0
4
σχόλια
9893
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
Σαν σήμερα: «Κορίτσι είσαι εσύ μωρή ή αλήτης της Ομόνοιας;». Η ζωή της Μελίνας Μερκούρη με τα δικά της λόγια

 
PRESS
6 Μαρτίου 2024

Η παρακάτω συνέντευξη της Μελίνας Μερκούρη στον ποιητή, συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, προβλήθηκε στην ΕΡΤ το 1990. Το κείμενο είναι η πλήρης απομαγνητοφώνηση της συνέντευξης, η οποία δεν προβλήθηκε ολόκληρη, για λόγους οικονομίας τηλεοπτικού χρόνου.

Παιδικά χρόνια; Γεννήθηκα κι εγώ, που λένε, στις δεκαοκτώ του Οκτώβρη στην οδό Τσακάλωφ 26, Αθηναία και ο πατέρας και η μάνα μου, Αθηναίοι κι αυτοί, Σταμάτης – Ειρήνη. Ο άνθρωπος που έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στη ζωή μου, ήταν ο παππούς. Ήταν δήμαρχος της Αθήνας. Από όταν ήμουν κοριτσάκι, από όταν αισθάνθηκα τον εαυτό μου, δεν τον έλεγαν Σπύρο, τον έλεγαν δήμαρχο. Θέλω να σας πω, ότι ο παππούς μου ήταν πάρα πολύ όμορφος και μύριζε σαν ρόδα. Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικός, που εγώ λάτρευα. Περίμεναν ένα αγόρι, βέβαια, στην οικογένεια Μερκούρη, βγήκε το κορίτσι, αλλά ήταν καλοδεχούμενο. Και έτσι, όταν μεγάλωσα λίγο περισσότερο, πήγαμε και μείναμε στη Χαριλάου Τρικούπη. Ο παππούς είχε ένα δίπατο σπίτι, εμείς μέναμε στο ισόγειο και ο παππούς απάνω. Tώρα πια, δεν υπάρχει βέβαια, έγινε μια μικρή πολυκατοικία μαζί με τη γωνιά. Ήταν θαύμα το να ζεις σε αυτό το σπίτι ως παιδί. Είχε πολλά χρώματα, είχε πάρα πολλούς ανθρώπους και μέσα σε αυτό το σπίτι πάντοτε το τραπέζι ήταν ανοιχτό σε όποιον ήθελε. Από ποιητή, γιατί ο παππούς αγαπούσε πολύ τους ποιητές, μέχρι εργάτες, μέχρι διαφόρους ανθρώπους που τον λάτρευαν τον παππού και ήταν ένα είδος… να τον προστατεύουν εκείνη την εποχή.

Ήταν ο παππούς πρότυπο για σένα; Ήταν ο έρωτας, ήταν η ομορφιά, ήταν η δύναμη, ήταν η δόξα, ήταν η Αθήνα, αν θέλεις. Ο παππούς αντιπροσώπευσε την Αθήνα. Και ήταν και η γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν μια μικρή γυναικούλα, δεν είχε μαλλιά και φορούσε περούκα. Ήταν πάρα πολύ ωραία όταν πήγαινε στο δωμάτιό της… είχε ένα μικρό δωματιάκι και είχε πολλές περούκες, τις οποίες έφτιαχνε μόνη της με το σίδερο. Η γιαγιά μου λάτρευε τον παππού μου. Όλοι λατρεύαμε τον παππού μου και η μάνα μου κι εγώ. Kι ήταν, όπως σου είπα, ένα σπίτι εξαιρετικά ζωντανό, γεμάτο ανθρώπους. Από τότε, έμαθα να μην φοβάμαι τους ανθρώπους και για αυτό πάντα η φιλοδοξία μου είναι το σπίτι να είναι ανοιχτό στον κόσμο. Βέβαια είναι μια τρομερή αγωνία αυτή που ζω, με έναν άνθρωπο σαν τον Ντασέν που είναι ένας άνθρωπος πιο κλειστός από μένα, ότι κάθε στιγμή στο σπίτι μπορεί να χτυπήσει το κουδούνι και να μπεις μέσα.

Nα μείνουμε σε εκείνη την εποχή. Εκείνη την εποχή λοιπόν, ζώντας μαζί με τον παππού μου, ήμουν ένα πολύ ευτυχισμένο παιδί. Ένα παιδί που το αγαπούσαν όλοι, που το έπαιρναν αγκαλιά όλοι, που έκανε πιπί σε όλα τα παντελόνια των ανδρών που ήταν εκεί πέρα. Υπήρχε όμως η μοιρασιά μεταξύ γυναικών και ανδρών. Από τότε κατάλαβα τη διαφορά του να είσαι αγόρι, πόσο πιο δυνατό ήταν, πόσο πιο ελκυστικό ήταν. Αλλά παρόλα αυτά, έχοντας τον παππού μου συμπαραστάτη, είχα γίνει ένα αφόρητο παιδί, φαντάζομαι.

Τι σε δίδαξε ο παππούς; Ο παππούς μου με έμαθε πρώτα από όλα να λατρεύω την Ελλάδα. Ότι έπρεπε να είμαι γενναία, έπρεπε να μην λογαριάζω τα χρήματα. Ήταν μεγάλη ντροπή για τον παππού μου τα χρήματα. Δεν είχαμε χρήματα εμείς. Νομίζω ότι αυτά τα τρία και μια αίσθηση δικαιοσύνης. Βέβαια, μου έμαθε και άλλα πράγματα. Μου έμαθε τι είναι το παραμύθι της ζωής. Mε πήγαινε πολύ στον Kαραγκιόζη. Με έκανε λίγο, αν θέλεις, εθνικίστρια, μου εμφύσησε μέσα μου το ότι η Ελλάδα είναι το πράγμα. H Ελλάδα, η Αθήνα. Κι αυτό, κάνει κάπως περίεργο και αγέρωχο το παιδί

Θυμάσαι έναν καβγά σας; Βέβαια. Μια φορά ήταν πάρα πολύ λυπημένος, διότι πηγαίνοντας στο σχολείο γύρισα και είπα σε ένα κοριτσάκι, “είσαι άσχημη και δεν θα σου μιλάω εσένα”. Όταν γύρισα στο σπίτι έγινε μεγάλος καβγάς. Περιττό να σου πω ότι με έδιωξαν από όλα τα σχολεία. Αλλά, αυτό έρχεται πιο αργά… Ο παππούς μου με κοίταξε με ένα τρόπο που ήταν τρομερός, γιατί ήθελα να του αρέσω, πάρα πολύ ήθελα να του αρέσω και μου είπε ότι “αυτό είναι τρομερό πράγμα”, να πω σε ένα κοριτσάκι ότι είναι άσχημο.

Μιλάς πιο πολύ για τον παππού, παρά για τον πατέρα σου. Ναι. Ο πατέρας μου, ίσως, ήταν το πιο ωραίο παιδί της Αθήνας. Και η μάνα μου ήταν πολύ νόστιμη γυναίκα, χαριτωμένη, αλλά χώρισαν πάρα πολύ γρήγορα και γι’ αυτό σου μιλάω έτσι. Είναι… ψυχαναλυτικό. Ο μπαμπάς έφυγε γρήγορα από το σπίτι, όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος στο Σπύρο, κι εγώ ήμουν τρεισήμισι χρονών. Ήταν μια τεράστια τραγωδία για τη μαμά μου, αλλά εξακολουθούσαμε να μένουμε στο σπίτι του παππού. Δηλαδή, πήραν το μέρος της μάνας μου και ο πατέρας μου έδειξε μια τεράστια λεβεντιά. Γιατί όταν πήγε για αίτηση διαζυγίου η μαμά, είπε ότι τα παιδιά πρέπει να μείνουν με τη μάνα. Για εκείνη, ήταν πάρα πολύ μεγάλο αυτό που έκανε ο πατέρας μου. Τον πατέρα μου δεν τον έβλεπα πάρα πολύ συχνά, αν και η μαμά ήταν αρκετά έξυπνη, ώστε να μην μου λέει κακά πράγματα. Μόνο που μου έλεγε, “όταν θα γίνεις μεγάλη θα εκδικηθείς τους άντρες, θα γίνεις ωραία και θα εκδικηθείς τους άντρες”. Αλλά εκτός από αυτά, είχε πολύ μεγάλη καλοσύνη. Ζούσαμε πολύ ευτυχισμένοι, έως ότου η μαμά αποφάσισε να πάει να μείνει στη μητέρα της. Κι έτσι, γυρίσαμε πίσω στο σπίτι της γιαγιάς μου, της Λάπα, της μητέρας της. H οποία ήταν χήρα και μείναμε πάλι στην Τσακάλωφ, εκεί που είχα γεννηθεί. Και τώρα τα δύο σπίτια… το ένα είναι το ουράνιο τόξο, το άλλο έχει μια γκρίζα διάθεση.

H γιαγιά; Η γιαγιά μου ήταν πολύ αυστηρή, η γιαγιά μου η Λάπα. Είδε ένα παιδί εξωφρενικά χαλασμένο όταν έφτασα στο σπίτι και αγάπησε πάρα πολύ τον μικρό τον Σπύρο. Εγώ ήμουν φρικτά ζηλιάρα και δεν άφηνα τον παππού μου να τον αγαπήσει. Δηλαδή, τον τραβούσα. Πηγαίναμε τρώγαμε το μεσημέρι στον παππού, αλλά υπήρχε μια ησυχία στο σπίτι και σιγή, πιο πολύ από ησυχία. Kι εκεί γνώρισα την αδικία. Πρέπει να στο πω αυτό. Eίχαμε μια δασκάλα και πήγαμε μια μέρα στον κινηματογράφο. O Σπυράκης έφερε παιδιά από τα γειτονόπουλα και ήταν μια τζαμένια πόρτα, έπαιζε φουτ-μπωλ και έσπασαν την τζαμένια πόρτα. Όταν έφτασα εγώ και ανέβηκα τις σκάλες, η γιαγιά μου μου έδωσε δύο χαστούκια λέγοντάς μου ότι αν δεν είχα τρελαθεί να πάω στον κινηματογράφο, εάν δεν είχα πάρει τη δασκάλα, ο Σπύρος δεν θα είχε φέρει τα παιδιά και δεν θα είχε σπάσει η τζαμένια πόρτα. Από εκείνη τη στιγμή, εγώ αισθάνθηκα φοβερά αδικημένη και νομίζω ότι ήταν η πρώτη αδικία που αισθάνθηκα στη ζωή μου.

Πρώτο ερέθισμα με τα καλλιτεχνικά σου; Eγώ είχα την συνήθεια να το σκάω από το σπίτι μου. Πηγαίναμε στις Σπέτσες το καλοκαίρι. Υπήρχε εκεί πέρα ένα θαυμάσιο μπαρ εξοχικό, που πήγαιναν πάρα πολλοί άνδρες, γυναίκες και τα λοιπά, όπου με μια φίλη μου το σκάσαμε από το σπίτι και πήγαμε εκεί. Επειδή χόρευα πολύ όταν ήμουνα μικρούλα και τραγουδούσα, πήγαμε εκεί και έκανα παράσταση. Χόρευα και τραγουδούσα και όλα αυτά. Η μάννα μου με έψαχνε. Αναστατώθηκαν όλοι στις Σπέτσες, φοβήθηκαν, “τι γίναν αυτά τα δύο παιδιά;”. Θυμάμαι στο γυρισμό, που ήμασταν ενθουσιασμένες γιατί μας είχανε χειροκροτήσει. Tο χειροκρότημα είναι γλυκό. Έφαγα τόσο ξύλο, εσατζίδικο ξύλο, γιατί η μάννα μου βαρούσε πάρα πάρα πολύ… Αυτά τα έκανα συχνά, ερεθίσματα πάρα πολλά, για το Θέατρο. Αλλά, αυτά μέσα στο σχολείο.

