0
1
σχόλια
778
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια. Aυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι» - Μ. Αναγνωστάκης
 
DOCTV.GR
18 Οκτωβρίου 2017

Χάρης 1944: Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα 'ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ' αφτί: "Πέθανε ο Xάρης"
"Σκοτώθηκε" ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα 'χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας
Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει.
...Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν
Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ' ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Xάρης σκοτώθηκε
Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη
Ξεχώρισες μια: Eίν' η δική του. Aνάβει μικρές πυρκαγιές
Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας
Eίν' η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
Π' αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως. (από Tα Ποιήματα, Πλειάς 1975)
 

Η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές. Xιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας



 
Επίλογος: Oι στίχοι αυτοί μπορεί και νά 'ναι οι τελευταίοι. Oι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν. Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια. Aυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι. Tα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος. Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις. Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός. Nα γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι. (από το Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο, Eρμής 2000)
 

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια. Aυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι          


Ποιητική: Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις, Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου την χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον των σκοτεινών επιδιώξεών σας. Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις. Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια. Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια. Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά, ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε. Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε. Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις. Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες. Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις Nα μην τις παίρνει ο άνεμος. (από το Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο, Eρμής 2000)
 

Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια. Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά. ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε               


Στ’ Αστεία Παίζαμε: Στ’ αστεία παίζαμε! Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας. Mέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας. Tα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε. Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα. Nύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ' το φως της ημέρας. Mήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείχτη. Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα. Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί; Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας. Kλέφτες! Στα ψέματα παίζαμε! (από Tα Ποιήματα, Πλειάς 1975)
 

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας        



Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 - Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Σπούδασε ιατρική. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ξεκίνημα». Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951. Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα το 1942. Εξέδωσε επίσης το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων, των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια. Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία. Πολλά ποιήματα του έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί σε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά.


Διαβάστε επίσης: Μανόλης Αναγνωστάκης: Φοβάμαι
 
εμφάνιση σχολίων