0
1
σχόλια
791
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

[στην Κούλα]

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ
30 Νοεμβρίου 2016
Ο Χρήστος Αγγελάκος γράφει για την Όλια και την Συλβόλια, τον Μπέκετ και την Γουίνι, και για τις Ευτυχισμένες Μέρες στο Bios.


Στριφογυρίζει στο μυαλό η φράση: «Οι λέξεις σ’ εγκαταλείπουν, είναι φορές που κι αυτές ακόμη σ’ εγκαταλείπουν.» Την απευθύνει η Γουίνι στον Γουίλι ή στο πουθενά. Απαντώ με τις λέξεις που μου έρχονται, κοιτάζοντας τις ρυτίδες του Μπέκετ στις φωτογραφίες: γράφεις με τον φόβο. Χωρίς αυτόν καλύτερα να μη γράψεις. Οι λέξεις πραγματοποιούν τις απειλές τους.

Η εγκατάλειψη είναι ο παιδικός φόβος του συγγραφέα. Γι’ αυτό γράφει: για να φοβάται.

Δεν γράφει ο Μπέκετ: μια ξερολιθιά στήνει με τις λέξεις του. Χωρίς αρμούς ενδιαμέσως. Μια ξερολιθιά στήνει και ο Μέντης ως σκηνικό της παράστασης. Μέσα της θα βυθιστεί η Γουίνι.

Η ξερολιθιά φτιάχτηκε από βιβλία. Ο λόφος είναι λόγος. Η Γουίνι βυθίζεται στον λόγο. Του Μπέκετ; Της γραφής; Του Θεού; Της απουσίας του;

Ποτέ δεν είδα τη Γουίνι να κατεβαίνει. Για μένα πάντοτε ανέβαινε. Πυροδοτεί την ομπρέλα της με το πάτημα της σκανδάλης. Την τραβάει ψηλά η ξύλινη λαβή. Ο Harold Bloom μιλάει για πτώση προς τα άνω. Ας μην επεκταθούμε.

Η Γουίνι δεν επεκτείνεται. Ούτε συρρικνώνεται. Εγκαταλείπει και εγκαταλείπεται. Εγκαταλείπει τα προ-σχήματα και εγκαταλείπεται στον απροσχημάτιστο λόγο. Στην εξαφάνιση των λέξεων, στο τέλος, στην απιστία. Στην ενδιάθετη πίστη της απιστίας. Η Όλια λέει ότι γειτονεύουν οι δυο κόσμοι. Η Γουίνι πραγματοποιεί το πέρασμα.

Ή δεν το πραγματοποιεί. Εξαρτάται από την αντίληψη περί ύψους και βάθους. Τι μας απορροφά; Ένα βυθισμένο ύψος ή ένα ανεστραμμένο βάθος; Σε κάθε περίπτωση, η οδός είναι μία άνω κάτω και ωυτή.

Η Όλια έφτιαξε με τις λέξεις μια ξερολιθιά. Άκούγοντάς την στην παράσταση θυμήθηκα τον στίχο του Αναγνωστάκη: σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις. Η Όλια τις παίρνει και τις ακουμπάει τη μια πάνω στην άλλη. Οι λέξεις κάθονται στην παλάμη σου, καθεμιά με το βάρος της.

Είχα δει την Γουίνι της Βάσως Μανωλίδου. Τη θυμάμαι, κυρίως τον ήχο της. Κάπου ανάμεσα στα κρυσταλλάκια της φωνής της άκουσα και την Όλια.

Ακούγοντας τη μετάφραση του Διονύση Καψάλη τον φαντάζεσαι να διαλέγει τις λέξεις μία μία. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν την έγραφε στη γραφομηχανή. Γράμμα γράμμα. Του είπα «δεν έχασα ούτε λέξη». Μου είπε πόσο είναι τυχερός είναι που άκουσε την Όλια να λέει τις λέξεις του με τον τρόπο που τις είπε.

Και ύστερα έφτιαξα τη λέξη: Συλβόλια. Διπλή γέννα. Αρκεί να έβλεπε κανείς στις πρόβες, το σώμα της Σύλβιας να τινάζεται σαν δοξάρι στους ρυθμούς της Όλιας.