 Mε το σχολείο; Αποφάσισα ότι κάποτε έπρεπε να πάω σχολείο. Με πήγαν λοιπόν σε όλα τα καλύτερα σχολεία, σε ιδιωτικά, αλλά ήταν αδύνατον να με κρατήσουνε. Πρώτον δεν πήγαινα, πάλι τόσκαζα, δεύτερον, όλη την ώρα μιλούσα για ηθοποιούς. Kι έπειτα έκανα όλο τις μικρές μου επαναστάσεις. Και με διώξανε. Από όλα τα ιδιωτικά σχολεία της Ελλάδας, της Αθήνας. Και κατέληξα στο Δεύτερο Γυμνάσιο. Tο Δεύτερο Γυμνάσιο, είναι εδώ πέρα στο Μαράσλειο, ξέρετε, ήταν ένα εκπληκτικό σχολείο. Bγήκανε τα ωραιότερα κορίτσια της Αθήνας από κει. Είχα λοιπόν έναν Γυμνασιάρχη, που μου έλεγε: “Κορίτσι είσαι εσύ μωρή ή αλήτης της Ομόνοιας;”. Εγώ πάλι τόσκαζα και πήγαινα σε διάφορους κινηματογράφους, γιατί τρελαινόμουνα να βλέπω φιλμ. Και μια μέρα, βέβαια, φτάσαν στη μάννα μου και της είπαν ότι “η Μελίνα, έχει τέτοιες απουσίες που δεν θα βγάλει το σχολείο”. Αλλά, είχα τον παππού. Μου έλεγε: “Δεν πειράζει, εσύ είσαι ιδιοφυία, θα τα καταφέρεις στη ζωή και χωρίς σχολεία και χωρίς τίποτα. Εσύ ξέρεις τη ζωή, σου μαθαίνω τη ζωή εγώ”. Tελικά, μου δώσανε το δίπλωμα, όπου πλέον έγινε μεγάλη γιορτή. Αλλά έγινε υπό πίεση και είναι από τα πράγματα που ντρέπομαι, αλλά από εκεί κατάλαβα επίσης τι θα πει εξουσία. Ότι μπόρεσα και πήρα το δίπλωμα.

Tί έκανες για να είσαι κοντά στο Θέατρο; Να σου πω, εμένα από παιδί με πήγαινε ο παππούς μου στα Θέατρα. Aλλά υπήρχαν στιγμές, που ο παππούς μου δεν με πήγαινε στο Θέατρο. Λοιπόν, αποφάσισα ότι πρέπει να βγάζω το ψωμί μου, για να πάω στο Θέατρο. Ότι πρέπει να κάνω μια θυσία. Επειδή ήμουνα έτσι καλοβαλμένο κοριτσάκι, πήγαινα στο δρόμο και ζητιάνευα. Και έλεγα, “ξέρετε, εγώ έχασα το πορτοφόλι μου και μένω στο Φάληρο, σας παρακαλώ πάρα πολύ δώστε μου κάτι, για να πάω ως το σπίτι μου, ντρέπομαι”. Και άρχισα, ας πούμε, να παίζω έναν ρόλο εξαιρετικά. Kαι μου δίνανε, βέβαια, γιατί βλέπανε ότι ήμουνα ένα κοριτσάκι. Έτσι, πλήρωνα το εισιτήριό μου. Μια μέρα με πήγε ο παππούς μου στο θέατρο και είδα τον Παππά. Ήμουν δεκατριών χρονών και τον ερωτεύτηκα. Τρελάθηκα. Από εκεί και πέρα, κάθε μέρα, τσάκ στο Θέατρο, όπου άρχισαν βέβαια όλοι να κοροϊδεύουν. Διότι βλέπανε ένα μικρό κορίτσι που πήγαινε στη πρώτη σειρά, καθόταν εκεί πέρα και δεν κοίταζε κανέναν ηθοποιό, αλλά κοίταζα τον Παππά.

Έρωτας λοιπόν; Τρελάθηκα. Ώσπου μια μέρα τον γνώρισα. Ήταν αρχές Οκτωβρίου θυμάμαι, ήμουνα με μια φίλη μου και πήγα να αγοράσω βιβλία. Και ο Παππάς, αυτό το είδωλο, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε: “Είσαι το μικρό Μερκουράκι ε;”. Λέω: “Ναι”. “Ξέρω, λέει, τους δικούς σου” και τα λοιπά. Mου έδωσε ραντεβού. Ήταν στον Κήπο και επήγα και αυτός δεν ήρθε. Αχ, κλάμα τρομακτικό. Με είχε ξεχάσει. Τσακ, την άλλη μέρα στο Θέατρο. Τέλος πάντων, για να μην φλυαρούμε, γνώρισα τον Παππά, ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας, ήμουνα 14 ετών και βέβαια το έμαθαν στο σπίτι μου. Και εδώ είναι η πρώτη μου αυτοκτονία. Τελείως Άννα Καρένινα. Επειδή μου κάνανε φοβερά πράγματα στο σπίτι μου, πήγα κι έπεσα μπροστά σε ένα αυτοκίνητο. Γρατζουνίστηκα, τέλος πάντων, αλλά έπαθα ένα τέτοιο πυρετό, που κάθισα σαράντα μέρες στο κρεβάτι. O παππούς μου, δεν μου το συγχώρεσε αυτό και φοβήθηκε πάρα πολύ για μένα και πέθανε χωρίς να τον δω. Aυτή είναι η πρώτη μου συνάντηση με τον θάνατο και αυτό, ότι δεν τον είδα… Τρελάθηκα. Είναι το πρώτο σοκ, αν θέλεις, το μεγάλο της ζωής μου.

Δραματική Σχολή τώρα….Πήγα κρυφά. Και ο Τάκης ο Χορν, μου έμαθε ένα ποίημα. Πού πήγες κρυφά; Πήγα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ήταν ο Βεάκης εκεί, ήταν όλοι οι μεγάλοι και είπα το ποίημα μου. « Άρη μαζί με σένα, έφυγαν όλοι τους». Αυτό είναι το ποίημα. Mου σταμάτησαν το ποίημα κι ο Βεάκης με φώναξε κοντά του και μου είπε: ¨Πώς σε λένε;” Είπα, τέλος πάντων, πως με λένε, μπήκα στη σχολή και ήταν η ζωή μου. Έρχεται η μάνα μου, μαθαίνουνε ότι πήγα στη σχολή κι αρχίζει ένας φοβερός καυγάς. Kαι έτσι, για να σου τα κάνω στα γρήγορα, παντρεύομαι τον Χαροκόπο. Και παντρεύομαι 17 χρονών. Και ο Χαροκόπος είναι ένας περίεργος άνθρωπος, εκκεντρικός, για την εποχή του, ήταν παντρεμένος, χώρισε για μένα, άλλο πράγμα, σοκ, 17 χρονών. Και μου λέει: “Είσαι η Μελίνα Μερκούρη; Θα πας στο Θέατρο, θα γίνεις μεγάλη ηθοποιός”. Tώρα, μιλάμε για Kατοχή. Και με βοηθάει φοβερά, να έχω την ανεξαρτησία μου. Μου έδωσε πάρα πολλά πράγματα ο Χαροκόπος. Μου έδωσε την οντότητα, ότι είμαι ένα πρόσωπο που υπάρχει, που δεν είναι γυναίκα. Ήταν η πρώτη αίσθηση ισότητας.

Επιρροές καλλιτεχνικές; O Ροντήρης, ο οποίος με αγάπησε πολύ και τον λάτρεψα, όπως όλοι μας. Αλλά, ο Ροντήρης διάλεξε εμένα να βασανίσει. Ήμασταν μαζί και έπαιζε αυτός τον Άμλετ κι έπαιζα εγώ την Ιουλιέτα. Έπαιζε αυτός τον Ριχάρδο και έπαιζα εγώ την αυτήν, έπαιζε αυτός τον Φάουστ, νύχτες ολάκερες, μέχρι τις τέσσερις το πρωί, παίζαμε. Και πραγματικά δεν με άφηνε ούτε να βγω στο Θέατρο, ούτε τίποτα. Και έλεγε, ότι θα μπορώ να γίνω μια πολύ καλή τραγωδός, ενώ εγώ στη Σχολή έπαιζα τις ωραίες κοπέλες. O Ροντήρης με άρπαξε και μου είπε: “’Όχι”. Bασανίστηκα πολύ με τον Ροντήρη, αλλά μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα.

Η Kατοχή; Α! Είναι μια πολύ περίεργη ιστορία για μένα η Kατοχή. Ήμουνα πολύ νέα, πάρα πολύ νέα, ήμουν ήδη παντρεμένη, η Kατοχή ήταν κορώνα -γράμματα. Ζεις-πεθαίνεις. Οπότε, σου επιτρεπόντουσαν και πράγματα πολύ τολμηρά. Και εγώ έκανα τολμηρά πράγματα στη Κατοχή. Πρέπει να σου πω κάτι. Ότι εμείς, τα παιδιά της Kατοχής, μάθαμε πάρα πολλά πράγματα. Και τελικά είμαστε ένα φαινόμενο, αυτή η ηλικία η δική μου, πάρα πολύ δυνατή, σκληρή και ευαίσθητη. Στην Kατοχή, όταν είσαι πάρα πολύ νέος, ή όταν είσαι και μεγάλος, βλέπεις τα πτώματα μέσα στα κάρα και προσπερνάς. Όταν μιλάω για τολμηρά πράγματα, εγώ δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα μέσα στη Kατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, που κάποτε θα εξηγηθεί. Θέλω να σου πω, ότι στην Kατοχή, αυτά τα παιδιά που ήμασταν εμείς, ήταν σκληρά και ευαίσθητα μαζί. Και αυτό έχει γίνει συνείδηση ζωής, για ό,τι συνέβη και παραπέρα. H Ελλάδα που γνωρίσαμε εμείς, είναι τρομακτική, είναι κατοχές, είναι τρεις κατοχές. Έβλεπες τους ανθρώπους μέσα στα κάρα, τα πτώματα των ανθρώπων και περνούσες. Σου λέω, ότι ήμουνα τολμηρή, ήμουνα ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου. Αυτή, και ότι χάλασα την καριέρα του Ντασέν. Ότι κάναμε καλό, ότι κάναμε κακό, προέρχεται από αυτές τις πρώτες, έντονες, φρικιαστικές ιστορίες που είναι ο πόλεμος.

Στον εμφύλιο; Στον εμφύλιο, ήμουνα στο Κολωνάκι. Ζούσα στην οδό Ακαδημίας. Ότι ζούσα, ήταν στο περιβάλλον που ήταν οι Εγγλέζοι. Aλλά, θέλω να σου πω επίσης, ότι εκεί παρόλο που ήμουνα η κυρία Χαροκόπου, και που ήταν μια οικογένεια πάρα πολύ κατά του Κομμουνισμού, εγώ ήμουνα ένα κορίτσι που πήγαινε στη φυλακή, έβλεπε τον Παππά, έβλεπε την Παϊζη, έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει. Αλλά, σου λέω, ήμασταν διχασμένα πρόσωπα. Είμαστε πρόσωπα που θέλαμε να ζήσουμε, που λέγαμε “πρέπει να ζήσω, γιατί αύριο τι θα γίνει;”. Και από την άλλη μεριά ήταν οι τύψεις που δεν ήμασταν πάνω στα βουνά. Είμαστε διχασμένα πρόσωπα, όπως η Ελλάδα ήταν διχασμένη. Και, βεβαίως, από τότε εγώ πήγα προς τα εκεί που έπρεπε να πάω.

Την ίδια εποχή, ξεκίνημα στο Θέατρο; Στο Θέατρο, στην αρχή, λέγανε “η κοσμική κυρία Χαροκόπου”. Oι Έλληνες πάντα με καχυποψία με αντιμετώπιζαν, έστω και εάν ήμουνα ένα μικρό κορίτσι. Λέγανε ότι θα τα παρατήσω, αλλά είχα μια μεγάλη επιτυχία μαζί με τη Κατερίνα, την οποία αγαπώ πάρα πολύ. Έπαιξα μαζί της τρία χρόνια, μου έδωσε ωραιότατους ρόλους, τη Λαβίνια. Έπαιξα πάρα πολλούς ρόλους, πήγα στο Εθνικό, μαζί με τον Ροντήρη. O Ροντήρης με παίδεψε. Δεν μου έδινε ρόλους καθόλου και ήρθε η συνάντησή μου, με το Κουν και με τη Ντόρα Στράτου, που πέθανε. Mε πήραν για να παίξω τη Μπλάνς ντι Μπουά, στον Τένεσυ Ουίλιαμς κι από εκεί αρχίζει η αληθινή καριέρα. Και αισθάνεσαι, ότι μέσα στου Κουν, είναι το ’49-’50, είναι το σπίτι σου, είναι το κέντρο της ζωής σου, είναι η μαγεία, είναι ένα ξεκίνημα σπουδαίο. Είναι τα χρόνια του πενήντα.

