0
1
σχόλια
1182
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

«Είναι άδικο να κρίνεις τον κόσμο με κριτήριο τη σκιά του αρμυρικιού και του κέδρου...». Από το Βυτίο

DOC TV
27 Αυγούστου 2014
ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΕΙΣ την ψυχραιμία σου, πόσω μάλλον να μη βυθιστείς σε μια γενική πικρή διάθεση, αν συνδυαστεί η επιστροφή σου με διάβασμα των σχολίων των θιασωτών της λιτότητας (και πλέον της εξόντωσης) των άλλων. Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα, δεν υπάρχει Κυριακή, δεν υπάρχουν ναζί, δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο ένας λογαριασμός και η συναίνεση στην περιφρόνηση.

ΕΙΝΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΑΔΙΚΟ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙΣ τον κόσμο μέσα από την οθόνη που παίζει ειδήσεις, φορολογικά νέα, νεοναζί, αδιαφορία και ακραίο συντηρητισμό. Δεν μπορείς να αντιληφθείς τον κόσμο εστιάζοντας μόνο στον περιρρέοντα ρατσισμό, στα κυριακάτικα αφεντικά, στον κυνισμό των αρθρογράφων της Καθημερινής, στη βλακεία των μπάτσων που κυνηγάνε ελεύθερους κατασκηνωτές.

ΕΙΝΑΙ ΕΞΙΣΟΥ ΑΔΙΚΟ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙΣ τον κόσμο με κριτήριο τη σκιά του αρμυρικιού, του κέδρου και της καρυδιάς. Δεν μπορείς να εστιάσεις μόνο στον ψίθυρο του κύματος, στα αλμυρά χείλη, στο παγωμένο αλκοόλ και το κυκλαδίτικο τοπίο. Δεν μπορείς να αντιληφθείς τον κόσμο έχοντας κυρίως στο μυαλό τη νυχτερινή ησυχία στον Χρούσο κάτω από τα εκατομμύρια αστέρια ή το είδος της ηδονής που νιώθεις όταν τρως και πίνεις και είσαι ξυπόλυτος με τα πόδια χωμένα στην άμμο.

ΑΛΛΑ ΒΕΒΑΙΑ ΤΩΡΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ δεν έχει και πολλά να καταλάβεις. Καλά τα λέει ο Σραόσα: Ο ηθικισμός είναι απροκάλυπτα πλέον πολιτικό όπλο. Πάει πέρα από την καταπίεση της επιθυμίας, προς την κατεύθυνση της συστηματικής και εντατικής κατασκευής ενοχής για κάθε μορφή ετερότητας ή δημιουργικής αυτοέκφρασης που θα προκαλούσε οποιαδήποτε ανατάραξη στο εργοτάξιο του κόσμου-φυλακή στο οποίο ζούμε: η μισανθρωπία στην υπηρεσία της εξουσίας».

*
ΠΡΟΣ ΣΤΙΓΜΗΝ ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ ΝΟΜΙΖΑ πως άλλαξα πίστα, πως κατέκτησα ένα κάποιο επίπεδο ηρεμίας ή και διαύγειας. Φυσικά τίποτα τέτοιο δεν ισχύει, απλά είχα ξεβγαλθεί στο δροσερό νερό και είχα συνηθίσει σε μια δροσιά που συναντά κανείς σε ορισμένα παραθαλάσσια μέρη ή σε ορεινά χωριά. Το πρώτο βράδυ ξαπλώσαμε στη σκηνή (αμέριμνοι και παράνομοι) και ξαφνικά, αφού τα αθηναϊκά μάτια που βλέπουν μόνο μέχρι  τα δυο τρία μέτρα έψαξαν για τσιμέντο μάταια, συνειδητοποίησα ότι από πάνω υπήρχε μόνο ουρανός. Να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Να δούμε το μέγεθος των πραγμάτων, αμπελοφιλοσόφησα για 30 περίπου δευτερόλεπτα. Μετά κοιμήθηκα σαν σκύλος. Ευτυχισμένο κουλουράκι.

