0
1
σχόλια
757
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Δεν μπορώ να ζω αλλιώς». Από την Ελένη Ξένου

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
26 Αυγούστου 2014
«ΑΓΚΑΛΙΑΣΕ ΤΟ » ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΑ, κοιτώντας προς τη μεριά του δέντρου με τις κόκκινες φλόγες. Ξάπλωνε πάνω σε κείνη την μπλε ριγέ αιώρα που πασκίζαμε όλο το προηγούμενο απόγευμα να τη στερεώσουμε στον κορμό του. Έτσι, όμως, το 'χαμε υποσχεθεί. Πως κάποια στιγμή δεν θα πηγαίναμε πουθενά αλλού, παρά μόνο θα ξαπλώναμε κάτω από αυτό το δέντρο πάνω σε μια μπλε αιώρα και θα χαζεύαμε τα δύο ματάκια του ουρανού.

«Γιατί δεν το αγκαλιάζεις», επέμενε και έμοιαζε λες και στη φωνή του είχε κρυφτεί ένα από κείνα τα αστέρια που όλο το προηγούμενο βράδυ τα βλέπαμε να διασχίζουν τον αέρα και να χάνονται κάπου μέσα στο σκοτάδι του ωκεανού.

«Ξέρεις πώς όλα αυτά τα αστέρια που κοιτάμε δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα;» του είπα.

«Στην πραγματικότητα ποιου;» μου απάντησε.

«Στην πραγματικότητα εκείνη που λέει πως έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια αλλά εμείς τα βλέπουμε γιατί δεν έχει φτάσει ακόμα κοντά μας η πληροφορία του θανάτου τους».

«Άρα στη δική μου πραγματικότητα εξακολουθούνε να φωτίζουνε τον ουρανό», μου απάντησε.

Δεν είπαμε τίποτα άλλο για τα αστέρια. Τα κοιτούσαμε όμως όλο το βράδυ. Να πέφτουνε και να χάνονται κάπου στον αέρα, την ίδια ώρα που μικρές νυχτερίδες πετούσανε πάνω από τα κεφάλια μας.

ΚΑΘΙΣΑ ΠΛΑΪ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΟΥΝΙΣΤΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΚΑΙ ΑΦΗΣΑ τον αέρα να μου σηκώνει το φουστάνι γιατί ήθελα μια κίνηση, μια τόσο δα χειρονομία, μια αδιόρατη λεπτομέρεια που να μοιάζει τυχαία. Την ήθελα σαν επιβεβαίωση πως ζούμε μαζί εκείνη την ταινία. Την ταινία που είχε δει μικρός και ήταν αυτή που τον έκανε να πάρει όρκο πως θα κόβει τις μαγικές στιγμές σε μικρά καρέ καρέ, τόσο μικρά που να χωράνε στη θήκη των γυαλιών του παππού του. Αυτή η θήκη ήταν το μοναδικό πράγμα που ζήτησε μετά τον θάνατό του, ίσως γιατί ένιωθε, από ένστικτο περισσότερο παρά από βίωμα, πως μέσα σε μια θήκη γυαλιών είναι που μένει η μυρωδιά από τον τρόπο που διαλέγεις να βλέπεις τη ζωή. Ένα μικρό συμβολικό κουτί ήταν για κείνον η θήκη και γι’ αυτό ήθελε εκεί μέσα να κρατάει φυλαγμένα τα μαγικά του. Μέχρι να καταφέρει κάποτε να τα φορέσει στα μάτια του και να κοιτάζει τη ζωή μέσα από κείνο το βλέμμα που ξέρει πια να διακρίνει τα μαγικά.

«Δεν το 'ξερα» μου είπε και δεν ρώτησα τι δεν ήξερε, γιατί γνώριζα πως είναι δύσκολο να πιστέψεις σε ένα αστέρι όταν επικρατεί η εκδοχή που υποστηρίζει την ανυπαρξία του. Ούτε και γω ήξερα πως η ευχή έχει τελικά τη δύναμη να νικάει τον φόβο, άργησα να το δω να συμβαίνει ή μάλλον άργησα να δείξω εμπιστοσύνη στις ευχές, γιατί επέλεγα πάντα την άλλη εκδοχή, εκείνη που υποστήριζε την ανυπαρξία τους.

«ΑΓΚΑΛΙΑΣΕ ΤΟ, ΛΟΙΠΟΝ», ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΕ ΛΙΓΟ την άκρη του φουστανιού μου λες και ήθελε να συντονιστεί με το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού. Δεν μπορούσα παρά να υπακούσω στην παράκλησή του γιατί ήτανε από κείνες τις παρακλήσεις που συμπυκνώνουν όλο το αίνιγμα του ανεξήγητου μέσα τους και σπάζουνε μ’ αυτό τις νόρμες που μας κρατάνε ξέχωρους από τις κόκκινες φλόγες ενός δέντρου. Πέρασα, τότε, τα δύο μου χέρια γύρω από τον κορμό του και το κράτησα σφικτά. Ένιωσα τον φλοιό του πάνω στο δέρμα μου κι ύστερα ένιωσα και τα μυρμήγκια που περπατούσανε πάνω του σαν σε νυχτερινή περιπολία.

«Έτσι θέλεις να το αγκαλιάσω;» τον ρώτησα.

«Έτσι ακριβώς», μου απάντησε και χάιδεψε τα φύλλα του που πέφτανε πάνω στην αιώρα.

«Ίσως όταν πεθάνουμε», είπε αμέσως μετά, «να πρέπει να μας θάψουνε εδώ, κάτω από αυτό το δέντρο».

«Γιατί εδώ;» τον ρώτησα

«Γιατί εδώ είναι που βγαίνουνε οι κόκκινες φλόγες και γίνονται λουλούδια. Είναι όπως εκείνο το τραγούδι... Το θυμάσαι εκείνο το τραγούδι; Έτσι κι εμείς! Ήπιαμε όλο το κρασί που φτιάξαμε από τον κορμό ενός κόκκινου δέντρου και καταφέραμε επιτέλους να αφεθούμε σ’αυτή την υπέροχη ελευθερία της αστάθειας...»

ΔΕΝ ΕΙΠΑ ΛΕΞΗ. ΤΟΝ ΑΚΟΥΓΑ ΝΑ ΜΙΛΑ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣΑ να έχω την αίσθηση πως στη φωνή του ήταν κρυμμένο ένα από κείνα τα αστέρια που κοιτούσαμε να διασχίζουνε τον αέρα το προηγούμενο βράδυ.

«Δεν μπορώ να ζω αλλιώς», του είπα λίγο μετά.

«Ούτε και γω», μου απάντησε.

Και δεν είχε καμία απολύτως σημασία αν αυτό που μας φώτιζε το βράδυ ή και όλη την υπόλοιπη ζωή μας ήταν χιλιάδες αστέρια που είχανε ήδη πεθάνει. Αρκεί που προλάβαμε. Αρκεί που είχαμε προλάβει να πιστέψουμε στις ευχές.


Διαβάστε όλα τα κείμενα της Ε. Ξένου εδώ

Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη  περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV. Στο νέο της site θα βρείτε συνεντεύξεις, άρθρα και ημερολόγια.


εμφάνιση σχολίων