Ήταν ένα είδος φυγής το Θέατρο; Όχι, καθόλου. Δεν νομίζω ότι το Θέατρο είναι φυγή. Δεν το αισθάνθηκα ποτέ έτσι. Είναι γέννα το Θέατρο και επειδή εγώ δεν έχω παιδιά, δεν μπορούσα να κάνω παιδιά, όταν μου μιλάνε οι γυναίκες για ένα παιδί που γεννάνε, εγώ τις στιγμές της πρόβας ή τις στιγμές που κατάφερνα να γίνω η Μπλάνς ντι Μπουά ή ένας άλλος χαρακτήρας, αισθανόμουν ότι γεννάω κάποιο άλλο πρόσωπο και ξέφευγα βέβαια από τη Μελίνα Μερκούρη. Αλλά υπήρχε ο άλλος ο άνθρωπος δίπλα, που δεν είναι φυγή. Οι πρόβες, είναι το ωραιότερο πράγμα στο κόσμο στο Θέατρο.

Με αυτή την έννοια, είσαι… πολύτεκνη. Να σε ζηλεύουν οι γυναίκες. Ναι, αλλά αυτό δεν ωφελεί την Ελλάδα. Διότι πρέπει να κάνουμε πιο πολλά παιδιά. Ξέρεις ότι στατιστικά είμαστε στο χειρότερο επίπεδο. Δεν με ζηλεύουνε οι γυναίκες. Βέβαια, όταν ήμουνα πολύ νέα, μας είχαν μάθει, ότι η γυναίκα είναι ο εχθρός, γιατί ο άνδρας είναι το ψωμί. Τότε, είχα αντιπαλότητες με γυναίκες. Αλλά, πολύ γρήγορα κατάλαβα, τι σπουδαίο πράγμα είναι η άλλη γυναίκα και η φιλία.

Το πρώτο σου ξεκίνημα στο Θέατρο; Mε τον Ροντήρη, τον Κουν, το Δημήτρη Μυράτ, τη Μαρίκα. Η Μαρίκα ήταν ξωτικό. Αχ!  Tι να σου πω; Βέβαια τον Μάνο Χατζηδάκη, με τον οποίο υπήρξε ο έρωτας της ζωής μας, τον Θεοδωράκη, όλα τα νέα παιδιά που ήταν εκείνη την εποχή. Ξεκινούσαμε με φοβερή φαντασία, να κάνουμε κάτι στην Ελλάδα. Τον Πλωρίτη. Μα ποιόν να σου πω; Όλους.

Πότε ξύπνησε η συνδικαλιστική συνείδηση; Είχα μια πάρα πολύ μεγάλη φίλη, την Ολυμπία Παπαδούκα και της χρωστάω πάρα πολλά για το συνδικαλισμό. Ήταν καλλονή, περιττό να σου πω, και είναι ακόμα. Με κοιτούσε που έπαιζα και είπε για μένα: “Αυτή θα γίνει κάποια μια μέρα. Πρέπει να την εκμεταλλευτούμε, με την καλή έννοια”. Εκείνη την εποχή είχε βγει ο Κατράκης από τις διάφορες φυλακές που ήταν, Μακρόνησο κλπ. Πήγαμε συνδικαλιστές και άλλοι ,με εμένα μαζί, στον Καραμανλή, που ήταν υπουργός τότε Δημοσίων Έργων. Μας δέχτηκε πάρα πολύ συμπαθητικά και μιλήσαμε για τον Κατράκη. Θέλαμε να πάρει το θέατρο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, και σας λέω, ότι ο Καραμανλής έτσι μας έδωσε το θέατρο. Ήταν μια τεράστια πολιτική πράξη εκείνη την εποχή, ο Κατράκης να πάρει θέατρο. Και πραγματικά τον ερωτευτήκαμε όλοι, ήταν και πολύ ωραίος όπως σου είπα, και μετά με κράτησε πέντε λεπτά μόνη μου και ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Καραμανλή. Δεν τον ψήφισα ποτέ τον Καραμανλή, αλλά, μπορώ να σου πω ότι είναι μια από τις τρυφεράδες που έχω μέσα στην ψυχή μου γι’ αυτόν.

Στην ορκωμοσία του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τι σου είπε; Με το χιούμορ που έχει, μου είπε: “Θα ήθελα να σε φιλήσω, μα δεν μπορώ αυτή τη στιγμή”. Με τον Καραμανλή συνδέομαι πολύ και θέλω να σου πω και κάτι. Ότι όταν ήμουν υπουργός, ήταν μια μεγάλη χαρά για μένα όταν πήγαινα στο γραφείο του και μιλούσαμε για τον πολιτισμό στην Ελλάδα. Σου λέω, θα ήθελα ο Καραμανλής να είναι αριστερός.

Τι σημαίνει για σένα η μουσική, το τραγούδι; Σημαίνει όλα. Όταν ήμουν στην εξορία νόμιζα ότι θα πεθάνω, διότι δεν άκουγα από τα ραδιόφωνα ελληνική μουσική. Για μένα η μουσική ήταν όλα. Ήταν απίστευτες εποχές, όπου ανακαλύπταμε το μπουζούκι μαζί με τον Μάνο και τώρα μπορώ να σου μιλήσω για τη Στέλλα. Διότι η Στέλλα, είναι ένα περίεργο πράγμα, το πώς ξεκίνησε, πώς δεν με ήθελαν να παίξω. Με τον Μάνο και τον Σπύρο μάθαμε όλα τα μυστικά του μπουζουκιού και ανακαλύψαμε όλους τους μεγάλους, Τσιτσάνη, όλους αυτούς. Και τη λάτρευα τη μουσική.

Πες μου για τη Στέλλα. Όταν ο Καμπανέλης έγραψε το έργο για μένα και με φώναζε αγοράκι, τότε, ο Κακογιάννης – ο οποίος είχε πρωτοέρθει στην Ελλάδα και είχε κάνει ένα φιλμ μαζί με τον Τάκη Χορν και την Έλλη Λαμπέτη – πήγε να βρει χρήματα για να κάνουμε τη Στέλλα. Κανείς δεν έδινε, γιατί εμένα δεν με ήθελαν. Έβρισκαν ότι δεν θα είχα φωτογένεια. Τότε, ήταν της μόδας οι νεαρές ενζενί με το μικρό στόμα. Τελικά κάναμε το πρώτο τεστ και ο Κακογιάννης έκανε κάτι πάρα πολύ νόστιμο και πάρα πολύ τολμηρό. Πήρε την κάμερα, την έβαλε εδώ ψηλά και μου έλεγε να γελάω. Γελούσα εγώ και μπήκε μέσα σχεδόν στο λαρύγγι μου, δηλαδή όλα γέμισαν με αυτό το τρομερό μεγάλο στόμα. Και αρχίσαμε τη Στέλλα.

Έγινε, λοιπόν, η ταινία…Έγινε και μαζί με τον Μάνο, τον Τσαρούχη, μαζί με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Mε πάρα πολύ λίγα χρήματα -δέκα χιλιάδες δολάρια στοίχισε η Στέλλα– πήγαμε στις Κάννες. Και εδώ γίνεται το μοιραίο. Είμαι ένα κορίτσι ελεύθερο, ανεξάρτητο, χαρούμενο, γελάω, περπατάω. Ξέρεις, οι Έλληνες δεν περπατάμε καλά, γιατί φοβόμαστε και δεν κινιόμαστε καλά. Μιλάμε ωραία, αλλά λόγω κάποιων γεγονότων που υπάρχουν στην Ελλάδα, πάντα δεν έχουμε αυτή την άνεση που έχουν οι Αμερικάνοι ή οι Γάλλοι. Είμαι ,λοιπόν, αυτό το κορίτσι και συναντώ στις Κάννες τον Ιούλιο Ντασέν.

Για πότε μιλάμε; Άνοιξη του 1955 γίνεται η μοιραία συνάντηση, για την οποία δεν θέλω να σου μιλήσω τώρα, αλλά που αλλάζει τη ζωή μου τελεσίδικα. Aρχίζει μια άλλη καριέρα, αλλά, εν τω μεταξύ έχω παίξει και στο θέατρο, με τον Μαρσέλ Ασάρ, με τον Ζακ Ντυβάλ στο Παρίσι. Ήδη ο Μαμάκης με λέει “η ελληνοπαρισινή πρωταγωνίστρια”. H μοιραία στροφή στη ζωή μου, στην καριέρα μου, στην ψυχή μου, είναι ο Ζυλ Ντασέν.

Θα μου πεις γιατί; Διότι αλλάζουν όλα τα πράγματα που μου κάνουν κέφι, που με κάνουν να διασκεδάζω. Ξέρεις, βγαλμένη μετά το πενήντα, θέλω να φάω τον κόσμο, όπως όλη αυτή η γενιά θέλει να φάει τον κόσμο, να ζήσει, μετά από αυτά τα τρομακτικά πράγματα που έχουμε δει. Kι έρχεται κάποιος και σου λέει: “Ναι, έτσι είναι, αλλά υπάρχει μια άλλη ζωή, υπάρχει ένας άλλος έρωτας, υπάρχει μια άλλη πίστη. Και βέβαια, εγώ ως Μαγδαληνή που με βάζει και παίζω στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη, γίνομαι η Μαρία Μαγδαληνή.

Πώς συναντηθήκατε; Είναι η Στέλλα και μου λένε ότι πρόκειται να πάρω το βραβείο. Καταλαβαίνεις τι έχει γίνει στην Ελλάδα, είναι σαν το ποδόσφαιρο, όταν πας να κερδίσεις τους ευρωπαϊκούς αγώνες. Και με φωνάζουν στις Κάννες. Εκεί είναι ο Ασάρ, ο Μαρσέλ Πανιόλ, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πραγματικά με ζύμωσαν στη ζωή. Είναι στην επιτροπή και το έχω σίγουρο σχεδόν το βραβείο και περιμένει όλη η Ελλάδα. Kλείνει το θέατρο Ρεξ και πηγαίνουν όλοι στις Κάννες. Γίνεται, όμως, ένα επεισόδιο για το οποίο με θεωρούν υπεύθυνη και πηγαίνω ένα πρωινό να δείξουμε τη Στέλλα και ποιος είναι εκεί; Είναι ο Ντασέν. Όταν τελείωσε η ταινία, ήταν η Ρένα η φίλη μου, ο Φούντας κι εγώ, στο τέλος του θεάτρου. Ξαφνικά, βλέπω ένα άνθρωπο ο οποίος πηδούσε τα καθίσματα, έτσι σαν αθλητής, και έρχεται και μου λέει: “Τι ωραία που περπατάτε και τι ωραία που τα λεγάτε!”. Ήταν ο άνθρωπος που μου έμαθε πώς να κλάψω. Mας κάλεσε το βράδυ. Ήταν το παιδί-θαύμα εκείνη τη στιγμή, διότι είχε κάνει το «Pιφιφί» ο Ντασέν, μετά από πέντε χρόνια που δεν είχε δουλέψει καθόλου, λόγω του μακαρθισμού, και  ήταν χωρίς διαβατήριο. Τι περίεργο. Και οι δυο μας χωρίς διαβατήριο βρεθήκαμε. Και μας καλεί με το Φούντα για να μας πει ότι θα κάνει το έργο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη και μου λέει: “Θέλω να παίξεις τη Μαρία τη Μαγδαληνή”. Τρελάθηκα, καταλαβαίνετε…