*
Μ’ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ, μ’ αρέσουν αρκετά μάλιστα. Απλά κάθε φορά που τα διαβάζω, σαν αυτόματη αντίδραση, σκέφτομαι από μέσα μου ότι ναι, ρε παιδί μου, αλλά κάπως υπερβολικά είναι όλα αυτά. Κάπως τραβηγμένα. Ο Παντζαράς της ιστορίας δέρνει, τα γαμάει όλα, αθάνατη ελληνική επαρχία. Αλλά εγώ σκέφτομαι την ίδια κιόλας στιγμή, εντάξει αλλά για πότε μιλάμε; Πότε έπεφτε ξύλο μέσα στα σπίτια και τα διαμερίσματα; Πότε ζούσαν οι άνθρωποι αυτά τα δράματα;

ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΝΕ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ και στη βόλτα του σκύλου ακούω φωνές. Από τη μια πολυκατοικία ακούγεται ένα σπαραχτικό «Νίκο, Νίκο, μη σε παρακαλώ» κι ύστερα σιωπή. Από την απέναντι ο τύπος που έχει βγει στο μπαλκόνι μάς βλέπει που κοιτάμε αποσβολωμένοι και λέει κάτι του στιλ «τη δέρνει πάλι, θα τη σκοτώσει». Πριν προλάβουμε να αποφασίσουμε να κάνουμε κάτι, ο τύπος από το μπαλκόνι μάς δείχνει κάποιον που βγήκε από την πολυκατοικία και απομακρύνεται με κανονικό ρυθμό χωρίς να μας κοιτάξει (ενώ μέχρι λίγα δευτερόλεπτα πριν φωνάζαμε). Αυτός είναι. Κανονικός, με ζελέ και καρό βερμούδα. Κανονικός, απομακρύνεται με κανονικό βήμα. Δεν βιάζεται, ούτε γυρνάει να μας κοιτάξει. Στεκόμαστε ακίνητοι δέκα μέτρα πίσω. Α, ρε αθάνατη ελληνική επαρχία, άντρακλες, λεβέντες, καραμπουζουκλήδες, σούζα η άλλη μπροστά σου, σούζα. Α, ρε αθάνατη ελληνική Αθήνα. Απομακρύνεται ο λεβέντης. Βήμα κανονικό. «Χωρίσανε πρόσφατα», συνεχίζει την ενημέρωση ο τύπος. Κι επειδή χωρίσανε, θα σου δείξει, μωρή, θα σου δείξει. Τι σημαίνει χωρίσανε. Ρε, λεβέντης ρε. Α, ρε αθάνατη ελληνική Ελλάδα. Απομακρύνεται η Ελλάδα με βήμα κανονικό. Τσολιάς ρε, ίσια το κορμί, λεβέντης περπατάει προς τον κεντρικό. Να τον δει να τον χαίρεται η μάνα του έτσι που περπατάει. Με το κεφάλι ψηλά.

ΣΗΜΕΡΑ, ΜΙΑΜΙΣΗ ΜΕΡΑ ΜΕΤΑ, προχωράω προς το αυτοκίνητο στη Νίκαια. Μπροστά μου στα σκουπίδια μια γυναίκα, δεν θα 'ταν πάνω από πενήντα. Ψάχνει, ανασκαλεύει. Το ντύσιμό της κανονικό, δεν φανερώνει άνθρωπο πεταμένο από τη ζωή, κουρέλι. Μια χαρά. Αξιοπρεπέστατη. Γυρνάει και με κοιτάζει, δεν παίρνει τίποτα. Προσέχω λίγο καλύτερα. Το μάτι της μαυρισμένο. Μπουνιά στο αριστερό μάτι. Χαμήλωσα το βλέμμα ασυναίσθητα, εγωιστικά και καθόλου αξιοπρεπώς. Και φτωχοί και λεβέντες ρε. Και Έλληνες. Αθάνατη ελληνική Νίκαια. Περήφανοι, φτωχοί και λεβέντες.

*
ΚΑΤΑ Τ' ΑΛΛΑ, ΤΑ ΓΝΩΣΤΑ. Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Μην γκρινιάζετε, δουλέψτε, σκάψτε, σκάστε.

