0
1
σχόλια
1231
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Το Βυτίο γράφει θερινές σημειώσεις

DOCTV.GR
2 Σεπτεμβρίου 2016
.Το μασάζ της Β. Η λέξη είναι αποσυναρμολόγηση. Η Β. αρχίζει να πιέζει με τα δάχτυλα στην πλάτη και η αίσθηση είναι ότι είμαι μια φριχτή άμορφη μάζα, μια σφιχτή μπάλα που σιγά σιγά, άγγιγμα το άγγιγμα, ζούληγμα το ζούληγμα, απλώνεται, ανοίγεται και τελικά παίρνει σχήμα. Όπως ένα εξαιρετικό διάβασμα πετάει μπροστά στα μάτια σου τα υλικά του κόσμου και μετά τα αφηγείται σε μια ενιαία ροή, έτσι και το μασάζ, πρώτα σου παρουσιάζει τον εαυτό σου χιλιοστό χιλιοστό και ύστερα στον αφηγείται ως ένα ενιαίο όλο. Ανακαλύπτεις κάθε σπόνδυλο, κάθε οστό, κάθε απόσταση μεταξύ αυτών και ύστερα αποκαλύπτεται ότι όλα αυτά βρίσκονται μέσα στο ίδιο σύνολο.

Και όταν μετά περπατάς και όταν επιχειρείς μπάσιμο με την πανταχού παρούσα αόρατη μπάλα και όταν τεντώνεσαι να φτάσεις τη θάλασσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου και όταν είσαι στον Άγιο Γεώργιο και απλώνεις το χέρι στο βάθος, αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου από άκρη σε άκρη, απ’ το δάχτυλο ως την κορυφή του κεφαλιού.

Ώστε έτσι είναι το σχήμα που περιέχει τόσες και τόσες ασυναρτησίες και χάη. Καλώς, συνεχίζουμε.

.Ηδυπάθεια. Φτάνουμε στη γνωστή λιγότερη δημοφιλή παραλία με την ησυχία και τους γυμνιστές. Ακόμη είναι νωρίς, ο κόσμος ελάχιστος, οι γυμνιστές άφαντοι. Σχετικά δίπλα μας ένα ζευγάρι, ντυμένο, γλυκό, ίσως λίγο κυριλέ (καλό μαγιό, καλό χτένισμα, ωραίες πετσέτες – δεν είναι σωστή λέξη το κυριλέ, αλλά τέλος πάντων) αρχές διακοπών θα υποθέσω – δεν είναι και πολύ μαύροι. Σιγά σιγά ο κόσμος μαζεύεται. Ο κόσμος που μαζεύεται είναι γυμνός. Κάποιοι που πριν ίσως είχαν ανησυχήσει (μας είπαν ότι είναι παραλία γυμνιστών, αλλά τους βρήκαμε όλους ντυμένους, μπας και σημείωσες το όνομα λάθος; ή πάλι μαλακίες έλεγε ο άλλος κλπ) τώρα τα πετάνε ανακουφισμένοι. Παρατηρώ το σκηνικό.

Το κορίτσι πλησιάζει αργά το στόμα της στο αυτί του αγοριού. Βγάζει το πάνω μέρος του μπικίνι. Συνεχίζει να του μιλάει. Αυτός ακίνητος, καθισμένος στο καρεκλάκι του, με το γυαλί ηλίου καρφωμένο στη θάλασσα. Συνεχίζει ακάθεκτη, μιλάει και χαμογελάει. Μετά μοιάζει η κίνηση (από την απόσταση που είμαι) κάπως έτσι: έλα / ελαφρύ σύρσιμο μύτης πίσω απ’ το αυτί του και στο μάγουλο / έλα / λίγο τα χείλη, ίσα που ακουμπάνε / έλα / πρώτο αλατισμένο φιλί όχι ακριβώς πεταχτό όχι ακριβώς διαρκείας / έλα / χείλη με χείλη / έλα / δάγκωμα κάτω χείλους / έλα / μόνο βλέμμα / έλα / τώρα το σώμα της χαϊδεύει το δικό του, κολλάει το στήθος της πάνω του στιγμιαία και απομακρύνεται καθώς γέρνει προς το μέρος του / έλα / η γλώσσα της βγαίνει από το στόμα / έλα. Ο τύπος σηκώνεται, νομίζω χαμογελάει και βγάζει το μαγιό. Αυτή τον κοιτάζει κάπως δεν ξέρω να περιγράψω πως, γδύνεται κι αυτή τελείως και επιστρέφουν στην ενατένιση του μπλε τοπίου και του ελαφρού κύματος αμίλητοι, αλλά κάπως διαφορετικοί σε σχέση με πριν.