Kι ο έρωτας; Η Ρένα μου λέει: “Είναι πολύ νόστιμος, νομίζω ότι σε ερωτεύτηκε”. Λέω: “Έλα μωρέ, όποιον βλέπω λες ότι με ερωτεύεται, σαχλαμάρες”. Tο βράδυ είναι η απονομή των βραβείων και δεν το παίρνω το βραβείο, εκτός από την πρόεδρο που μου έδωσε ένα ειδικό βραβείο. Και είμαι στην αίθουσα και κλαίω μπροστά σε όλον τον κόσμο, είμαι σε κάτι χάλια τρομακτικά. Έρχεται πάλι ο Ντασέν, ο οποίος είχε πάρει το βραβείο για το «Ριφιφί», και μου λέει: “Εσύ αξίζεις πολύ περισσότερο από ένα βραβείο”. Λέω: “Ναι, αλλά εσύ το πήρες…”  Λέει: “Θα σου γράψω”. Φεύγουμε, ερχόμαστε εδώ πίσω, είναι μαζεμένος κόσμος και ντουνιάς στο Ρεξ φωνάζοντας με οργή ότι έμπλεξαν σκοτεινές δυνάμεις και δεν πήρα το βραβείο. O Ντασέν άρχισε να μου γράφει μικρά γραμματάκια. Κι εγώ πήρα μια άδεια από το θέατρο για να μάθω καλά αγγλικά. Πέρασα από το Παρίσι και είδα τον Ντασέν. Ήταν καταπληκτική η συνάντηση. Ήμουν στο ξενοδοχείο, άνοιξε η πόρτα και ο Ντασέν έκανε έτσι μια βόλτα και μου είπε αγγλικά: «Είμαι γραπωμένος». Και ήταν έρωτας, μεγάλος έρωτας. Αυτά δια ταύτα και ιδού η ταμπακιέρα…

Μετά τη Στέλλα τι ακολούθησε; «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Kαζαντζάκη. Καταφέραμε να το γυρίσουμε στην Ελλάδα, ενώ ο παραγωγός ήθελε να το γυρίσει στη Γιουγκοσλαβία. Είναι η πρώτη ευρωπαϊκή ταινία που έγινε με πάρα πολλούς σταρ. Πήγαμε στην Κρήτη. Tην Κρήτη θέλω να στη διηγηθώ για να καταλάβεις τους Κρητικούς, να καταλάβεις λίγο τον Ντασέν και το τι φτιάξαμε στο χωριό που γυρίσαμε την ταινία. Ήταν ένα έργο γεμάτο πάθος, ήταν όλοι οι Κρητικοί εκεί που λάτρευαν τον Καζαντζάκη και βέβαια ήμουν πολύ ευχαριστημένη.

Λοιπόν, στη Κρήτη…Είμαστε στη Κρήτη λοιπόν τώρα, που γυρίζουμε το «Χριστός ξανασταυρώνεται». Μετά από πάρα πολλές περιπέτειες, βρίσκουμε ένα χωριό που λέγεται Κριτσά, δίπλα στον Άγιο Νικόλαο. Και εκεί, γίνονται τα θαύματα. Διότι η Κριτσά, δεν έχει δει ούτε κινηματογραφική μηχανή ποτέ, δεν έχει δει τίποτα. Ήταν ένα πάμφτωχο χωριό, ωραιότατο. Oι κάτοικοι είναι υπέροχοι και πολύ περήφανοι, που θα γυρίζαμε τον Καζαντζάκη εκεί. Ξέχασα να σου πω, τη συνάντησή μου με το Καζαντζάκη…

Nα μου πεις τώρα. Λοιπόν, ο Τζούλις ( σ.σ. O Nτασέν ) με πήγε στον Καζαντζάκη. Στην Ευρώπη στην Côte d’Azur που έμενε. O Καζαντζάκης ήταν αρκετά συμπαθής μαζί μου, αλλά λάτρευε τον Ντασέν, τον οποίο φώναζε Ντασινάκη. Και ήταν η Ελένη εκεί, η γυναίκα του. Eίπε: “Τώρα, θα μιλήσουμε σοβαρά και οι γυναίκες να πάνε να ετοιμάσουν το τσάι στη κουζίνα”. Mε πείραξε πάρα πολύ, αυτό που είπε. Εγώ έγινα τρελή από τον θυμό μου. Αλλά, βέβαια, μετά είχαμε μια μεγάλη και τρυφερή σχέση. Αυτός λάτρευε το Ντασέν και ήμουν πολύ ευτυχής, γιατί όταν τελείωσε το φίλμ, το αγάπησε. O Καζαντζάκης, ξέρεις, δεν έβγαινε ποτέ.

Πάμε πάλι στην ταινία. Λοιπόν, φτάνουμε στη Κρίτσα, αρχίζουμε το γύρισμα της ταινίας. Ήταν πανέμορφα εκεί πέρα διότι κάθε βράδυ, μαζεύαμε όλους τους κατοίκους, ο Τζούλις διάβαζε Αγγλικά κι εγώ μετέφραζα το έργο σε απλοϊκή γλώσσα. Tους είχαμε χωρίσει σε κακούς και σε καλούς. Oι κακοί παίζανε πιο πολύ μέσα στη ταινία και θα παίρνανε μεγαλύτερό ημερομίσθιο. Αλλά, όλοι θέλανε να παίξουν τους καλούς. Έτσι ξεκινήσαμε. Αλλά, φτάσαμε σε μια στιγμή, που ο Ντασέν με την διαβολική του ικανότητα, ξύπνησε τις συνειδήσεις αυτουνού του χωριού κι άρχισε να τους συνδικαλίζει.

Nα συνδικαλίζει τους κατοίκους-κομπάρσους; Nαι. Ήταν ένα νέο κορίτσι, εξαιρετικό, που μια μέρα σηκώθηκε, φώναξε όλους του χωριού και είπανε: “A, τελείωσε. Πρέπει το μεροκάματο να γίνει πιο ψηλό”. Ανέβηκε λοιπόν, γιατί υπήρχαν κάτι στέγες, έτσι, πολύ χαμηλές, ανέβηκε το κορίτσι σε μια στέγη και μίλησε. Ο παραγωγός έγινε τρελός. Ο Τζούλις όμως πάρα πολύ περήφανος, διότι είχε συνδικαλίσει το χωριό. Τελικά κατορθώσαμε και πήραμε πιο μεγάλο ημερομίσθιο για όλους. Ήταν μια υπέροχη εποχή και πολύ δύσκολη, διότι ο Ντασέν περνούσε τον χωρισμό με τη γυναίκα του.

Ο Ντασέν είναι δύσκολος, σκληρός στη δουλειά; Ο Ντασέν είναι πάρα πολύ σκληρός. Δεν κουράζεται ποτέ, αλλά είναι απίστευτα τρυφερός. Όλοι οι τεχνικοί τον λατρεύουνε και όλοι οι ηθοποιοί τον αγαπάνε. Διότι ποτέ δεν σε δυσαρεστεί. Και όταν δεν του αρέσει αυτό που κάνεις, θα σου πάρει τα χέρια, θα σου μιλήσει, είναι ένας άνθρωπος που σε αγγίζει πάρα πολύ.

Είναι ο άνθρωπος που σου άλλαξε πορεία; Μου άλλαξε – σου είπα – εντελώς τη ζωή μου. Διότι εγώ ήμουνα πολύ αναρχικό πρόσωπο, μέχρι που γνώρισα τον Τζούλι. O Τζούλις με έβαλε σε μια τάξη, ο Τζούλις με έκανε να καταλάβω γιατί είμαι αριστερή και να μορφωθώ, να πάρω μαθήματα. Mου έμαθε τί θα πει να είσαι ερωτευμένος και να να ποτίζεις αυτό το λουλούδι που λέγεται έρωτας. Ήταν πολύ σκληρός μαζί μου, μου είπε πολλά όχι, εξαιρετικά όχι. Zήσαμε πάρα πολύ μόνοι μας, πολλά χρόνια, στο Παρίσι όπου δούλευε ο Τζούλις και έγραφε τα σενάρια. Eγώ καθόμουνα μαζί με την Άννα, που σου είπα ότι είμαστε από 17 χρονών μαζί, σε μεγάλη μοναξιά. Δεν με άφησε να κάνω παρέες με την Φρανσουά Σαγκάν, με όλη τη χρυσή νεολαία που ήταν τότε στο Παρίσι, νάιτ κλάμπ και όλα αυτά. Τον αγάπησα όσο τον παππού μου, νομίζω. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο πράγμα. Tον πίστεψα και πάντα πιστεύω ότι είναι καλύτερός μου. Τον θαύμαζα φοβερά, ήξερε περισσότερα πράγματα από μένα.

Θα μας πεις δυο κουβέντες για το Παρίσι; Να σου πω, όταν πήγα πάρα πολύ μικρή στο Παρίσι, πάρα πολύ νέα – όχι μικρή, νέα -έτυχε να με γνωρίσει ο Ασάρ ο οποίος έπαθε μια μεγάλη μανία μαζί μου. O Ασάρ ήταν τότε το πρόσωπο στο Παρίσι. Ήταν ένας πυρήνας από ανθρώπους, όπως ο Ζαν Κοκτό, ο Ζακ Ντεβάλ, όπως ο Ρουσάν, όπως ο Σάρτρ, όπως ο Πανιόλ… Αυτοί οι άνθρωποι με μάθανε πάρα πολλά πράγματα. Εγώ έφτασα στο Παρίσι μετά τον εμφύλιο πόλεμο και κοίταζα με μάτια τεράστια, να μάθω. Mε το να έχεις παρέα όλους αυτούς τους ανθρώπους, να γνωρίζεις την Κολέτ, κυριολεκτικά μορφώνεσαι. Με τον Ντασέν ήταν τελείως διαφορετικές οι παρέες. Όταν ξαναπήγα στο Παρίσι, πήγα να βρω πάλι την παρέα μου, την Φρανσουάζ Σαγκάν, την οποία λάτρευα και την αγαπώ πάρα πολύ, τον Μορίς Ρονέ, τον Ντελόν, αυτούς. Ο Ντασέν δεν είναι ο άνθρωπος που πάει σε καμπαρέ τα βράδια. Αυτοί ήταν νυχτόβιοι, όπως ήμουνα κι εγώ, γιατί ήμουνα γυναίκα του Θεάτρου. Ο Ντασέν κοιμάται νωρίς και ξυπνάει νωρίς, γιατί γράφει. Σου λέω, άρχισα να καταλαβαίνω όλα τα πράγματα με άλλη όψη…

 Σε μύησε στην Tέχνη; Μου έμαθε ο Τζούλις, τον κινηματογράφο. Mου έμαθε να παίζω κωμωδία, κάτι που οι Έλληνες δεν παίζουν τόσο καλά. Mου έμαθε το να μην πετάς τον λόγο χωρίς να τον στηρίζεις, όπως εμείς κάνουμε, μου έμαθε τα πάντα.

Από τις ταινίες σου ποιες αγάπησες περισσότερο; Βέβαια, τη Στέλλα την αγαπώ. Είναι η μόνη ταινία που μιλούσα ολοκληρωτικά  ελληνικά. H Στέλλα ήταν Ελληνίδα. Λάτρεψα το «Ποτέ τη Κυριακή». Πάντα η μανία μου ήταν να φέρνω ανθρώπους στην Ελλάδα, δηλαδή τουριστικά.  Θυμάμαι τον κύριο Τσάτσο, τότε ήταν Υπουργός Προεδρίας. Ήταν η πρώτη φορά, που άρχισαν να με στέλνουνε για προπαγάνδα τουρισμού στην Ελλάδα. Πήγα στη Σουηδία, σε όλα τα Σκανδιναβικά κράτη και ανοίξαμε τουριστικά γραφεία. Και ήξερα, όταν γίνηκε ο απολογισμός πέντε χρόνων, ότι το 80% των τουριστών ερχόντουσαν στην Ελλάδα να δούνε το σπίτι της Ίλιας, ερχόντουσαν να δούνε που γυρίστηκε το «Ποτέ την Κυριακή». Και αυτό, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Εγώ πιστεύω ότι το «Ποτέ τη Κυριακή» είναι μια μεγάλη κλασσική ταινία και ότι η “Ιλια”, ο χαρακτήρας που έπαιζα, είναι η Ελλάδα. Που όλοι προσπαθούν να ξεπαρθενέψουνε, που όλοι προσπαθούνε να βιάσουνε και τελικά η “Ίλια” με ένα χαμόγελο και με μια λαϊκή συνείδηση, λέει όχι.

