ΤΩΡΑ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΡΟΥΦΗΞΕΙ ΤΟ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ, το αστείο της διπλανής, ο άγνωστος που ζητούσε να εξυπηρετηθεί. Στο τηλέφωνο έκλεινε τραπέζι στον Μαραβέγια ή τον Χατζηγιάννη. Συζητούσε με τη συνάδελφο για την καινούρια συνοικιακή καφετέρια με τους καναπέδες και το brunch. Αρχειοθετούσε και αρχειοθετούνταν.
Τα μάτια πίσω απ’ τα γυαλιά κρύφτηκαν, βούλιαξαν, τα δάχτυλα δεν ήταν πια μακριά, το χαμόγελο δεν ήταν σβηστό, ήταν φορετό.
ΤΙ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΜΕ ΟΜΟΡΦΟ; Να μη μοιάζει, να μη στέκεται στην πεπατημένη, να μην κόβει τις άκρες του για να χωρέσει στο πλαίσιο. Να μη βουλιάξει. Να μην ακούγεται η φωνή του σαν του συναδέλφου στο αριστερό γραφείο, να μη φαίνεται το χαμόγελό του σαν του συναδέλφου στο δεξιό γραφείο.
Η ομορφιά καταργείται από μια απόφαση που δεν πάρθηκε ποτέ στ’ αλήθεια, αλλά είχε τις πιο μη αναστρέψιμες συνέπειες. Η απόφαση να συμμετέχεις στη συλλογική παράνοια, να κάνεις τη δουλειά σου, να βγεις για ποτό και να πας για ύπνο. Η ροή των πραγμάτων σε πήρε και σε σήκωσε και ξυπνάς μια μέρα και να που όντως δεν φυτρώνει λουλούδι στην άσφαλτο, δεν παίζει μουσική η κατσαρόλα, δεν υπάρχει έρωτας στο room to let. Από κει και πέρα δεν υπάρχει ομορφιά, μόνο η δικαίωση της συμπόρευσης με την «κοινή λογική».
ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΔΕΚΑΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Χαμογελάνε, πάει ο ένας να ανοίξει το στόμα, δεν έχει λέξη.
Δεν είναι αμηχανία, είναι που δεν μπορείς να πεις κάτι, γιατί όλα μοιάζουν άκαιρα ή εντελώς άσχετα. Τα τυπικά δεν έχουν νόημα. Θες να πηδήξεις πέντε ώρες συζήτησης και τρεις ώρες αλκοόλ και να βρεθείς κατευθείαν εκεί. Στο μέρος που πάνε οι άνθρωποι για να συναντηθούν. Πλησίασε μια δυο φορές ο ένας τον άλλο, πήγαν κάτι να πουν, δεν είπαν τίποτα, είπαν μισή πρόταση.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΟ ΘΕΜΑ. Γνωρίζεις κάποιον που έγραψε αυτό το συγκεκριμένο κάτι και δεν ξέρεις τι να πεις. Τι να σου κάνουν κι οι λέξεις οι κακόμοιρες που έχουν αρχή, μέση και τέλος, που έχουν σειρά και κανόνες; Πώς να μεταφέρεις το απλό καθαρό αίσθημα κι ένα κομμάτι του νοήματος; Θες απλά να απλώσεις το χέρι και να δώσεις σε έναν άνθρωπο λίγη ατόφια συγκίνηση. Να μπορούσες να τη στερεοποιήσεις, να την κάνεις πράγμα, με γωνίες, μυρωδιά και βάρος. Να την κρατήσεις στα χέρια και να την παραδώσεις με κάθε έλλειψη επισημότητας σ’ ένα πρόσωπο.
Δεν ξέρω ακριβώς τι να σου πω, με ταράζεις που σε βλέπω δέκα άτομα μακριά, να, πάρε αυτό το πράγμα. Είναι το αίσθημά μου. Δεν ξέρω ακριβώς τι να σου πω, διάβασα κάποτε εκείνη την κουβέντα, με τάραξες, να, πάρε αυτό το πράγμα. Είναι το αίσθημά μου.
ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ. ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΔΕΚΑΡΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ. Χαμογελάνε, πάει ο ένας να ανοίξει το στόμα, δεν έχει λέξη.
Μην ανησυχείτε, δεν έχετε να πείτε τίποτα, γιατί είναι τέτοια η περίπτωσή σας. Θα πρέπει να συνεννοηθείτε αλλιώς, χωρίς λόγια, με βλέμματα, μάτια, γέλια, τσουγκρίσματα, φιλιά. Ποιος ξέρει; Να βρείτε τρόπο.
- Εσύ θα το είχες γράψει καλύτερα.
- Μια κάρτα είναι μωρέ, πώς κάνεις έτσι. Μια κάρτα είναι.
Μα είναι δυνατόν να θες να βάλεις σε τρεις γραμμές όλη την αγάπη και όλο το μίσος για τον κόσμο; Πώς να τακτοποιήσεις τη σκέψη σου έτσι;
Εντωμεταξύ έξω δεν έχει σταματήσει να βρέχει.
- Στο είπα, εσύ θα το είχες γράψει καλύτερα.
Εγώ πια ξέρω μόνο να λαϊκίζω και να μιλάω με συνθήματα. Έχω χάσει τις λέξεις μου και ο κόσμος μού ξινίζει.
- Χρειάζεσαι μια νίκη.
- Χρειάζομαι λίγο οξυγόνο, λίγη επιμονή, ένα μακρινό ταξίδι και δυο ανθρώπους που να πιστεύουν σε κάτι περισσότερο απ’ το εφικτό.
- Δοκίμασε ρε παιδί μου, δοκίμασε σου λέω. Μια κάρτα είναι.
Γεια σας.
Ο Χ. έκανε ένα γιο, του έδωσε το όνομα του πατέρα του. Βάζουμε κονιάκ και γελάμε. Μας έστειλε βίντεο από την Ολλανδία, πώς αλλάζει τον μικρό. Η δουλειά είναι καλή και οι γείτονες ωραίοι τύποι. Οι Σύριοι είναι ακόμη στην πλατεία. Απ’ ό,τι φαίνεται, ετοιμάζονται να τους διώξουν, χαλάνε το γιορτινό κλίμα. Γενικά, δεν φαίνεται να μπορεί να βρεθεί λύση γι’ αυτούς. Είναι οριστικό.
Καλές γιορτές.
Σας στέλνουμε φιλιά.
Αγάπη σε σας και επίθεση στον κόσμο.
Πηγή:
Το Βυτίο