0
1
σχόλια
1252
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Από το Bυτίο

DOC TV
23 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΑMEΣΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ Πέτρου Ράλλη, στη Νίκαια, υπάρχουν μικρά κάθετα δρομάκια. Είναι τσιμεντένια, δεν χωράει αυτοκίνητο και στη μέση μεταξύ των δύο παράλληλων δρόμων δημιουργούνται κάτι κυκλικοί χώροι σαν μίνι πλατείες. Εκεί βλέπεις δεντράκια ή σκέτο χώμα, τσιμέντο και κάπου κάπου ένα παγκάκι. Γύρω γύρω τα σπίτια, προφανώς φτωχά και χαμηλά, αποτελούνται από πολλά εντελώς διαφορετικά υλικά, λες και κάποιος έχει κάνει κολάζ. Μια σιδερένια πόρτα, ένα ξύλινο παντζούρι, μια τσίγκινη μικροσκεπή. Βλέπω τους ανθρώπους, που γυρνώντας από τη λαϊκή της Δευτέρας, επιστρέφουν σπίτια τους. Ποιοί είναι όλοι αυτοί; Πώς ζουν; Είναι όσο φτωχοί δείχνουν; Η ζωή τους έχει όσο ησυχία δείχνει; Είναι όλοι παλιοί Νικαιώτες, γέροι που ξέμειναν στο ίδιο σπίτι; Είναι εικοσάρηδες που ξεκινάνε τη ζωή τους; Γιατί είναι τόσο πολλοί εκεί πρωινιάτικα; Είναι άνεργοι;

ΔΕΚΑΔΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΩΣ ΣΗΜΕΙΟ εκκίνησης τον άγνωστο κόσμο που υπάρχει γύρω μου. Γιατί δεν τους βλέπουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους; Γιατί δεν ακούμε γι’ αυτούς; Γιατί δεν μιλάμε γι’ αυτούς; Με κατέβαλε μια ξαφνική περιέργεια. Κοίταζα λαίμαργα, με μια φανερή αδιακρισία. Ελάχιστα πριν αρχίσω να κατεβάζω ανόητες φλυαρίες γι’ αυτόν τον μακρινό κόσμο, σκέφτομαι ότι καμιά φορά πρέπει να προσέχουμε να μην απλώνουμε τις χερούκλες μας τόσο απερίσκεπτα στα ξένα παπλώματα. Εξάλλου, το έχουμε πει πολλές φορές, μίλησε γι’ αυτούς ή για τους εντελώς διπλανούς τους τέλος πάντων, ο Χρήστος Οικονόμου στο «Κάτι θα γίνει, θα δεις».

ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ (ή μάλλον σ’ αυτά που θεωρώ δικά μου) παπλώματα, διαπιστώνω μια παρόμοια παράλογη σιωπή. Πώς και πότε μιλάμε για ένα από τα κατεξοχήν υποκείμενα, πάνω στα οποία ξεσπάει η κρίση, το πλήθος δηλαδή των 30ρηδων (+-5); Γι’ αυτούς τους υπερμορφωμένους και ημιμαθείς, τους πανελεύθερους και εγκλωβισμένους, τους υπερφιλόδοξους και δίχως μέλλον, ακούμε συνήθως πολύ λίγα και συγκεκριμένα πράγματα, αν όχι τίποτα. Οι επίσημοι γραφιάδες, οι επικοινωνιολόγοι του τηλεπολιτικού τίποτα, οι ακούραστοι σχολιαστές των άπειρων μικρόκοσμων έτσι κι αλλιώς έχουν άλλη ατζέντα.

ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟΝ (ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΒΕΒΑΙΑ) καθρέφτη των social media, πιάνω και κάτι συζητήσεις στον δρόμο. Και οι ίδιοι οι 30ρηδες κοιτάζουν αλλού. Μας απασχολεί η ανασκαφή στην Αμφίπολη («μονοπωλεί το ενδιαφέρον εντός και εκτός συνόρων», λέει το δελτίο ειδήσεων) ή το αν η ΝΕΡΙΤ καλύπτει την ομιλία του Τσίπρα στη ΔΕΘ. Τουίτς και ειρωνείες για έναν από τους πολλούς ακούραστα αμετροεπείς ακροδεξιούς που γέννησε η τρας τιβί και υιοθέτησε η Νέα Δημοκρατία.

ΤΑ ΓΡΑΦΩ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ για να πω ότι αν ο Οικονόμου μίλησε γι’ αυτόν τον κόσμο της Νίκαιας και του Πειραιά, για μας που φλερτάρουμε με τα 30 (λίγο κάτω, λίγο πάνω) ανέλαβε τη δουλειά ο Γιώργος Πρεβεδουράκης. Από άλλο δρόμο, ίδια όμως δουλειά. Ιδού λοιπόν εμείς, τα παιδιά του 2014.

«Ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,
φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο,
έπιπλα "κάν’ το μόνος σου" και είδη υγιεινής,
που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες
μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους»


ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΣ ΤΟ «ΚΛΕΦΤΙΚΟ», ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ την παλιά ντουλάπα με τον καθρέφτη στο εσωτερικό της πόρτας. Στο «Κλέφτικο» βρίσκεται μια ζωή που ξέρουμε καλά, την έχουμε περπατήσει, την έχουμε συζητήσει, μα δυσκολευόμαστε ή αρνούμαστε να δούμε και να τραγουδήσουμε. Αυτά που ξεκινούν ως γνώριμες εικόνες, σπαράγματα, υπαινιγμοί και περιγραφές, μετατρέπονται σιγά σιγά στον γνωστό χείμαρρο της πραγματικότητας. Μόνο που ο χείμαρρος αυτός δεν είναι σκέτα απελπισία, σκέτα περιγραφή, σκέτα φωτογραφία. Το ποίημα, αφού μας σπρώχνει με όλη του τη δύναμη προς το μη παραπέρα, με κάποιο τρόπο απλώνει χέρι βοήθειας, μας κρατάει από τον  γιακά και παίρνει λίγο απ’ το φορτίο. Σαν το ωραίο και αναγκαίο ουίσκι, που ξεκινά πικρό, τσιγκλίζοντας γλώσσα και λαιμό, μα στο τέλος μάς πάει το γλυκό ταξίδι και μας στέλνει για ύπνο λίγο ελαφρύτερους.

«(...) που εκπόνησαν διδακτορική διατριβή
με θέμα "Ο Υπαρξισμός μετά τον Σαρτρ και
το Πρόβλημα της Αναπηρίας στη Νοτιοδυτική Γκάνα"
και γύρισαν στην Αθήνα θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ
το μακρύτερο μανίκι της μεταμοντερνίλας»


ΝΑ 'ΜΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ, ΕΔΩ ΣΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ. Άνεργοι, μεταπτυχιακοί ειδικευμένοι στο σέρβις, αρνητές της καριέρας, κυνηγοί της επιτυχίας, απολιτίκ νεοσυντηρητικοί χίπηδες, καινοτόμοι, ποδοσφαιρικά υπερήφανοι, καλοσιδερωμένοι entrepreneurs, part time τηλεφωνητές, παπαγάλοι ενός quote της κοινωνικής αλλαγής που γράφτηκε από τον τάδε το έτος τάδε, υποψήφιοι διδάκτορες της ξερολίασης, κυνικοί Δρασίτες (στην καρδιά μα όχι στην κάλπη, προς Θεού εκεί παίζουμε ΝΔ για ασφάλεια), φιλήσυχοι νοσταλγοί του δροσερού νερού του Δεκέμβρη του 2008 και κυρίως με μια μόνιμη αίσθηση ότι μας αδίκησε η ζωή, η εποχή, το αφεντικό και το εκάστοτε σινάφι.

«Φευγάδα δεν ήσουν εκεί
όταν σκυλότρωγα το φυλλοκάρδι του διπλανού μου
ούτε τη μέρα της αποφοίτησης πέρασες να ευχηθείς,
δεν είδες όλες τις μη-κυβερνητικές στα μη-πόδια μου
να μου προσφέρουν μια εργασία ελαστική
βερνικώνοντας τα κάγκελα του νέου κρεματορίου»


ΝΑ 'ΜΑΣΤΕ. ΜΑΣ ΓΑΜΗΣΕ ΛΕΜΕ Η ΚΡΙΣΗ. Υποφέρουμε, βασανιζόμαστε, αναβάλλουμε, παρακολουθούμε, επικοινωνούμε, κυρίως επικοινωνούμε, ψηφίζουμε, ανανεώνουμε χρόνους (ομιλίας, όρκους, όνειρα), εργαζόμαστε full time πληρωνόμαστε part time, εργαζόμαστε Κυριακή, δεν βρίσκουμε πού να εργαστούμε, τρέχουμε να προλάβουμε, τρέχουμε και δεν προλαβαίνουμε, τρέχουμε τι άραγε να προλάβουμε, πίνουμε, καπνίζουμε και πίνουμε τσιγάρα (όχι για τίποτε άλλο, αλλά) για να κάνουμε διάλειμμα, να πάρουμε ανάσα,  να χαλαρώσουμε προς στιγμή και να, έτσι μετά να συνεχίσουμε, να συνεχίσουμε ακάθεκτοι, δυνατότεροι, ψηλότεροι και κυρίως ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΕΡΟΙ. Είμαστε εμείς οι εντός της κρίσης, εντός της πραγματικότητας και κυρίως οι εντός πλαισίου, μονίμως εντός πλαισίου, νεοφιλελεύθερου ή επαναστατικού δεν έχει σημασία. Μας καθορίζει το πλαίσιο, κι όχι το περιεχόμενό του, γιατί εντέλει πρέπει να παραμείνουμε ΕΝΤΟΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ.

ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ, ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΣΤΕ να συγχωνεύσουμε τις λέξεις του Πρεβεδουράκη με αυτές του Οικονόμου. Γιατί φαίνεται ότι δεν αργεί η ώρα να συγχωνευτούν οι δύο κόσμοι, ποιος ξέρει αν αυτό είναι καλό ή κακό.

ΜΕΣΑ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ «ΚΛΕΦΤΙΚΟ» τέσσερις φορές. Η τελευταία στο καράβι της επιστροφής. Εκεί σκεφτόμουν το κλασικό ζήτημα του πως εμείς οι ίδιοι αφηγούμαστε την ιστορία μας, πως μιλάμε για τη ζωή μας και για όσα συμβαίνουν και περνάνε από δίπλα ή καμιά φορά και από πάνω μας. Έβγαζα λοιπόν το αόρατο καπέλο μου στον Πρεβεδουράκη γι’ αυτή την ποίηση, την οριακή και παρηγορητική μαζί, την ήρεμα απελπισμένη και ταυτόχρονα ψύχραιμη και με ισχυρές δόσεις χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Έβγαζα το αόρατο καπέλο μου στον Πρεβεδουράκη γιατί κατάφερε να μιλήσει μέσα στη μέση του χαμού για τον χαμό. Μάλιστα, έγραψε ένα κομμάτι της σημερινής ιστορίας, χωρίς να πνιγεί από την πίκρα ή να βουλιάξει στο αδιέξοδο, αλλά με όλο το πάθος και τη διαύγεια ενός ανθρώπου που ζει σ’ έναν κόσμο που καταρρέει.

ΤΗΝ ΩΡΑ ΟΜΩΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ ΕΓΚΑΡΔΙΟΥ χαιρετισμού, το καράβι έπιασε στην Πάρο. Ακολούθησε κάτι μάλλον τρομακτικό και θα χρειαζόταν κανείς το ταλέντο ενός Σιοράν ή ενός Σελίν για να περιγράψει αυτή την πραγματικότητα χωρίς να γίνει μικροπρεπής και άδικος. Μέσα στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του καταστρώματος, ο σωσίας του Νίβο, ένας με καμιά δεκαριά τατουάζ, δέσποζε αυτό με την περικεφαλαία και το Μολών Λαβέ, μια γυναίκα που ούρλιαζε στο τηλέφωνο, ανάμεσα στον εμβρόντητο κόσμο, βρίζοντας κάποιον Γιώργο που δεν θα περνούσε απ’ το σπίτι αύριο, ένα κορίτσι με δωδεκάποντο τακούνι και μαγιό, ένας που έλυνε σκανδιναβικά. Η μία πλευρά είχε φωτογραφία του Αλιάγα και η άλλη του Ορφανού.

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΣΤΟΝ ΠΡΕΒΕΡΟΥΔΑΚΗ, ΕΠΙΧΕΙΡΩΝΤΑΣ να βρω ένα σύμμαχο προκειμένου να πολεμήσω με όλες τις πραγματικότητες ταυτόχρονα. Είμαστε όλοι εν πλήρη συγχύσει ένοχοι, συνήθιζε να λέει ένας φίλος και αν δεν μας δώσει τώρα ένα χεράκι η ποίηση ή οι φίλοι μας, πιθανότατα δεν θα μας το δώσει κανείς.

ΧΤΕΣ, ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, του κυνισμού και της ομορφιάς, μου φάνηκε πως πέρασα μπροστά απ’ όλο το ποίημα. Στο περίπτερο, δύο μάλλον περιθωριακές εφημερίδες, η kontra news και η star press, κρέμονταν πλάι πλάι. Τα πρωτοσέλιδα φώναζαν με τις αντίστοιχες φωτογραφίες: Ο ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΠΑΖΕΙ και ΑΦΟΔΕΥΣΑΝ ΣΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

«Φευγάδα, απ’ όλα τα μαρτύρια
διάλεξα της σταγόνας»



Αποσπάσματα από το Κλέφτικο, του Γιώργου Πρεβεδουράκη, εκδ. Πανοπτικόν

Πηγή: the cricket

εμφάνιση σχολίων