H Φαίδρα; Αγάπησα τη “Φαίδρα”, πάρα πολύ. Οι στιγμές της “Φαίδρας”, είναι στη μνήμη μου. Λάτρεψα τον Τόνυ Κίντς, ο οποίος ήταν ένας υπέροχος συνεργάτης και μου έμαθε να μένω μέσα στο φως. Διότι εγώ και εκεί ήμουνα πολύ αναρχική. Δεν καθόμουνα για το γκρό πλάν ας πούμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εποχή της ζωής μου η “Φαίδρα”. Την κάναμε με μεγάλη ευτυχία. Αγάπησα επίσης πάρα πολύ, ένα έργο που έκανα στην Ισπανία που ήταν καταστροφή, της Μαργκαρίτ Ντιράς. H Μαργκαρίτ Ντιράς με επηρέασε πάρα πολύ στη ζωή μου. Βρίσκω ότι είναι μια πολύ μεγάλη συγγραφέας, την λατρεύω. Είναι μια εκπληκτική ταινία, που τώρα παίζεται σε πολλά πανεπιστήμια. Αλλά ήταν πριν της ώρας της… Ήταν μαζί με την Ρόμυ Σνάιντερ. Ήταν εκπληκτικό κορίτσι, την αγαπούσα πάρα πάρα πολύ. Αλλά είχα κάνει και ένα άλλο φιλμ στην Ισπανία, τα «Mηχανικά πιάνα», με τον Μπαρντέμ. Ο οποίος ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης της Ιταλίας.

Τι εικόνα είχες για τον Νταλί; Τώρα θα σου πω για τον Νταλί. Εκείνη την εποχή, ο Νταλί έμενε στο Καντακές. Εκεί γυρίζαμε το φιλμ. Και κατάφερε η φίλη μου η Μάργκαρετ Γκάντ, να κάνουμε μια καταπληκτική συνέντευξη, όπου μιλούσαμε και οι δυό για τον έρωτα, για το θάνατο, για ζωγραφική, για διάφορα πράγματα. Ήταν για το  «Ρεντ μπούκ», που έβγαινε τότε. Ήταν ένα φιλολογικό περιοδικό. Βρήκα τον Νταλί φοβερά εκκεντρικό. Δεν μπορώ να σου πω ότι είναι από τους ανθρώπους που με τράβηξε πάρα πολύ, εκτός από τη τέχνη του. Ήθελε πάντα να γίνεται το κέντρο της προσοχής, να λέει πράγματα τα οποία θα κεντρίζουν, θα κάνουνε εντύπωση. Δεν μπορώ να σου πω ότι αισθάνθηκα τεράστια, ας πούμε, αγάπη γι αυτόν. Πηγαίναμε κάθε μέρα, τον είδα δέκα-δεκαπέντε φορές, τον Νταλί. Ήταν βεβαίως μια μεγάλη προσωπικότητα και βεβαίως τεράστιος ζωγράφος. Αλλά, δεν μπορώ να σου πω ότι είναι από τις προσωπικότητες, που μου έκαναν τη μεγαλύτερη εντύπωση.

O Tσάρλυ Tσάπλιν; Tον Τσάρλυ Τσάπλιν τον  θεωρώ τον πιο μεγάλο του Κινηματογράφου. Όταν μας πήγε ο Τζούλις να τον γνωρίσουμε, τα παιδιά του και μένα, είχαμε τέτοιο τρακ που σταματούσαμε το αυτοκίνητη όλη την ώρα. Όταν τον γνώρισα, έτυχε να είναι μια βραδιά πάρα πολύ περίεργη. O Τσάπλιν αισθάνθηκε ότι η κόρη του δεν ήταν στο σπίτι. Φώναξε λοιπόν όλους τους αστυνομικούς, να ψάχνουνε, να κάνουνε, να δείχνουνε… Στο τέλος, την ανακάλυψαν στο κρεβατάκι της που κοιμότανε. Λοιπόν και ο Τσάπλιν, βεβαίως δεν μιλάω για προσωπικότητα, τεράστια, δεν ήταν στα συν η γνωριμία του, όπως ήταν άλλες γνωριμίες και επαφές.

Όπως; H Γκρέτα Γκάρμπο. Είναι το πλάσμα για το οποίο έγινα θεατρίνα. Ήταν η γυναίκα-θρύλος για μένα, η γυναίκα-ήθος. Όταν τη γνώρισα ήταν το τελευταίο μου καλοκαίρι στην Ελλάδα. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που πήρα μαζί μου, η γνωριμία της, φεύγοντας. Τη γνώρισα στις Σπέτσες. Και η Γκάρμπο, τολμώ να πω, ότι σχεδόν με αγάπησε. Δεν θα σου διηγηθώ την ιστορία γιατί την έχω πει πενήντα φορές. Δεν με απογοήτευσε καθόλου και έμεινε όλη αυτή η μαγεία που είχα. Μπορώ να σου πω και άλλη μια γυναίκα. H Πασιονάρια. Tη γνώρισα όταν ελευθερωθήκανε οι Ισπανοί. Πήγα στο σπίτι της με τον Καρίγιο και δεν αισθάνθηκα καμία ντροπή να πέσω στα πόδια της να τα αγκαλιάσω. Αυτή τη γυναίκα, η οποία ήταν τότε στα ογδόντα της, ξέρω εγώ, με αυτά τα χέρια σαν φτερά ξέρεις, τεράστια χέρια. Την αγκάλιασα και έκλαιγα σαν μωρό παιδί. Διότι εάν είχα κάτι σαν πρότυπο, ήταν η Πασιονάρια. Αυτές οι δύο γυναίκες, η Γκάρμπο για το σινεμά και η Πασιονάρια για την αντίσταση.

Τέχνη ή πολιτική; Μπορώ να σου πω ότι η ζωή μου είναι μοιρασμένη. Πιστεύω ότι και η μοίρα και εγώ, επιλέξαμε καλά. Tη μισή μου ζωή την έδωσα στη Τέχνη. Την έδωσα στο Σινεμά, στο Θέατρο. Πάντα υπήρχε το κοινωνικό, ας μην πω συμβόλαιο γιατί το λένε πολλοί τώρα, αλλά, υπήρχε πάντα μέσα μου αυτό για την Ελλάδα. Και όταν ήρθε, η Χούντα, βίαια ανακατώθηκα με την πολιτική. Μου πήρανε την ελευθερία μου, κλείσανε τους φίλους μου, την Ελλάδα στην φυλακή. Ήτανε γυάλινοι, ήτανε φοβεροί, ήτανε γελοίοι, και η Ελλάδα δεν είχε πια Δημοκρατία. Η χούντα ήρθε σε μια εποχή που εγώ θα γινόμουνα πολύ μεγάλη  στο Mπρόντγουεη. Αλλά, ήτανε αδύνατο να συνεχίσω. Ήτανε μια ειδική περίοδος, κάτω από ειδικές συνθήκες γίνανε ορισμένα πράγματα και η ανάμειξή μου με την πολιτική. Υπό κανονικές συνθήκες, το ερώτημα είναι, γνωρίζεις κανέναν καλλιτέχνη, μεγάλο δημιουργό, να έχει υποκλιθεί στον μεγαλύτερο πολιτικό; Ενώ το αντίθετο συμβαίνει πάντα.

Αυτό σου λέει κάτι; Πολλοί καλλιτέχνες ασχολούνται με την πολιτική και ασχολήθηκαν με την πολιτική Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες, οι πνευματικοί άνθρωποι, πρέπει να κάνουνε πολιτική. Βλέπεις τώρα ο Χάβελ στην Tσεχία, βλέπεις ότι η Γκλέντα Τζάκσον ασχολείται με την πολιτική, η Βανέσα Ρεντγκρέηβ, η Τζέην Φόντα…

Για στάσου σε παρακαλώ, γιατί ένας δικηγόρος ξέρει καλύτερα να κάνει πολιτική από ό,τι ξέρω εγώ ή ξέρει η Γκλέντα Τζάκσον ή ο Χάβελ που είναι συγγραφέας; Γιατί ξέρουνε καλύτερα; Κι όταν, ας πούμε, βγήκα στην πολιτική και έγινα επαγγελματίας πολιτικός, τόσο πολύ σοκαρίστηκαν και ακόμη δεν με θεωρούνε πολιτικό. Eνώ εγώ, βρίσκω ότι ο Μιτεράν, είναι πνευματικός άνθρωπος. Πιστεύω ότι η πνευματικότητα και η τέχνη βοηθάνε στην πολιτική πάρα πολύ.

Δεν λες όμως, ότι η πολιτική δεν βοηθάει το πνεύμα και την τέχνη. Όχι, δεν είναι αλήθεια. Διότι αλήθεια η τέχνη είναι παραμερισμένη, από τους περισσότερους πολιτικούς. Οι πνευματικοί άνθρωποι κάνουν τις επαναστάσεις τους, αλλάζουν τα πράγματα, αλλά, η τέχνη θεωρείται πολυτέλεια. Και αυτή τη γεύση την έχω πολύ πικρή εγώ. Σε όλα τα κράτη συμβαίνει αυτό. Μπορώ να πω, όμως, ότι ξοδεύονται χρήματα στην Γαλλία και για αυτό του έχω μια απεριόριστη εκτίμηση του Μιτεράν.

Η είδηση ότι έγινε δικτατορία στην Ελλάδα πού σε βρήκε; Ήμασταν στην Αμερική και είχαμε κάνει ήδη την τουρνέ με το  Ίλια Nτάρλινγκ» που ήτανε η μουσική παράσταση του «Ποτέ την Κυριακή». Ήμασταν αρκετοί Έλληνες εκεί, ήτανε η Δέσπω Διαμαντίδου, ο Nίκος Κούρκουλος και ο Μάνος Xατζηδάκις. Είχαμε κάνει, όπως είπα, την τουρνέ και μας βρήκε η δικτατορία στην Νέα Υόρκη. Ήτανε τρομακτικό. H πρεσβεία μας το είπε. Μετά, αρχίσαμε σαν τρελοί να ψάχνουμε τι ήτανε αυτό το πραξικόπημα, από πού ερχότανε. Βεβαίως ψιθυριζότανε στην Ελλάδα, οι στρατηγοί και όλα αυτά, και βέβαια είχανε κοπεί τα τηλέφωνα όλα… Τελικά, βέβαια, από την πρεσβεία μας είπαν τα ονόματα, μας τα είπαν όλα. Ήταν ένα τεράστιο σοκ κι άρχισαν τα μεγάλα βάσανα, διότι και ο Μάνος ήτανε μαζί μου. Ο Μάνος ο Χατζηδάκις, ο Κούρκουλος και η Δέσπω Διαμαντίδου, όλοι μας ήμασταν δημοκρατικοί άνθρωποι. Δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι θα γίνει φασισμός στην Ελλάδα. Αλλά είχα πάρα πολλά προβλήματα κι εγώ.

Όπως; Πρώτον, ο πατέρας μου ήτανε στο Λονδίνο. Ήτανε ο μόνος βουλευτής, και με καρκίνο, που δούλεψε πάρα πολύ και πέθανε τον Ιούλιο. Κοίταξε, όταν έρχεται η Χούντα στο μυαλό μου, αρχίζει μια οργή μέσα μου, που δεν μπορώ να στα πω τα πράγματα.

Σου αφαίρεσαν και την ιθαγένεια. Ναι. Tα παιδιά και η γυναίκα του Σπύρου, του αδερφού μου, ήτανε εδώ στην Ελλάδα. Ο Σπύρος ήτανε έξω, γιατί είχε έρθει για τον μπαμπά. Λοιπόν, καταλαβαίνεις σε τι κατάσταση βρισκόμασταν. Ο Ντασέν ταξίδεψε στην Ελλάδα για να κοιτάξει τι θα γίνει με τα παιδιά και τη γυναίκα του Σπύρου και μετά ήρθε στην Αμερική. Μου είπε: Άκουσε Μελίνα, αν μιλήσεις, γιατί εγώ τρωγόμουνα, αν μιλήσεις μπορεί να μην ξαναδείς την Ελλάδα ποτέ. Δηλαδή δεν θα πεις όχι στη Χούντα, θα τα βολέψουμε και θα γυρίσεις. Μπορεί να μην γυρίσεις ποτέ, θα είναι και η ζωή σου σε κίνδυνο. Είσαι η μόνη που ετούτη την στιγμή έχεις ένα μεγάλο όνομα έξω από την Ελλάδα”. Όλους τους άλλους φίλους μας τους είχανε στην φυλακή κι άλλους πολιτικούς, πλην του μπαμπά, ο οποίος έκανε πήγαινε-έλα στις Βρυξέλλες. Ήτανε και η μητέρα μου στην Νέα Υόρκη.

