0
1
σχόλια
788
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ
«Είμαστε αιχμάλωτοι του θερινού φολκλόρ και του επιβεβλημένου δέους μπροστά στην φυσική ομορφιά.» Από το Βυτίο
 
BLOGS
8 Σεπτεμβρίου 2017

«Απ’ όλους μας αυτός είναι ο πιο ευτυχισμένος γιατί δεν έχει καμιά ιδέα σχηματισμένη εκ των προτέρων για το τι ζητεί σ’ αντάλλαγμα για τον έρωτά του. Και το ν’ αγαπά κανείς έτσι, με τέτοιον απρομελέτητο τρόπο, είναι κάτι που οι περισσότεροι πρέπει να μετεκπαιδευθούν σ’ αυτό όταν περάσουν τα πενήντα. Τα παιδιά αγαπάνε μ’ αυτό τον τρόπο. Το ίδιο κι αυτός. Δεν αστειεύομαι». – Λώρενς Ντάρρελ

Και να τρεις εικόνες καλοκαιριού: Μια ριγέ ασπρόμαυρη φούστα, η φωτογραφία όλο πόδια και σεντόνι. Το λιγοστό μαύρο τριχωτό ανάμεσα στα πόδια. Η γυναίκα ξαπλωμένη, το ένα πόδι απλωμένο, το άλλο λυγισμένο. Ένα καλά τακτοποιημένο πλαίσιο ευτυχίας. Η στιγμιαία παράδοση του σκηνικού σ’ ένα τζιν σορτσάκι.

Είμαστε αιχμάλωτοι της μητροπολιτικής βαναυσότητας, της ανελέητης τρεχάλας και της πόζας που επιμένει σώνει και ντε ότι εδώ συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καινούριο, πάρα πολύ ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, είμαστε αιχμάλωτοι του θερινού φολκλόρ και του επιβεβλημένου δέους μπροστά στην φυσική ομορφιά.

Και να άλλη μια εικόνα καλοκαιριού: Μπαλκόνι με κίτρινα πατζούρια και ξύλινες καρέκλες και ο αέρας να μας χαϊδεύει, πότε ελαφρά πότε με τρελή δύναμη. Οι Ξεριζωμένοι του Sebald μια λεπτή χειρονομία, η ασύλληπτη δύναμη των ιστοριών του Πάουλ Μπεράιτερ και του Άμπροζ Άντελβαρτ.

Και μια εικόνα για τον αυτόματο σχηματισμό νοσταλγίας: ένα καφενείο με μεγάλα παράθυρα (γαλάζιο και κίτρινο χρώμα σαν πύλες προς ένα βίο γαλήνιο και κάπου πεταμένες άχρηστες οι αγωνίες των καθημερινών μικροϋπολογισμών) κι εμείς να τρώμε αχόρταγα τα πιο βασικά, ντομάτα ψιλοκομμένη και μπόλικο κρεμμύδι.

Αγαπώ τη μπάρα του low profile όσο το βράχο στα δεξιά της Λίμνης ή την πρώτη πολύ μικρή σπηλιά στο Σπαραγαρίο. Μπορώ να ζήσω χωρίς τίποτα απ’ αυτά, αλλά κατά καιρούς ονειρεύομαι το αποκλειστικό βασίλειο του ενός ή του άλλου. Μεταξύ της σκληρότητας της δυτικής μητρόπολης και της σκληρότητας μιας ξεφτιλισμένης επαρχίας, εμφανίζεται η ασφαλής επιλογή μεταξύ μιας ήττας και μιας ήττας. Αλλά εμείς σηκώνουμε το κινητό | φωτογραφίζουμε την ομορφιά, αστική και υπαίθρια | ανοίγουμε τα μάτια | φανταζόμαστε περπατώντας ανάμεσα στ’ ερείπια ότι μπορεί ακόμη να μας περισώσουν αδέσποτες, περιρρέουσες ριπές ομορφιάς. (και όντως κάπως έτσι γίνεται).

