Η επιστροφή του γερμανικού μιλιταρισμού, η κούρσα των εξοπλισμών στην Ευρώπη και η αχαλίνωτη επιθετικότητα της Ουάσιγκτον: όλα συμβάλλουν στην κλιμάκωση. Όπως πάντα όμως, εκείνοι που βρίσκονται «από κάτω» πληρώνουν το τίμημα και είναι αυτοί που κομίζουν την ελπίδα για ειρήνη. Σε όλη την Ευρώπη συμβαίνει το ίδιο. Οι τιμές των μετοχών των εξοπλιστικών κολοσσών εκτινάσσονται. Η BAE Systems, η Dassault, η Leonardo, η Saab και η Thales θησαυρίζουν. Και η εργατική τάξη πληρώνει τον λογαριασμό. «Για τους εργάτες, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια οικονομία πολέμου», υπενθυμίζει εύλογα η Σοφί Μπινέ, γενική γραμματέας της γαλλικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGT). Σε αυτά προστίθεται μια ύπουλη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας.
«Για τους εργάτες, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια οικονομία πολέμου»
Στη Γερμανία, διαφημίσεις της βιομηχανίας όπλων Rheinmetall εμφανίζονται πλέον στα στέγαστρα των στάσεων των λεωφορείων και στα γήπεδα ποδοσφαίρου, ενώ τα μηνύματα της Bundeswehr εμφανίζονται απρόσκλητα μέχρι και πάνω στα κουτιά της πίτσας. Ενόσω το στρατιωτικό παρελθόν και παρόν δοξάζονται, επιβάλλεται όλο και περισσότερο η επικίνδυνη νοοτροπία «ή μαζί μας ή εναντίον μας». (Στο Βέλγιο, όσοι δεν συμφωνούν με το κυρίαρχο αφήγημα βρίσκονται κατηγορούμενοι ως «πέμπτη φάλαγγα του Πούτιν», όπως το έθεσε ο πρωθυπουργός Μπαρτ ντε Βέβερ στις 13 Μαρτίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων).
Η στρατιωτική βιομηχανία ισχυρίζεται ότι οι εξοπλισμοί θα επανεκκινήσουν την οικονομία. Είναι κάτι που της αρέσει να αποκαλεί «στρατιωτικό κεϋνσιανισμό», ώστε να παροτρύνει τις κυβερνήσεις να την στηρίξουν μαζικά. Ενώ η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετωπίζει δυσκολίες και η Γερμανία μπαίνει σε ύφεση για τρίτη συναπτή χρονιά, η άρχουσα τάξη της χώρας υποστηρίζει ότι θα ήταν προτιμότερο να γίνει στροφή από την παραγωγή αυτοκινήτων στην παραγωγή τανκς. Οι οικογένειες δεν αγοράζουν τανκς. Και όμως, αυτά πρέπει να πουληθούν, και συνεπώς να εξασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιηθούν. Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας ασκεί μια διαρκή πίεση προς την κατεύθυνση του πολέμου.
Είναι μύθος να πιστεύουμε ότι η στρατιωτική βιομηχανία δημιουργεί πολλές θέσεις εργασίας, το αντίθετο μάλιστα. Ένα ευρώ επένδυσης στα νοσοκομεία δημιουργεί δυόμισι φορές περισσότερες θέσεις εργασίας από ό,τι ένα ευρώ επένδυσης στα όπλα. Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των επενδύσεων σε σχέση με την απασχόληση, η άμυνα βρίσκεται μόλις στην εβδομηκοστή θέση μεταξύ εκατό κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Γι’ αυτό και πολλές μελέτες δείχνουν τον περιορισμένο, έως και αρνητικό, αντίκτυπο τέτοιων επενδύσεων.
«Οι οικογένειες δεν αγοράζουν τανκς. Και όμως, αυτά πρέπει να πουληθούν. Η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας ασκεί μια διαρκή πίεση προς την κατεύθυνση του πολέμου».