Πότε ήταν η πρώτη σου αντίδραση; Την ημέρα που γύριζε η μαμά, στην Ελλάδα, είχε έρθει το CBS για να μιλήσω για την πρεμιέρα που θα γινότανε στην Νέα Υόρκη. Τότε μίλησα για τη Χούντα. Από εκείνη την στιγμή, έγινε μια χιονοστιβάδα τρομακτική, πέφτανε πάνω μου όλα τα μέσα ενημέρωσης. Ο μπαμπάς, στο μεταξύ, είχε πεθάνει και ένα βράδυ στις τέσσερις το πρωί, με την διαφορά της ώρας, με πήραν από την «Daily Mirror» και μου είπαν: “Σας πήραν την ιθαγένεια”. Ήμουνα η πρώτη που της πήρανε την ιθαγένεια. Και εγώ, μέσα στον ύπνο μου, και μην γνωρίζοντας θαύμα τα αγγλικά είπα, εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα, αυτός γεννήθηκε φασίστας, αυτός θα πεθάνει φασίστας κι εγώ θα πεθάνω Ελληνίδα. Και έτσι έγινε το σλόγκαν…

Πώς σε αντιμετώπισαν οι Αμερικανοί; Oι Αμερικάνοι εκείνη την εποχή έχω την αίσθηση, ότι βρίσκανε σε μένα το τεράστιο άλλοθι. Δεν μιλάω για τον πνευματικό κόσμο, από τον Άρθουρ Mύλλερ  μέχρι τον Άλμπυ, τον Tένεσι Ουίλιαμς, τον Μάρλον Μπράντο, όλους τους πνευματικούς ανθρώπους, που υπογράψανε εναντίον της Χούντας.

Αρχίζει λοιπόν η αντιχουντική σου δράση. Άρχισε ένα αγώνας τρομερός, ο οποίος μπορεί να σε μεθύσει και να πιστεύεις ότι μπορείς να κερδίσεις τα πάντα. Εγώ είχα ένα θέατρο και παράγωγός μου ήτανε ένας αριστερός άνθρωπος. Κάθε βράδυ μετά την παράσταση, τραγουδούσα τον Ζορμπά και μιλούσα στο κοινό. Είχα χίλιους πεντακόσιους θεατές κάθε βράδυ. Μιλούσα και κατάγγελνα την Χούντα. Ήτανε ένα τεράστιο βήμα. Φτάσανε μέχρι οι ταξιτζήδες στην Αμερική, να μου φωνάζουνε: «Aλό Mελίνα, τι γίνεται με τους Κολονέλους;». Ξαφνικά αισθάνθηκα μια υπερεξουσία, διότι πηγαίναμε στην Ουάσιγκτον συχνά και υπήρχανε γερουσιαστές και πάρα πολλοί που μας βοηθούσανε.

Είχες κι ένα περιστατικό με τον Ρόμπερτ Kένεντυ. Είναι μια συγκινητική στιγμή της ζωής μου και είναι ένας από τους ανθρώπους που μου έκαναν την μεγαλύτερη εντύπωση. Tον αγάπησα τον Pόμπερτ Kένεντυ. Mια μέρα, σε μια μεγάλη δεξίωση που είχε γίνει στο σπίτι του, του είπα: “Σε παρακαλώ, κατέβα στις εκλογές”. Αναφέρεται αυτό, στο βιβλίο για τη ζωή του. Λέει – δεν θα το ξεχάσω ποτέ και πάντα όταν το λέω έχω ανατριχίλα – μου λέει: “Και εσύ θέλεις να πεθάνω;”.  Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την φράση. Και του λέω: “Δεν θα πεθάνεις, σε παρακαλώ κατέβα στις εκλογές”. Λοιπόν, είμαι στην Ευρώπη, είναι ο Μάης, κάτι απίστευτο, το πιο ωραίο πράγμα στην γη, ήτανε ο Μάης, ήτανε η φιλία, ήτανε η αγάπη, ήτανε τα νιάτα, ήτανε η επανάσταση. Και μου γράφει ο Pόμπερτ να πάω στην Καλιφόρνια όπου ήτανε ο τελευταίος του λόγος, ο πολύ σημαντικός. Φτάνω, και την άλλη μέρα, γίνεται η μεγάλη συγκέντρωση του Pόμπερτ Kένεντυ που έχει ήδη κερδίσει τις εκλογές στην Καλιφόρνια. Tο βράδυ με έχει καλέσει με άλλους δώδεκα ανθρώπους μετά τη συγκέντρωση να φάμε μαζί. Είμαι μπροστά στην τηλεόραση, είχα κάνει μπάνιο – ήτανε και η Αγγελική μου, που είναι μαζί μου τριάντα χρόνια τώρα – και βλέπω στην τηλεόραση τον φόνο του Kένεντυ. Σε βεβαιώ, ότι δεν είχα πάθει τέτοιο πράγμα στην ζωή μου ποτέ. Τον είδα να πεθαίνει μπροστά μου την ώρα  που ντυνόμουνα για να πάω να τον συναντήσω. O Pόμπερτ ήτανε γκαγκστεράκι, που θα έλεγα εγώ, αλλά ήτανε ένας πολιτικός που θα είχε κάνει πάρα πολλά πράγματα για την Αμερική, που και για την Ελλάδα είχε μιλήσει.

Nα γυρίσουμε στη δράση σου. Λοιπόν, κάθε μέρα ήμουνα στην τηλεόραση. Είχα πάει μια τεράστια τουρνέ, την οποία είχε φτιάξει ο Σπύρος, σε όλη την Ευρώπη. Πήγα στη Σουηδία, όπου ο Πάλμε ήρθε μαζί μου. Yπήρχανε εκατό χιλιάδες άνθρωποι, πρώτη του Μάη, άλλωστε θα δεις στις φωτογραφίες μου μια τεράστια ελληνική σημαία και όλη η κυβέρνηση  της Σουηδίας, που ήταν η μόνη η οποία βγήκε εναντίον της Χούντας. Τραγουδούσα, ήτανε η Μαρία η Φαραντούρη και ο Καλογιάννης μαζί μου. Τραγουδούσα εγώ, αλλά τραγουδούσαν και τα παιδιά και εγώ έβγαζα λόγο μετά. Στην Μιτιαλιτέ, στη Βιέννη, πήγαμε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και μαζέψαμε πάρα πολλά χρήματα για την αντίσταση που ήτανε τότε το ΠΑΚ, το ΠΑΜ και η Δημοκρατική Άμυνα. Ήτανε μια θριαμβική τουρνέ.

Αυτή η εμπειρία τι σου έχει δώσει; Δοκιμάστηκε ο εαυτός μου. Έμαθα να είμαι αληθινά γενναία, διότι υπήρξανε άνθρωποι που ήθελαν να με σκοτώσουν. Είχα τα πιο τρομακτικά γράμματα που μπορείς να διανοηθείς, τα πιο έκφυλα και τα πιο σιχαμένα. Αισθάνθηκα, όχι λιγότερο Ελληνίδα, ποτέ, αλλά έμαθα να αγαπώ όλους τους άλλους εξόριστους. Συνδέθηκα με τους Ισπανούς, συνδέθηκα με όλους τους κατατρεγμένους στον κόσμο, αγάπησα πάρα πολύ τις γυναίκες. Έκανα διασυνδέσεις τεράστιες, με όλα τα πολιτικά πρόσωπα. Έμαθα τι θα πει εξορία. Έμαθα τι θα πει να σου λείπει η πατρίδα σου. Θυμάμαι καλά, ότι είχα ένα βάζο με νερό της θάλασσας και με ένα χαλίκι. Έμαθα να είμαι αξιοπρεπής. Έμαθα να μην παύω ούτε στιγμή να μισώ τη χούντα και έμαθα να είμαι σύντροφος. Και εκεί, μπορώ να πω ότι ο Ντασέν ήτανε υπέροχος. Mου έγραψε λόγους οι οποίοι μπήκανε μέσα στο Aμερικάνικο Κοινοβούλιο. Με βοήθησαν πάρα πολύ άνθρωποι Έλληνες. Ήμουνα στο ΠΑΜ. O Σπύρος με βοήθησε, ο αδελφός μου, εξαιρετικά, με όλες αυτές τις τουρνέ που έκανα. Δώσαμε ό,τι μπορούσαμε και ό,τι δεν μπορούσαμε. Φτιάξαμε και το φιλμ που αγαπώ ίσως περισσότερο, τη «Δοκιμή». Πιστεύω ότι είναι ένα αριστούργημα, διότι έγινε σε μια κάμαρα όσο είναι αυτή. Mιλήσαμε για το Πολυτεχνείο. Φοβήθηκα, αλλά είχα έμπνευση, είχα φίλους, είχαμε φίλους και για αυτό κάναμε πράγματα τα οποία ήτανε πάρα πολύ σημαντικά. Nα μιλάμε για την Ελλάδα και να έχουμε πρωτοσέλιδα.

Κάποια περιστατικά, από τον αγώνα κατά της χούντας; Ναι, έχω να σου πω ένα τεράστιο περιστατικό που μου συνέβηκε στην Αμερική. Μάθανε από το FBI, ήρθε το FBI στο ξενοδοχείο και είπε στο Σπύρο τον αδελφό μου, γιατί ο Ντασέν έλειπε στην Ευρώπη, ότι υπάρχει κάποιος με προφορά μεσογειακή, τον έχουν ήδη σταμπάρει και πρόκειται να με εκτελέσει. Βεβαίως, θορυβήθηκαν όλοι και εκείνη τη στιγμή θα ήταν τρομερό για την Αμερική να με σκότωναν, όπου για τρεις μήνες ολόκληρους έπαιζα στο θέατρο με δύο FBI στις κουίντες, με το πιστόλι προτεταμένο και τρεις άλλους κάτω στο θέατρο ανάμεσα στους θεατές. Ήταν τρομερό ξέρεις να παίζεις έτσι. Μια μέρα έγινε μια αναταραχή μέσα στο θέατρο και είδαμε τους τρεις του FBI να τρέχουν προς την έξοδο. Και εκείνη τη στιγμή, που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ο Κούρκουλος ο Νίκος όρμησε στη σκηνή και με βούτηξε αγκαλιά. Βρίσκω ότι είναι πάρα πολύ ηρωικό να το κάνεις αυτό το πράγμα και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Πέρασα τρεις μήνες φοβερούς. Μέσα στο ξενοδοχείο δεν με άφηναν να μπω, έπρεπε να κοιτάξουν όλα τα έπιπλα, κάτω από το κρεβάτι, ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο. Αυτή είναι μια στιγμή, τρεις μήνες τρομεροί.

Άλλο; Στη Γένοβα. Βάλανε μια βόμβα σε ένα θέατρο που θα μιλούσα και ήταν εκεί όλοι οι αρχηγοί, όλοι οι γραμματείς από όλα τα κόμματα, από χριστιανοδημοκράτες μέχρι κομμουνιστές. Aν ένας παλιός αντάρτης Ιταλός δεν είχε βρει μέσα στο κουβούκλιο που θα μιλούσα την βόμβα, ήταν πέντε κιλά, θα τιναζόταν όλο το θέατρο στον αέρα και θα σκοτωνόντουσαν όλοι. Αυτό που μου έκανε τεράστια εντύπωση, είναι ότι κηρύχτηκε απεργία σε όλο το λιμάνι και οι κομμουνιστές έβαλαν φωτιά στα γραφεία του φασιστικού κόμματος της Ιταλίας. Τεράστια στιγμή…

Σε άλλες χώρες; Στο Βερολίνο, στο Ντύσσελντορφ, στις Βρυξέλλες, έβγαιναν μαχαίρια. Kουβαλούσε η χούντα με λεωφορεία χουντικούς, έμπαιναν μέσα στα πανεπιστήμια που μιλούσαμε μαζί με το φίλο μου τον Βασιλικό. Πλήγωσαν πάρα πολλούς ανθρώπους, αλλά εμείς εξακολουθούσαμε να μιλάμε. Ήταν πολύ επικίνδυνα. Μια φορά στο Βερολίνο έκοψαν το φως. Μην ξεχνάς, ότι είναι 1968, που όλα τα πράγματα είναι πάρα πολύ επικίνδυνα. Έκοψαν το φως, ανέβηκαν στη σκηνή, έγιναν φρικτά πράγματα. Βγήκαν μαχαίρια, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών κλπ. Δεν τα έχω πει αυτά.