Η έννοια του βάθους μεταφέρθηκε στο χαρτί. Είχα την αίσθηση πως η Σύλβια ήθελε να ξεκολλήσει τις λέξεις όπως τις αυτοκόλλητες ετικέτες στο σχολείο. Το έκανε. Δεν το ξέρω, αλλά μοιάζει σαν να βρέθηκε μπροστά στο δικό της λευκό. Και να έγραψε πάνω του.

Παρακολούθησα τα σεμινάρια που εκβάλλανε στην παράσταση: τα τέσσερα από τα εννέα. Στο πρώτο ήθελα κάθε τόσο να εκτοξευτώ από την καρέκλα και να βγω από την αίθουσα. Η επαφή με το ξαναμεταφρασμένο κείμενο έσκαγε συνεχώς καψούλια στο κεφάλι μου. Γνωρίστηκα με τα άλλα παιδιά. Τα ξαναείδα το βράδυ της «πρεμιέρας». Είδα τη χαρά της συμμετοχής στα πρόσωπά τους. Είχανε δει τελειωμένη την ξερολιθιά. Και κάπου ανάμεσα στα κενά που αφήνει η μια πέτρα στην άλλη, πρέπει να είδαν και τις σκέψεις τους. 

Η ξερολιθιά, εμβληματική εικόνα της παράστασης, αποτελεί μια τρισδιάστατη μεταφορά την οποία φτιάξανε:
- Η Όλια, η Σύλβια και ο δραματουργός Νίκος Φλέσας, με την κοψιά του Γουίλι.
- Ο Μπέκετ και οι λέξεις που τον εγκαταλείπουν.
- Η ποιητική στεγνότητα του ύφους, το ηχείο του κενού· το χιούμορ, ο αφρός που κατοπτρίζει τον βυθό του.

Η Γουίνι που εγκαταλείπει τον κόσμο των υπαρκτών, αφήνοντας τα προσωπικά της αντικείμενα στις πέτρες. Στον κόσμο της απουσίας ακόμη και τα πράγματα σωπαίνουν.

ΥΓ. Να τις δείτε τις Ευτυχισμένες μέρες. Οι ασκημένοι θα ορίσουν ξανά το μέτρο της ταπεινότητας.


Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Δραματουργία: Νίκος Φλέσσας – Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικά - Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Ηχητική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Παίζουν: Όλια Λαζαρίδου, Άγγελος Σκασίλας
Φωτογραφίες: Σπύρος Στάβερης


Info: Ευτυχισμένες Μέρες του Σ. Μπέκετ, Παραστάσεις: Πέμπτη-Κυριακή (έως 1.01.2017), Bios: Πειραιώς 84, Αθήνα, τηλ.: 210 3425335.


Ο Χρήστος Αγγελάκος (1962 - 24 Ιανουαρίου 2019) ήταν Έλληνας συγγραφέας. Αποφοίτησε από το τμήμα Βυζαντινών-Νεοελληνικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης, θέμα της διατριβής του, «Το Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Έχει εκδώσει μεταξύ άλλων τα μυθιστορήματα «Η τελευταία εικόνα» (Κέδρος 1998), «Το δάσος των παιδιών» (Μεταίχμιο 2011, βραβείο μυθιστορήματος The Athens Prize for Literature περιοδικού (δε)κατα 2012), την ποιητική συλλογή «Τα φώτα απέναντι» (Ίκαρος, 2008), και τη μετάφραση των δοκιμίων του Jean Starobinski, «Τρεις μανίες», (Εστία, 1992). Το τελευταίο του βιβλίο Οι Ψεύτικοι Δίδυμοι (εκδ. Μεταίχμιο) κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Διαβάζω, Λόγου Χάριν, Εντευκτήριο, Λογοτεχνικός Πολίτης και με τις εφημερίδες Αναγνώστης, Εφσυν κ.ά. δημοσιεύοντας συνεντεύξεις, παρουσιάσεις και κριτικές λογοτεχνικών βιβλίων.​ Πέθανε μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία 58 ετών.
εμφάνιση σχολίων