*
ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΛΑΣΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ του νεοελληνικού κράτους. Το «Μαπούτσε» περιγράφει την Αργεντινή, τη χούντα της, την ιστορία και τους ήρωές της. Και μιλάει με σαφήνεια και ακρίβεια για τη λεβέντισσα Ελλάδα. Για τις περιουσίες που αποκτήθηκαν επί κατοχής, για τους ταγματασφαλίτες, τους βασανιστές και την εκκλησία. Η περίφημη συζήτηση για την Αργεντινή (θέλουμε να γίνουμε/δεν θέλουμε να γίνουμε) είναι εκτός τόπου και χρόνου. Με την Αργεντινή δεν μας χωρίζει ένας ωκεανός και μερικές χώρες. Είμαστε δύο κόλλες χαρτί και ανάμεσά μας κάποιος έβαλε απλά ένα καρμπόν. Και είτε σε λένε Βιντέλα είτε Μάλλιο, γράφεις με το ίδιο μελάνι, το ίδιο συνέχεια κείμενο, την ίδια ιστορία. Την ιστορία του φασισμού.

*
Ο ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ο Μουνής, όσο ενδιαφέρον και να παρουσίαζε η περίπτωσή του. Ούτε η Μαπούτσε. Ο ήρωας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Σεμπαστιάν Σαν Βισέντε, ο «Περαστικός» του Τάιμπο. Κι αυτός περισσότερο απ’ όλους συνετέλεσε στη διαύγεια που πρόσκαιρα απέδωσα στην παραλία, στην άμμο και στο τσίπουρο. Ο Σαν Βισέντε δεν γκρίνιαζε, μόνο ζούσε. Όλο το καλοκαίρι, ο Σαν Βισέντε έτρεχε ανάμεσα στις φλόγες του Φέργκιουσον ή στη Γάζα, μπορεί και στα δύο ταυτόχρονα. Έτρεχε και στεκόταν με το πιστόλι στο χέρι μπροστά στο τραμ που οδηγούσε ο απεργοσπάστης. Βοηθούσε τους υφαντουργούς να οργανωθούν, διαφωνούσε για τις περίφημες συνθήκες (αν και επέμενε φοβερά στο θέμα της οργάνωσης και ήταν πρώτος στη δουλειά, είτε πρόκειτο να γράψει στη γραφομηχανή είτε να σκουπίσει τα γραφεία), πίστευε και στην επιθυμία, στο εδώ και τώρα, στον αγώνα σήμερα. Εξηγούσε στον νεαρό σύντροφό του ότι δεν μπορεί να ανήκει στην ιδιοκτησία σου μια γυναίκα, ούτε αν την πληρώνεις. Ο Σαν Βισέντε ζούσε ανάμεσα στους εργάτες και τους περιθωριακούς, δεν υποτιμούσε κανέναν, ούτε και φοβόταν να πει ότι φοβάται. Ο Σαν Βισέντε, όταν του έλεγαν ότι ο καιρός δεν είναι κατάλληλος ή ότι έπρεπε να προσέχει ή ότι τα αφεντικά τον έχουν στον μάτι, απαντούσε ότι την επανάσταση την κουβαλούσε μέσα του και την παίρνει μαζί του όπου πάει, είναι σαν αποσκευή. Και στη λεβέντισσα Ελλάδα και στο Μεξικό και στην Ισπανία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα, αλλά ότι ίσως δεν θα άφηνε τη συγκεκριμένη ανάγνωσή της (που κυριαρχεί) να τον καθορίζει.

«Γιατί μπήκατε παράνομα στη χώρα;»

«Επειδή δεν πιστεύω στην παρανομία. Και μιας και το έφερε η κουβέντα, δεν πιστεύω ούτε στα σύνορα. Ανάμεσα σε Μεξικό και Γουατεμάλα δεν υπάρχει καμία διαφορά. Δεν έχει διαφορά το ένα δέντρο από το άλλο μέσα στη ζούγκλα. Ούτε και τα δέντρα αναγνωρίζουν σύνορα».

*
ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ, ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΠΕΡΠΑΤΑΝΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ, με βήμα κανονικό. Και ο Νίκος και ο Σαν Βισέντε. Μόνο που ο Σαν Βισέντε γυρνάει κάθε λίγο και μας κοιτάζει. Και συνεχίζει παντού, σε όλο τον κόσμο, να περπατάει κανονικά. Κι ας τον κυνηγάνε όλοι οι Νίκοι του πλανήτη. Έχει την ωραιότερη αποσκευή και την παίρνει μαζί του όπου πάει.

Πηγή: Το Βυτίο

εμφάνιση σχολίων