Και να άλλη μια εικόνα καλοκαιριού: η αιώρα που γίνεται κουκούλι, τα μάτια της σχεδόν κλείνουν και ω, να βουλιάζεις στο βυθό της τρυφερότητας απροστάτευτη και με το κεφάλι εντελώς άδειο. Ενδεχόμενοι παράδεισοι: Το Τσιρίγο χωρίς Τσιριγώτες, το χωριό μου χωρίς συχωριανούς, η Αθήνα χωρίς το δήμαρχό της ή τους επελαύνοντες μιζεροφασίστες της. Διαγράφω αμέσως τα παραπάνω γιατί αποτελούν σαφές δείγμα ελιτισμού και αλαζονείας, αφού αποδίδουν την ευθύνη για το παρόν χάλι μόνο στους άλλους, ενώ εμείς (οι όποιοι εμείς) υπονοείται ότι κάποιοι είμαστε και κάτι παραπάνω ξέρουμε για τη συνύπαρξη και την ομορφιά και το διαρκές γιόλο.

(Όταν αναφέρομαι σε άλλους τους οποίους κατηγορώ ανελέητα από μέσα μου εννοώ: τους ξενοδόχους και εστιάτορες που δε θέλουν τους ελεύθερους κατασκηνωτές αλλά τον «τουρισμό της καγιέν», τους αγαπητικούς των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τους εκτοξευτές μίσους απέναντι σε καθετί που δεν περιλαμβάνεται στο γνωστό τρίπτυχο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια (και άλλα υπερσυντηρητικά σχήματα), τους ανθρώπους που μετέτρεψαν τις κοινές αυλές τους σε σκουπιδότοπους και τις παραλίες τους σε μπιτς μπαρ, τους πολύπλευρους ευαγγελιστές της ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Τους σιχαίνομαι και τους θεωρώ σχεδόν αθώους. Κρίμα, σκέφτομαι, και αυτό –το κρίμα– πάει σε μένα).

Να μια εικόνα καλοκαιριού: Το ρόδο της Ιεριχούς (ή ρόδο της νεκρανάστασης ή ρόδο της Παναγίας). Το ακουμπάμε σε ένα πράσινο πλαστικό βαθύ πιάτο, ρίχνουμε νερό και ανοίγει, πρασινίζει, ανθίζει. Το ξεχνάμε και γίνεται μια κλειστή, ξερή μπάλα. Θέλει πότισμα το καθετί, ενώ εμείς έχουμε κάνει επί χρόνια σκληρή προπόνηση στην αυτοματοποιημένη εγκατάλειψη.

Όταν κουρνιάζει μια γάτα ή ένας σκύλος στα πόδια σου στο κάτω μέρος του κρεβατιού, στ’ αλήθεια δεν κουρνιάζει μια γάτα ή ένας σκύλος. Υπάρχει μια εστία ζέστης παρηγορητικής, παρόμοια με αυτή που αισθάνεσαι όταν κοιτάς έναν αγαπημένο φίλο να κάνει κάτι ανιαρό και κοινότοπο. Λυγίζεις όταν βλέπεις κάποιον να μαζεύει το μαγαζί μετά το κλείσιμο, να τινάζει τα πατάκια, να ρίχνει νερό στο φλιτζάνι του καφέ πάνω απ’ το νεροχύτη.


Και να δύο εικόνες καλοκαιριού: ανάσκελα γυμνοί διαβάζουν μισοκοιμισμένοι, έχοντας ξεπεράσει το σημείο βρασμού, ο ιδρώτας έχει στεγνώσει και η αίσθηση ότι το φως τους καθηλώνει, τους καρφώνει στο έδαφος, σα να σε ισοπεδώνει μια δύναμη φιλική. Αλυσοδεμένοι στη ζωή, βγαίνει αβίαστος ο φριχτός πομπώδης τίτλος, αλλά η ουσία είναι ότι κάτι υπάρχει σ αυτή την ακινησία και άντε να το εντοπίσεις. Απόγευμα, οι καρέκλες έξω απ’ το σπίτι. Στο χωριό Κ., και σε κάθε χωριό, μια γυναίκα κάθε απόγευμα κάθεται σταυροπόδι καπνίζοντας και κοιτάζει τα αυτοκίνητα ντόπιων και τουριστών που περνούν πολύ κοντά της, στο ύψος των ματιών. Κι όλο κοιτάζει και καπνίζει.

«Πώς σου ήρθε η ιδέα ότι το πιο θαυμάσιο πράγμα που θα μπορούσα να κάνω στη ζωή ήταν να’ μαι υπάκουος;» – Φίλιπ Ροθ
 
Το Βυτίο
 
εμφάνιση σχολίων