0
1
σχόλια
1011
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Από το Βυτίο

DOC TV
26 Νοεμβρίου 2014
ΤO ZΕΥΓΑΡΙ, 65 ΜΕ 70, ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΙΟ ΑΒΟΛΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ. Τρώνε και πίνουν και στο ενδιάμεσο ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή ο άντρας σηκώνεται και χορεύει ένα ζεϊμπέκικο. Η γυναίκα δεν κουνιέται καθόλου απ’ τη θέση, βαράει παλαμάκια με ένα τόσο ήρεμο τρόπο που, αν μπορούσαν όλα απότομα να σιγήσουν, ίσως να καταλάβαινες ότι δεν βγάζουν καθόλου ήχο. Άηχα παλαμάκια, ωραία, ρυθμικά, χαμογελαστά.

ΤΟΥΣ ΚΟΙΤΑΖΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩ ΟΜΟΡΦΙΑ Ή ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΟ. Η ατμόσφαιρα είναι ωραία, στο ίδιο μαγαζί μετά από καιρό, η ρακή έχει γλυκιά γεύση χωρίς να είναι γλυκιά η ίδια, τα τραγουδάκια μπερδεύονται με τη νύχτα και τις μικροδιαφωνίες των θαμώνων, δεν υπάρχουν μικρόφωνα και ηχεία. Το τραγούδι χάνει 17 με 21% της συγκίνησης κάθε φορά που λέγεται από μικροφώνου, δείχνει μια πρόσφατη έρευνα του προσωπικού πανεπιστημίου των δικών μου αναμνήσεων.

ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, ΟΠΟΤΕ ΠΑΤΑΩ ΤΟ ΚΟΥΜΠΙ ΟΜΟΡΦΙΑ. Το ζευγάρι είναι αγαπημένο, τόσα χρόνια ψιθυρίζουν ο ένας στον άλλο προστυχόλογα, σχόλια και τρυφερούς αφορισμούς. Τα παλαμάκια δεν βγάζουν ήχο γιατί δεν χρειάζεται, τα χέρια τους ενώνονται καθώς αυτός τα τεντώνει προς το άπειρο στριφογυρίζοντας και αυτή τα απομακρύνει για να πάρουν φόρα μέχρι το επόμενο βουβό κλαπ. Όλα είναι καλά και συγκινητικά, τόσο καλά και συγκινητικά, που βγαίνω έξω απ’ το μαγαζί, ψάχνω τράπεζα να βγάλω λεφτά, τίποτα να μη σταθεί εμπόδιο στο θα πιούμε όσο θέλουμε. Όσο θέλουμε στη γλώσσα της Κυριακής μεσημέρι, σημαίνει όσο αντέχουμε.

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑ. ΠΕΡΠΑΤΑΩ ΤΗΝ ΟΔΟ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ, να βρω τράπεζα να γυρίσω γρήγορα, άραγε τώρα ποιο τραγούδι χάνω; Κοιτάζω μέχρι όσο φτάνει το βλέμμα, τράπεζα δεν φαίνεται. Φαίνεται όμως απέναντι, ένα σύνθημα στον τοίχο και δίπλα το φωτάκι ανοιχτό. Κυριακή 4 το μεσημέρι, όλα είναι καλά και συγκινητικά και το φως είναι ανοιχτό.

ΤΙ ΨΙΘΥΡΙΖΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΕΝΩ Ο ΣΤΙΧΟΣ ΛΕΕΙ «και μες την νύχτα χάνονται αργά τα βήματα σου». Τι σκέφτεται η γυναίκα την ώρα που ρίχνει τα βουβά κλαπ. Τι σκέφτεται ο άντρας καθώς το τεντωμένο του χέρι περνάει ελάχιστα πάνω απ’ το κεφάλι του μπουζουξή. Τι σκέφτεται αυτός που γράφει με το σπρέι ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ δίπλα στο αναμμένο φωτάκι. Τι σκέφτεται η γυναίκα που κατεβαίνει τα τρία σκαλάκια και το βλέμμα της πέφτει υπό το αναμμένο φωτάκι στη φράση ΞΕΦΤΙΛΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ.

*

ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΚΑΙ ΕΝΤΩΜΕΤΑΞΥ ενάμιση μήνα πριν, Σεπτέμβριος ωραίος σαν τραγούδι χωρίς ρεύμα, ο τουρίστας ανεβαίνει στο κατάστρωμα, στέκεται στο τελευταίο σκαλί και του ξεφεύγει ένα «oh, that’s nice». Τι σκέφτεται ο άνθρωπος που ανεβαίνει στα 40 του πρώτη φορά σε καράβι, πάνω απ’ το κεφάλι του ο απογευματινός ήλιος, γύρω του η θάλασσα, μπροστά του άσπρη κουπαστή και ξεφτισμένα κόκκινα σωσίβια. Κοιτάει σα χαζός γύρω γύρω, έχει κόψει την κίνηση, η γυναίκα του τον σπρώχνει.

