει όλη μέρα, παράγει, εντατικοποιεί, βρίσκεται σε έναν αχαλίνωτο οργασμό δημιουργικότητας.
 
εμφάνιση σχολίων