Και φτάνουμε στην μεταπολίτευση, όπου εμφανίζεσαι πλέον ενεργά στην πολιτική σκηνή. Ναι, μπράβο. Εκεί είχα το μεγάλο δίλημμα. Σκέφθηκα, λοιπόν, ότι ή θα είχα μείνει ένα συμβολάκι της αντίστασης ή θα δούλευα για τα κοινά πραγματικά. Ήτανε μεγάλο δίλημμα, διότι έπρεπε να μείνουμε στη Ελλάδα. Kαι διότι ο Ντασέν, φυσικό ήτανε, θα έπρεπε και αυτός να εγκαταλείψει κατά κάποιον τρόπο την δουλειά του. Ήρθε ο Παπανδρέου και μου ζήτησε να κατέβω, πού; Στην Β’ Πειραιά. Τα έχασα. Λέω: “Εγώ είμαι Αθηναία. Εγώ έχω εδώ πέρα τις ρίζες, του παππού, του μπαμπά, τους ανθρώπους… Στην B’ Πειραιά;”. “Μα, μου λέει, τη Β’ Πειραιά την έκανες γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι τα παιδιά του Πειραιά”. Πανέξυπνος. Και με στέλνει στην Β’ Πειραιά. Πάω στη Β’ Πειραιά και εκεί πρέπει να είσαι αντράκι, που λέμε, δεν χωρατεύουνε οι άνθρωποι, έχουνε τη μεγαλύτερη αλήθεια και τη μεγαλύτερη σοφία. Έρχονται από τη Μικρά Ασία, πού είναι σημαντικό πράγμα.

Ήσουν η μακροβιότερη υπουργός…Τώρα, εσύ δεν με αφήνεις να μιλήσω και να ευχαριστήσω τα παιδιά του Πειραιά που με ψήφισαν, που με έκαναν ό,τι είμαι σήμερα; Το έκανες ήδη. Εντάξει.

Το ότι ήσουν η μόνη Υπουργός που παρέμεινες στην ίδια θέση, σήμαινε κάτι; Πάρα πολύ. Πάρα πολύ για μένα, πάρα πολύ για την Ελλάδα, νομίζω, και πάρα πολύ για το εξωτερικό. Διότι σαν Υπουργός Πολιτισμού, σκεφθήκαμε όλοι, ότι με τις διασυνδέσεις που είχαμε, με το να είμαι πολύ γνωστή λόγω της αντίστασης και λόγω των φιλμ, υπήρχε ένα τρίπτυχο τώρα να πετύχουμε και τις διεθνείς σχέσεις για την Ελλάδα. Και όλη μας η προσπάθεια, εκτός από το ότι γινότανε μέσα, ήτανε να επιβάλλουμε έναν ηγετικό ρόλο στο εξωτερικό. Εκεί βρήκα υπουργούς, οι οποίοι άλλοι έγιναν πάρα πολύ φίλοι μου.

Έχασες ή κέρδισες από αυτή την ιστορία; Στην ζωή, είναι η στιγμή που προέχει. H στιγμή, που η UNESCO είπε: “Ναι, τα μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να γυρίσουνε πίσω”. Η στιγμή, που πήγα στην Αγγλία  και που όλα τα Πανεπιστήμια ψήφιζαν υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων. Όταν κάναμε να φύγουμε στην Αγγλία και όλοι λέγανε: “Ναι, θα γυρίσουνε τα μάρμαρα του Παρθενώνα”. Όταν γίνηκε θεσμός η πολιτιστική πρωτεύουσα και ήτανε πρώτη η Ελλάδα. Θυμάσαι  το μποϊκοτάρισμα που μας είχε κάνει ο Ρήγκαν τότε; Ήρθανε όλοι οι Υπουργοί, αρχηγοί κρατών, ο Γκένσερ  ο οποίος είναι φίλος σωστός, ήρθε ο Μιττεράν, ήρθαν όλοι και έσπασε η απαγόρευση του Ρήγκαν.

Είχες μια εμμονή για τα μάρμαρα του Παρθενώνα και για τους Ολυμπιακούς…Και για τις πολιτιστικές πρωτεύουσες. Διότι τα μάρμαρα, πιστεύω ότι είναι ένα εθνικό αίτημα. Aν πας στο πιο μικρό χωριό της Ελλάδας, θα μιλήσουνε: «Ε, Μελίνα τι γίνεται με τα μάρμαρα;». Πιστεύω ότι είναι μια υπερήφανη πολιτική εξωτερική και θα παρθούνε τα μάρμαρα. Πιστεύω επίσης, ότι να γίνεις η πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα και να γίνει θεσμός είναι σημαντικό. Tο όνειρο το δικό μου ήτανε να έρθουνε όλοι εδώ και να γίνει η συνάντηση Κορυφής για τον Πολιτισμό. H Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί για τον πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η κληρονομιά της. Αυτό είναι η περιουσία της. Kι αν το χάσουμε αυτό, δεν είμαστε τίποτα. Και προπαντός τώρα, που θα γίνουνε όλα αυτά, που  θα ανοίξουνε οι πόρτες, εμείς πρέπει να επιμένουμε σε μια πολιτιστική επανάσταση.

Τι σημαίνει για σένα ότι γεννήθηκες Ελληνίδα; Μαγευτικά, καταστροφή. Είμαι πάρα πολύ περήφανη για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.

Το θέμα των Ολυμπιακών Aγώνων; Πιστεύω ότι θα γίνει μια υποδομή τεράστια, ότι οι αθλητές μας δεν θα είναι μόνο ακροατές, ότι στην Παιδεία θα κάνει πάρα πολύ καλό, στους νέους ανθρώπους θα  δώσει κίνητρα, πιστεύω ότι θα φτιάξει η Αττική.

Μίλησες για πνευματικούς ανθρώπους στον διεθνή χώρο, αλλά δεν άκουσα κάτι για τους Έλληνες…Ήμουνα παρέα με όλους. Λόγω επαγγέλματος και λόγω του ότι η Ελλάδα είναι ένα μικρό κράτος και είμαστε λίγοι άνθρωποι. Tους γνώρισα όλους και με βοήθησαν πάρα πολύ. Όπως σου είπα, ο Κουν πάρα πολύ με βοήθησε, αγάπησα τρελά τον Μάνο Χατζηδάκι, γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη πάρα πολύ νέα. Ακόμα είναι ο Μάριος  Πλωρίτης, γνώρισα τον Ελύτη. Θαυμάζω πάρα πολύ – και μέχρι σήμερα, έρχεται καμία φορά και τρώει εδώ τα μεσημέρια –  τον Μόραλη, ο Τσαρούχης ήτανε κάποιος που με ενέπνευσε πάρα πολύ, ο Τσόκλης από τους νέους, αλλά, βέβαια, οι μεγάλοι μου έρωτες ήτανε ο Μάνος ο Χατζηδάκις και μπορώ να σου πω και ο Μίκης. Ξέχασα να σου πω για τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον οποίο υπεραγαπώ και τον Μικρούτσικο. Είμαι κοντά σε όλους τους τραγουδιστές, όπως σου είπα, λατρεύω τη μουσική, αλλά, βέβαια γαλουχήθηκα με τον Μάνο. Ο Μάνος είναι η νοσταλγία μου, είναι τα νιάτα μου, είναι κάτι τραγούδια που έγραψε για μένα, είναι το «Χάρτινο το φεγγαράκι», είναι το «Ποτέ την Κυριακή»…

Θυμάμαι, στην κηδεία του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, είχες πει τα ωραιότερα λόγια. Μου άρεσε πάρα πολύ η ποίηση πάντοτε. Νομίζω ότι έλεγα τα ποιήματα με έναν τρόπο πολύ δικό μου και πολύ ωραία. Ναι, έχω δεσμούς με την ποίηση. Διότι αν δεν έχεις ποίηση και δεν την ξέρεις, είσαι τίποτα. Θεωρώ ότι έχουμε τους μεγαλύτερους ποιητές του κόσμου. Μην ξεχνάς που πήραμε τα Νόμπελ. O ελληνικός λαός είναι ποιητικός λαός και θέλω να σου πω κάτι για τον Μίκη. Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι έφερε στο πεζοδρόμιο την ποίηση. Αυτό είναι ένα από τα πολύ μεγάλα πράγματα που έκανε ο Μίκης και πρέπει να του έχουμε ευγνωμοσύνη για αυτό. Ας ξεχνάμε τα άλλα. Θα πάρω ένα τσιγάρο τώρα. Σε διακόπτω…

Λένε ότι δεν πρέπει να καπνίζεις. Ναι, λένε ότι δεν πρέπει, αλλά είναι μια ιστορία εναντίον του φόβου για μένα. Ξέρω ότι ο ελληνικός λαός δεν με αφήνει να καπνίσω και είχα περιστατικά, μέχρι σχεδόν να με λιντσάρουνε επειδή κάπνιζα, αλλά εγώ ετούτη την στιγμή που μιλάμε για τους Έλληνες, που μιλάμε για αυτά, έχω ανάγκη από αυτό και πρέπει να το κάνω. Θα με συγχωρέσεις, λοιπόν. Ελπίζω να σε συγχωρήσουν οι τηλεθεατές. Οι τηλεθεατές να με συγχωρέσουνε.

Λέγεται, ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να υπηρετούν την τέχνη τους και να μη μπλέκουν ενεργά με την πολιτική. Μου το είπανε πάρα πολλοί και θεωρώ ότι είναι φασιστικό. Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες μπορούνε να προσφέρουνε στην πολιτική πάρα πολλά πράγματα και πάρα πολύ καινούργιες ιδέες. Το γεγονός ότι ήσουν γυναίκα γοητευτική…Ήμουνα γοητευτική; Και είσαι. Και γυναίκα είμαι και γοητευτική είμαι.

Αυτό, λοιπόν, σε βοήθησε στην καριέρα σου; Μα, τώρα με κοροϊδεύεις; Βεβαίως, όχι στην θεατρική μου καριέρα. Ως καλλιτέχνης δεν μπορούσα να έρθω με ένα διαβατήριο που γράφει είμαι αρσενικό. Γυναίκα είμαι. Αν με βοήθησε μετά, στη Αντίσταση, είναι πιο σωστό να πεις ή στην πολιτική. Θα σου έλεγα πενήντα – πενήντα. Διότι είσαι πάντα ένα πρόσωπο, πρώτον γυναίκα, τρως τέτοιες καμουτσικιές στο κορμί σου και τόσες προσβολές που σου μένουνε για πάντα. Γοητευτική, αυτό που λένε γοητευτική, είναι ένα διαβατήριο, βέβαια. Πρέπει, όμως, να κάνεις πράγματα ασκητικά για να σε πιστέψουν. Κι εγώ τα έκανα.

Ο έρωτας; Αχ, αχ. Απάντησες. Το αίσθημα της γοητείας, σου δημιουργούσε μια αίσθηση ναρκισσισμού; Όχι. Εγώ δεν ήξερα ποτέ ότι είμαι νόστιμη. Δεν το έπαιξα νόστιμη ή όμορφη. Πάντα ήθελα να είμαι έξυπνη. Τη γοητεία την πιστεύω. Πιστεύω ότι είναι ένα προσόν τεράστιο. Εγώ δεν ξέρω αν είμαι γοητευτική, διότι είμαι και μια προσωπικότητα πάρα πολύ διχασμένη. Υπάρχουν άνθρωποι που με λατρεύουν και υπάρχουν άνθρωποι που τους χτυπάω στα νεύρα.