Σύμφωνα με τη νέα Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Άμυνα, το 78% των αγορών για την άμυνα γίνονται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως στις ΗΠΑ. Η Λευκή Βίβλος συνιστά ριζική αλλαγή αυτής της κατάστασης: έως το 2035, η Ευρώπη θα πρέπει να παράγει τουλάχιστον το 60% του στρατιωτικού υλικού. Είναι όμως κάτι τέτοιο εφικτό με μια βιομηχανία όπλων οργανωμένη σε εθνικό επίπεδο; Οι ανταγωνισμοί μεταξύ Γερμανών, Γάλλων, Ιταλών και Βρετανών κατασκευαστών, καθώς όλοι τους διψούν για τα επιπλέον δισεκατομμύρια που πέφτουν ως μάννα εξ ουρανού, είναι πολλοί. Ενώ το Βερολίνο ανοίγει τέρμα τις χρηματοπιστωτικές στρόφιγγες για τη Rheinmetall και τους ομοειδείς ομίλους, γαλλοϊταλικές και γαλλοβρετανικές συμφωνίες συνεργασίας προσπαθούν να προσπεράσουν τη Γερμανία. Δεν υπάρχει καν ενιαία διοίκηση. Μπορεί το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (ifW) να επιχειρηματολογεί για 300.000 επιπλέον στρατιώτες στην Ευρώπη, στην πραγματικότητα όμως αυτοί θα εξαρτώνται από 29 εθνικούς στρατούς.
Η παγκόσμια κούρσα των εξοπλισμών δεν έχει πια κανένα όριο, ύστερα από τις προτάσεις περί διάθεσης του 3% του ΑΕΠ στις στρατιωτικές δαπάνες, διαβάζουμε εκκλήσεις αυτό το ποσοστό να φτάσει γρήγορα στο 5%. Πρόκειται πάντα για την ίδια λογική, όταν μια χώρα εκσυγχρονίζεται στρατιωτικά, η άλλη ακολουθεί. Όποιος ακολουθεί την οδό της αποτροπής μέχρι τέλους θα καταλήξει αναπόφευκτα να υποστηρίζει τον πυρηνικό εξοπλισμό της Γερμανίας και της Ευρώπης.
Μόνο οι συμφωνίες αμοιβαίου αφοπλισμού μπορούν να σταματήσουν τούτη την επικίνδυνη περιδίνηση
Στη χειρότερη περίπτωση, αυτός ο φαύλος κύκλος θα οδηγήσει σε έναν μεγάλο πόλεμο. Μόνο οι συμφωνίες αμοιβαίου αφοπλισμού μπορούν να σταματήσουν τούτη την επικίνδυνη περιδίνηση. Το 1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα, η διπλωματία –και όχι η στρατιωτική λογική– ήταν εκείνη που επέτρεψε να αποφευχθεί η πυρηνική Αποκάλυψη. Η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τους πυραύλους της από το νησί, οι ΗΠΑ αποσυναρμολόγησαν διακριτικά τους δικούς τους στην Τουρκία και στην Ιταλία. Δεν υπεγράφη καμία επίσημη συμφωνία, μια χειραψία μεταξύ μεγάλων δυνάμεων ήταν αρκετή για την εκτόνωση της αντιπαράθεσης. Κάτι τέτοιο απαιτεί μια πραγματιστική διπλωματία, αλλά και ένα ισχυρό διεθνές αντιπολεμικό κίνημα, ικανό να ασκήσει πίεση από τα κάτω.
«Εάν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο». Ο Βέλγος πρωθυπουργός Ντε Βέβερ και οι παρατρεχάμενοί του αρέσκονται να επικαλούνται το ρητό του τέλους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: «Si vis pacem, para bellum» («Εάν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο»). Δεν ήταν ποτέ ένα σύνθημα για την ειρήνη, ήταν πάντοτε ένα σύνθημα στρατιωτικοποίησης, έως και πολέμου. Και δεν βοήθησε πολύ τους Ρωμαίους, αφού η αυτοκρατορία τους τελικά οδηγήθηκε στην κατάρρευση. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι απλή: εάν θέλετε πόλεμο, προετοιμαστείτε για πόλεμο. Εάν θέλετε ειρήνη, προετοιμαστείτε για ειρήνη.