Με ενδιαφέρει αυτή η χειρονομία του κοριτσιού. Τι έλεγε; Τι έκανε; Δεν ήταν μια καθαρά καυλωτική προσφορά, δεν ήταν μια μικρή γκρινίτσα, δεν ήταν τρυφερότητα, δεν ήταν η ερωτική οικειότητα του ζευγαριού, δεν ήταν ένα παιχνίδι. Ήταν όλα μαζί και κάτι άλλο ανάμεσα. Φαντάζομαι μόνο ένα επαναλαμβανόμενο έλα αγόρι μου γδύσου και ξέρεις πόσο γουστάρω να σε βλέπω γυμνό.

.Νωποί. Παλιά μου της έδιναν ατελείωτα οι φανατικοί εναλλακτικοί, φανατικοί γυμνιστές, φανατικοί αντι – ρακετίστες, παραλιάρχες, χιψτεροχίπιδες στην πραγματικότητα. Άρχιζα την κριτική και ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο 11 – 11 στην ακρογιαλιά χτυπώντας μόνο καραβολίδες. Τα τελευταία δυο τρία χρόνια δεν εκνευρίζομαι τόσο, όχι γιατί βλέπω αυτούς με άλλο μάτι, αλλά γιατί άλλαξε το φόκους. Το καλοκαιρινό μου δράμα μετατοπίστηκε. Τριγυρνάω γύρω απ’ τη σκέψη του τι σημαίνει στ’ αλήθεια το μαγιό να στεγνώνει πάνω σου. Είναι σα να έχεις ένα μουσκεμένο πολιμπαγκ κολλημένο πάνω στον πούτσο σου.

Όλοι έχουμε άδικο, ως συνήθως. Έχει πλάκα σε πρώτη φάση αυτός ο παράλληλος κόσμος ντόπιων τουριστών. Εμείς ρωτάμε ποια παραλία δε θα έχει πολύ κόσμο και αυτοί λένε ότι όλο τον Αύγουστο όλες οι παραλίες είναι χάλια. Δε βρισκόμαστε πουθενά να βγάλουμε μια μίνι συνεννόηση και αν η συζήτηση τραβήξει σε μάκρος το βλέμμα του ενός λέει απλά χωριάτες είστε αλαζόνες, νομίζετε σας ανήκει ο τόπος και του άλλου γίδια του Αυγούστου go home να ηρεμήσουμε. Φυσικά κάπου εκεί τελειώνει η πλάκα γιατί ως γνωστόν οι μισές αλήθειες πληγώνουν και χαλάνε την ατμόσφαιρα. Πέρσι η Χ., εσχάτως ντόπια ή τέλος πάντων μόνιμη στο νησί, μεθυσμένη και καθώς οδηγούσαμε απ’ τη Χώρα στον Ποταμό ή κάτι αντίστοιχο, φώναζε στα διερχόμενα αυτοκίνητα με αυτή την ιερή εξαλλοσύνη του απογευματινού θερινού αλκοόλ α ρε τα γίδια του Αυγούστου, κοίτα τους πως πάνε και άλλα αντίστοιχα. Γελούσα και ψιλοσυμφωνούσα (η μαζική ροή των τουριστών του Αυγούστου - η καλή παραλία του νησιού, η καλή ταβέρνα του νησιού, η καλή θέα του νησιού, εμείς οι Αθηναίοι αν δεν αναπαράξουμε τις ουρές και τις στήλες των φρι πρες δεν αισθανόμαστε καλά), από μέσα μου όμως πικραινόμουν γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, κι εγώ ένα γίδι του Αυγούστου είμαι. Καταναλώνω ομορφιά και τοπικές λιχουδιές με ένα ρολόι που τρέχει σε αντίστροφη μέτρηση, το ίδιο ρολόι μάλιστα που βλέπουν και μερικές χιλιάδες ακόμη έντρομοι Αθηναίοι αποφασισμένοι σε 5 ή 10 μέρες να αποβάλλουν το άγχος, να θαυμάσουν την απλότητα και να ρουφήξουν ομορφιά και κοκτέιλς σε ίσες δόσεις.