Δεν μπορείς να πεις, ότι η δημοσιότητα δεν σε άγγιξε. Ήμουν πολύ καλή ηθοποιός και είχα έναν εξαιρετικό σκηνοθέτη. Όλοι οι σκηνοθέτες που δούλεψαν μαζί μου ήταν καλοί. Ναι, ας μην κάνουμε σαχλαμάρες, ναι, βεβαίως, εγώ είχα και γοητεία. Σε βοηθάει, όμως, προπαντός το ταλέντο. Κι εγώ είχα ταλέντο.

Ζηλεύεις; Ποιόν; Το αίσθημα της ζήλιας; Ποιόν; Αυτό εσύ θα μας το πεις. Δεν ήμουν ζηλιάρα, όχι. Δεν ήμουν ζηλιάρα απέναντι στις γυναίκες, δεν ήμουν ζηλιάρα γιατί κάποιος ήταν πιο όμορφος από μένα, αλλά τη ζήλια ως ιδεολογία την έχω. Δηλαδή, να τα κάνουμε λιανά. Εάν ο Ντασέν με πρόδιδε, θα γινόμουνα Μήδεια.

Ποιο το πολυτιμότερο πράγμα για σένα στη ζωή; Η ελευθερία. Είσαι αισιόδοξη; Είμαι Ρωμιά, δηλαδή, είμαι φρικτά απαισιόδοξη στα μικρά πράγματα και μετά δίνω μια μπαμ και όταν συμβαίνει το κακό είμαι αισιόδοξη.

Περισσότερο τι φοβάσαι; Νόμιζα ότι φοβόμουν την αρρώστια, δεν είναι αυτό. Φοβάμαι να μην με αγαπάνε πια. Έχω το στομάχι μου, έχω έλκος και η τελευταία μου περιπέτεια ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Αλλά, νομίζω ότι την έβγαλα πέρα πολύ αξιοπρεπώς και είδα κάτι, που χαλάλι. Είδα πόσο με αγαπάνε οι Έλληνες, και οι Ελληνίδες βέβαια. Πόσο με αγαπάει ο κόσμος.

Πώς νιώθεις όταν αναπολείς το παρελθόν; Δεν αναπολώ ποτέ το παρελθόν. Κοιτάζω το μέλλον. Ναι, αλλά το κουβαλάς μαζί σου. Το κουβαλάω, είμαι πλούσια, έχω βαλίτσες, έχω πληγές, έχω δάκρυα, έχω χαρές, αλλά δεν στέκομαι στο παρελθόν. Εγώ κοιτάζω τι θα γίνουμε αύριο. Και λέω, τι θα γίνουμε αύριο;

Θα ήθελα να επιμείνω λίγο σε αναστολές που είχες καλλιτεχνικά. Είπες ότι θα μπορούσες να έχεις μια μεγάλη καριέρα. Ήταν όταν έκανα το «Ποτέ την Κυριακή» και τη «Φαίδρα». Έπαθα τη φθίση, πολύ ελαφριά, μπορώ να πω, αλλά έχασα δύο τεράστιους ρόλους με τον Τζον Χιούστον, του Τενεσί Γουίλιαμς το «Ιγκουάνα» και το έπαιξε η Άβα Γκάρντνερ και έχασα επίσης την «Εύα», ένα πολύ ωραίο βιβλίο με τον Λουί Μαλ. Ναι, μπορούσα να είχα γίνει πολύ μεγάλη σταρ. H άλλη ευκαιρία που έχασα, ήταν όταν ήμουν στο Μπρόντγουεϊ και είχα μια απίστευτη επιτυχία, που θα μπορούσα να γίνω ζάπλουτη. Είχα προτάσεις απίθανες και μας ήρθε η χούντα. Έχεις μετανιώσει; Όχι. Έχω μετανιώσει που δεν έπαιξα νέα, που ήμουν άρρωστη, αλλά δεν έχω μετανιώσει για όσα έκανα στη χούντα. Πιστεύω ότι έκανα αυτό που έπρεπε, και το έκανα καλά.

Λένε, ότι δύσκολα τα βγάζεις πέρα με τους ηθοποιούς… Υποκρίνεσαι στην πραγματική σου ζωή; Όχι, δεν υποκρίνομαι ποτέ. Αλλά, πιστεύω ότι είναι μια κακία, ένας σνομπισμός να θεωρούν τους θεατρίνους δεύτερης κατηγορίας πολίτες, ότι δεν μπορούν να έχουν ιδεολογία, δεν μπορούν να πιστεύουν στα πράγματα και ότι παίζουν έναν ρόλο. Μα, εγώ παίζω αυτή τη Μελίνα Μερκούρη μια ζωή. Ήταν πολύ ωραία όταν μπορούσα να παίξω έναν άλλο χαρακτήρα, όπως τη “Μήδεια”, όπως το «Γλυκό πουλί της νιότης» και να φύγω λίγο από αυτή την κυρία Μελίνα Μερκούρη.

Είπες ιδεολογία. Με όλες αυτές τις ανακατατάξεις που βλέπεις διεθνώς…Εγώ την έζησα πάρα πολύ άσχημα όλη την υπόθεση της Ρουμανίας, όταν είδα τη σημαία με αυτή την τρύπα στη θέση του σφυροδρέπανου. Φοβάμαι πάρα πολύ και πιστεύω ότι αν είσαι κομμουνιστής, κάνεις απολογισμούς τρομερούς. Όλοι αυτοί οι θάνατοι, όλες αυτές οι θυσίες, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πίστεψαν στον κομμουνισμό, πρέπει να υποφέρουν πάρα πολύ, όπως υποφέρω κι εγώ. Νομίζω ότι περνάμε κρίση ιδεολογίας σε όλον τον κόσμο και γι’ αυτό εύχομαι ο Γκορμπατσόφ να πετύχει. Διότι φοβάμαι και πάρα πολύ για τον Γκορμπατσόφ. Δηλαδή, όταν μου είπες τι φοβάσαι; Φοβάμαι μήπως χαθεί η ιδεολογία στη γη και ότι γίνουμε ανθρωπάκια που θα θέλουμε να καλοπεράσουμε, που θα θέλουμε να κάνουμε καταναλωτική ζωή. Ότι κι εμείς οι Έλληνες ακόμα, να χάσουμε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια, αυτό που λέγεται αγωνιστικότητα. Ναι, αυτό φοβάμαι περισσότερο από όλα.

Τα όνειρά σου; Τι θα ήθελες; Όλα. Και όταν λέω όλα, όλα. Θα ήθελα να είχα υγεία, θα ήθελα να ήμασταν καλά στο σπίτι και θα ήθελα η Ελλάδα να προοδεύσει και θα ήθελα να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την Κοινή Αγορά, να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα που θα έρθουν και να μείνουμε μια χώρα με ιστορία, μια χώρα με μέλλον.

Ότι είσαι στο επίκεντρο της δημοσιότητας, σου δημιουργεί…Έκπληξη. Γιατί; Γιατί, λέω τι την θέλουν πια αυτήν, τι μπορεί να πει άλλο; Έκπληξη και χαρά. Δεν με ενόχλησε ποτέ και σε ευχαριστώ πολύ που εσύ, που η τηλεόραση η ελληνική μου κάνει το πορτρέτο.

 Μόνο που στο κάνει με… αντιδεοντολογικούς όρους. Και κάπνισες σε αυτή την εκπομπή και στον ενικό σου μιλάω. Γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς κάποιος μαζί σου. Το ξέρεις πολύ καλά, ότι σε παρακάλεσα και ότι θεωρώ ότι είναι το πιο μεγάλο βραβείο μου, το να μου μιλάς στον ενικό, όπως μου μιλάνε όλοι οι Έλληνες και όλες οι Ελληνίδες. Δεν υπάρχει πιο μεγάλο κομπλιμέντο για μένα, όταν με σταματάνε στο δρόμο και μου λένε Μελίνα μας. Βρίσκω ότι είναι το πιο τρυφερό πράγμα που μου έχει συμβεί, ότι είμαι το κτήμα όλων.

Υπάρχει ένα περιστατικό με τον Μάρλον Μπράντο. Ο Μπράντο είναι για μένα ο μεγαλύτερος κινηματογραφικός ηθοποιός που υπάρχει. Πριν φύγουμε και γίνει η χούντα, ο Ντασέν έγραφε τον “Περικλή” και είχε ζητήσει από διάφορους ηθοποιούς να λάβουν μέρος. Ήταν ένα υπέροχο σενάριο, δεν είχε τελειώσει εντελώς και ο Μάρλον Μπράντο ήθελε να παίξει. Και μια μέρα, ήταν μεσημέρι, χτύπησε κάποιο κουδούνι. Δεν απαντήσαμε. Και ξαφνικά, κάποιος ήθελε να μπει στο σπίτι, πέρασε ώρα, και ποιόν βλέπω ξαπλωμένο μπροστά στην πόρτα και να κοιμάται; Ήταν ο Μπράντο. Ήρθε μέσα στο σπίτι και πραγματικά είναι ένα πλάσμα που λάτρεψα. Ήθελε να παίξει στο φιλμ και νομίζω ότι θα ήταν εξαιρετικός. Έμεινε δυο-τρεις μέρες στο σπίτι. Θαύμαζε πολύ τον Τζούλι Ντασέν και μετά στην Αμερική, βλεπόμαστε αρκετά συχνά όταν ήταν εκεί. Βεβαίως και αυτός μας βοήθησε.

Λένε ότι δεν αντέχεις καθόλου τη μοναξιά. -Ένα πράγμα που με ανησυχεί, είναι ότι τώρα, αυτό τον καιρό, αρχίζει και μου αρέσει λίγο η μοναξιά. Αρχίζει και μου αρέσει να είμαι λίγο μόνη μου. Το βρίσκω αντικοινωνικό. Νομίζω ότι μόνον όταν είσαι ιδιοφυΐα μπορείς να μένεις μόνος. Έχω τόση ανάγκη από εσένα, από όλους, είμαι τόσο εξαρτημένη από τον κόσμο.

Είσαι σε ένα στάδιο περισυλλογής; Είμαι. Ναι. Μεγάλης περισυλλογής, και με ανησυχεί. Αυτό είναι και δημιουργικό. Θα δούμε τι θα βγει από αυτό. Κάνουμε μελαγχολία τώρα, δεν μου αρέσει. Να, λοιπόν, που είσαι αισιόδοξη. Όχι. Σου είπα ότι είμαι απαισιόδοξη στα καθημερινά, είμαι μια Κασσάνδρα που λέει το κακό παντού και όταν τυχαίνει το κακό στέκομαι στα πόδια μου. Αυτό σου είπα.

Έχεις επαφή με νέους ανθρώπους; Ναι, και δεν αισθάνομαι καθόλου ότι εγώ είμαι μιας ορισμένης ηλικίας κι αυτοί είναι νέοι. Έρχονται πολλοί στο σπίτι. Πήγα στα ΤΕΙ και μίλησα και καθίσαμε – ήταν από τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου – και καθίσαμε και μιλήσαμε ώρες ολόκληρες. Μου ζήτησαν τη ζωή μου.

Κλείνοντας αυτή την εκπομπή, ποιές οι τελευταίες σου κουβέντες στους Έλληνες τηλεθεατές; Ήθελα να τους πω γεια χαρά. Θέλω να τους πω, ότι όσοι είχαν την υπομονή να καθίσουν μαζί μας, τους ευχαριστούμε. Ότι τους εύχομαι κάθε ευτυχία και  αγάπη. Γεια.

 

Η Μελίνα Μερκούρη (Μαρία Αμαλία Μερκούρη, Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 1920 – Νέα Υόρκη, 6 Μαρτίου 1994) ήταν Ελληνίδα ηθοποιός και πολιτικός. Καταγόταν από φημισμένη οικογένεια πολιτικών. Ηθοποιός βραβευμένη με πλήθος διεθνών βραβείων και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού τα έτη 1981-89 και 1993-94. H πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο, της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή (Never on Sunday).


Διαβάστε επίσης:
«Σε όλο τον κόσμο το ίδιο το όνομα της πατρίδας μας είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον Παρθενώνα»
PLAYER: Το σπάνιο ντοκιμαντέρ της Μελίνας

 

εμφάνιση σχολίων