ΖΗΛΕΨΑ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ και ζηλεύω την ιδέα του καταστρώματος γενικά. Αλλά και το κατάστρωμα. καλό και συγκινητικό όσο κι αν είναι, οδεύει προς την αυτοκατάργησή του. Οι ντόπιοι δε λένε «oh that’s nice», λένε τι ώρα έχει το γρήγορο, τι ώρα έχει το σούπερφαστ, το χάισπιντ, αυτό με τις θέσεις αεροπλάνου, με το a/c, με το παράθυρο που δεν ανοιγοκλείνει γιατί δεν είναι παράθυρο, είναι τζάμι, έχει διαφορά, άλλο παράθυρο, άλλο τζάμι. Απ’ το παράθυρο κοιτάς, το τζάμι επέχει θέση τοίχου. Το βλέπεις που κάθονται όλοι οι ταξιδιώτες στριμωγμένοι στα τραπεζάκια των γκούντις και των ανάλογων εσωτερικών σαλονιών. Έξω είναι κάτι φαντάροι που ταξιδεύουν μόνοι, κάτι παρέες πιτσιρικιών που καπνίζουν ή παίζουν χαρτιά, μετανάστες ή τίποτα νεαροί τουρίστες.

ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΤΣΙ, ΙΣΩΣ ΕΤΣΙ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ, στις θέσεις λεωφορείου με το a/c και τις τηλεοράσεις να παίζουν σε απόσταση λίγων μέτρων όλα τα κανάλια, ίσως να είναι καλύτερα. Ίσως έτσι να είναι καλά και συγκινητικά. Γιατί αν είσαι έξω στο κατάστρωμα, χτυπημένος από ήλιο και αέρα και ένα εκατομμύριο σκέψεις που προκαλούνται αυτομάτως απ’ την έλλειψη ορίου στο βλέμμα, αν είσαι έξω, λέω, πού ξέρεις αν θα δεις εκεί, μέσα στο συγκινητικό του όλου πράγματος, κανένα πτώμα να επιπλέει στα ανοιχτά. Πού ξέρεις πώς θα αντιδράσει η τουριστική, η διακοπεύουσα εκδοχή του εαυτού σου στη θέα ενός πτώματος, όσο μελαμψό κι αν είναι αυτό.

*

ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ Ο ΞΕΝΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ ΠΟΥ ΠΛΕΕΙ προς το ξενοδοχείο και την πανάκριβη κατεψυγμένη άγευστη χωριάτικη, ποιος ξέρει τι σκέφτεται ο ντόπιος τουρίστας που πλέει στα ίδια νερά με τα θύματα της πολιτικής του επιλογής και εντωμεταξύ όλα αυτά, απ’ την Ιουλιανού στο κατάστρωμα, γυρνάνε στο μυαλό μου στη διαδρομή του Μετρό, Συγγρού Φιξ – Πανεπιστήμιο και πάλι πίσω. Όλα είναι καλά και συγκινητικά. Όλα είναι εδώ και μοιράζουν εναλλάξ χαστούκια και πατ πατ. Θάλασσες, γλάροι, χαϊσπίντ IV, μπουζούκια, τα φωτάκια του studio απέναντι και τα φωτάκια των νησιών απέναντι, ο τουρίστας που πάτησε πρώτη φορά κατάστρωμα και η γυναίκα που κατέβηκε για χιλιοστή φορά τα σκαλάκια κάτω από το ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο φωτάκι.

*

« I WAS GOING TO DIE, SOONER OR LATER, whether or not I had even spoken myself. My silences had not protected me. Your silences will not protect you… What are the words you do not yet have? What are the tyrannies you swallow day by day and attempt to make your own, until you will sicken and die of them, still in silence? We have been socialized to respect fear more than our own need for language.» -Audre Lorde

*

ΒΡΕΘΗΚΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΑ ΓΡΑΦΩ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ ανάμεσα σε φωνές, ιδέες και ποτήρια και παρόλο που κανείς σοβαρός άνθρωπος δε θέλει να γράφει και να αποσπάται, να διακόπτεται, να κόβεται, να του κουνάνε το λάπτοπ και να του τραβάνε το καλώδιο, ξαφνικά ένιωσα ότι με ενδιαφέρει περισσότερο να πατάω τα πλήκτρα με παρέα. Γράφω συλλογικά και υπάρχω ως παρέα, οπότε οι λέξεις μου βρίσκουν το δρόμο τους για εκεί (thecricket.gr), συχνά, με περισσότερη χαρά και ικανοποίηση. Τίποτα δεν είναι καλό, αλλά πολλά είναι συγκινητικά.

Ο ΣΤΙΧΟΣ ΧΩΡΙΣ ΡΕΥΜΑ, ΜΙΚΡΟΦΩΝΟ, ΚΑΛΩΔΙΟ, ΧΩΡΙΣ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ φτιαχτό επιμένει να μας συναντάει «και μες την νύχτα χάνονται αργά τα βήματα σου». Τραγουδάει ένα κορίτσι απ’ την παρέα και εμείς βαράμε παλαμάκια. Όσα ντεσιμπέλ έχει ο καθένας τα καταθέτει στο κοινό τραπέζι. Είναι Κυριακή απόγευμα κι είμαστε, για σήμερα, τυχεροί.

Πηγή: το βυτίο

εμφάνιση σχολίων