Βέβαια η αλήθεια είναι, έτσι όπως τη βλέπω εγώ δηλαδή, ότι ο Αύγουστος είναι γεμάτος γίδια, εισαγωγής και ντόπια. Όλοι γίδια είμαστε και μάλιστα όχι τόσο γλυκά και συμπαθή όσο τα πραγματικά. Έχει τεθεί το ερώτημα λάθος γι’ αυτό όλοι απαντάμε μαλακισμένα και άσχετα. Μη ρωτάς ποια είναι η έρημη παραλία του Αυγούστου με αγωνία και μη μιλάς με επιμονή για την γαλήνη του επαρχιώτη. Είναι όλα λάθος.

.Προϋποθέσεις. Στο χωριό που μέναμε χαιρετάμε δυο φορές τη μέρα τη γριά που κάθεται μέσα στο σπίτι με την πόρτα ανοιχτή που όλο κάποιος έχει πάει να κεραστεί καφέ και ειδήσεις. Την προτελευταία μέρα την ακούω που συζητάει με ένα νεαρό. Έχει μείνει μόνη της και σκέφτεται να πάει στο γηροκομείο. Δεν γίνεται να συνεχίσει έτσι. Καλά θα κάνεις της λέει ο τύπος. Κι ύστερα αυτή, με την γνωστή ανατριχιαστική σκληρότητα που προκαλεί η εμφάνιση της γραφειοκρατίας, απαριθμεί τις προϋποθέσεις για να σε δεχτούν στο γηροκομείο. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε. Μπροστά τους ο ελληνικός αχνίζει, μια λεπτή μαύρη γάτα κάνει το μπάνιο της και το καλοκαίρι τελειώνει. 

Όταν πια συνομήλικοί σου έχουν το καφενείο που πηγαίνεις στο νησί, τα πράγματα γίνονται σοβαρά, πολύ σοβαρά.

.Ασχήμια. Στην επιστροφή, οδηγώντας στην εθνική στην Αθήνα, μένεις έκθαμβος ξανά. Σφαλιάρες ανείπωτης (και αχρείαστης) ασχήμιας. Χύμα λαμαρίνες, τσίγκοι, πινακίδες, τεράστιες ταμπέλες STUDIO 81, γυάλινα κτίρια, παρατημένες βιοτεχνίες, μολ, υπερκαταστήματα και ταράτσες σκουπιδιαριά, σκατά και απόσκατα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Δεν είναι απλά η τσιμεντίλα, είναι η ασχήμια του είδους της τσιμεντίλας. Πως είσαι έτσι γαμώ την ψυχή σου, λες μέσα απ’ το δόντια σου. Το ξέρουμε βέβαια, η Αθήνα είναι βιώσιμη (και ίσως όμορφη) μόνο μέσα σε μικρόκοσμους, σε πολύ συγκεκριμένα οικοδομικά τετράγωνα.

Απ’ την άλλη σε κανένα δεκαπενθήμερο όλα αυτά θα μου περάσουν και απλά θα αρχίζω πάλι να λέω για το ότι η φτώχεια της Νίκαιας έχει κάτι το αγαπητικό ή ότι η Κυψέλη με τα μαγαζιά των μεταναστών έχει μια άλλη ατμόσφαιρα και άλλα τέτοια παρεμφερή (τερατουργήματα του νου). Όλα είναι λάθος.

Γιατί το λένε τα πουλιά και τα κατεβασμένα βρακιά, το λένε τα ζουριδάκια και τα απλωμένα ρούχα των πολυκατοικιών, το λένε οι φυλακισμένες κούνιες και τα ίδια τα φρένα των αμαξιών. Το λένε όλοι ανεξαιρέτως. Η Αθήνα χρειάζεται μια καταστροφή. Μερικά από εκείνα τα μηχανήματα με τη μαύρη μπάλα και μερικούς γλυκά μεθυσμένους οδηγούς.


Από το Βυτίο 
 
εμφάνιση σχολίων