0
1
σχόλια
1187
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Όσο ζεις περιμένoντας σημαίνει πως περιμένεις για να ζήσεις

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
13 Ιουνίου 2014
ΑΝΑΨΕ ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ, ΤΡΑΒΗΞΕ ΜΙΑ ΤΖΟΥΡΑ και μετά το πάτησε στο σταχτοδοχείο με τον αντίχειρά της λες και έλιωνε ένα τεράστιο μυρμήγκι. Την παρατηρούσα όπως παρατηρεί κανείς μια παλιά φωτογραφία. Προσπαθώντας να διακρίνω τι έμεινε ακόμα ζωντανό και τι νέκρωσε στον χρόνο. «Όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, έτσι δεν λένε;» είπε ξαφνικά σπάζοντας τη σιωπή και φτιάχνοντας ταυτόχρονα τα μαλλιά της που τα αναστάτωνε ένας δροσερός αέρας. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά, μην μπορώντας ωστόσο να αντιληφθώ αν με αυτή τη διαπίστωση έκλεινε ή άνοιγε ένα κεφάλαιο.

ΕΣΤΡΙΨΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ, «ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ;» απόρησα, «μόλις τώρα το έσβησες», εκείνη αδιαφόρησε, «είναι καιρός τώρα που δεν ξέρω τι κάνω», ψιθύρισε και κάρφωσε το βλέμμα της στα βαμμένα κόκκινά της νύχια. «Σ’ αρέσει αυτό το χρώμα;» με ρώτησε, «μ’ αρέσει» της είπα και αισθάνθηκα ανίκανη να παρακολουθήσω τη συνοχή των σκέψεών της. «Κάθε πρωί αλλάζω χρώμα», είπε, «μήπως και κάτι αλλάξει», συμπλήρωσε. Κι εγώ παρατηρούσα το χρώμα στα νύχια της και ύστερα τη φανταζόμουν να γδέρνει μ’ αυτά όλες τις ψευδαισθήσεις της, να τις γρατσουνάει μέχρι να ματώσουν, μέχρι να βγάλει η πλάνη αίμα, μήπως και έτσι αποκτήσει ένα χώρο δράσης στην πραγματικότητα.

«ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ;» ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ και ήταν ο τόνος της φωνής της επιτακτικός, όπως κάποιου που δεν ζητά αλλά απαιτεί να του δοθεί επιτέλους μια εξήγηση. Νόμιζα πως θα χτυπούσε το χέρι στο τραπέζι με δύναμη, κάνοντας γροθιά την παλάμη της, σπάζοντας ένα-ένα τα κόκκινά της νύχια. Δεν έκανε καμία κίνηση παρότι ήμουνα σίγουρη πως μέσα της άλλαζαν θέση όλα της τα όργανα. «Λοιπόν; Πες μου, ποιος στο διάολο είναι αυτός ο λόγος;» φώναξε και πριν καν αρθρώσω λέξη συνέχισε το παραμιλητό της: «Πώς θα τον μάθω; Πότε θα τον μάθω; Βαρέθηκα! Βαρέθηκα να περιμένω. Ζω σε μια αναμονή. Δεν κάνω τίποτε άλλο. Ζω σε μια αναμονή».

ΕΠΑΝΕΛΑΒΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΡΑΣΗ και ήταν μια επανάληψη που με τρόμαζε, γιατί στην κάθε φορά πρόσθετε περισσότερη απελπισία και απόγνωση. Και ύστερα έπεσε πάλι σιωπή. Εκείνη χάζευε τα νύχια της κι εγώ έπαιζα με το καλαμάκι του χυμού μου. «Ο πατέρας μου γέρασε», της είπα, δεν ξέρω γιατί διάλεξα να της πω πως ο πατέρας μου έχει πια γεράσει και πως δεν τον σηκώνουνε τα πόδια του, κάνει ένα βήμα και το επόμενο δεν ξέρεις πού θα τον βρει. «Προχθές έπεσε χάμω», συνέχισα, «δεν μπορούσα καν να τον σηκώσω, ένας περαστικός με βοήθησε, τον ευχαρίστησα, δεν είχα φανταστεί ποτέ πως θα ‘ρχόταν η στιγμή που θα ευχαριστούσα έναν περαστικό γιατί με βοήθησε να σηκώσω τον πατέρα μου από χάμω. Ο πατέρας μου ήτανε πάντα με την πλάτη ίσια, όρθια, τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι;». Δεν έκανε κανένα μορφασμό, καμιά γκριμάτσα, με κοιτούσε με βλέμμα παγωμένο, δεν με ένοιαξε. «Το παν είναι η αξιοπρέπεια μου έλεγε, ήμουνα μωρό παιδί όταν μου το ‘λεγε, πρέπει να σ’ το ‘χω πει δεκάδες φορές, θυμάσαι, έτσι δεν είναι, κι ύστερα εξακολούθησε να μου το λέει κι όταν πια μεγάλωσα και ήξερα πια τι πάει να πει η λέξη».

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΖΟΥΜΕ, ΜΟΥ ΕΛΕΓΕ, το θυμήθηκα τώρα, δεν ξέρω γιατί τώρα το θυμήθηκα, ίσως να φταίνε τα κόκκινά της νύχια, ίσως να φταίει και το τσιγάρο που έχει λιώσει στο σταχτοδοχείο σαν πατημένο μυρμήγκι, ίσως να φταίει κι αυτή η αναμονή, λες και είμαστε όλοι τράνζιτ και περιμένουμε την ανακοίνωση που θα μας δώσει χρόνο και προορισμό. Και όλο περιμένουμε. Κάτι να συμβεί. Κάποιος να βρεθεί στον δρόμο μας. Κάτι να πέσει από τον ουρανό. Κάτι να πετάξει προς τον ουρανό. Κάποιος να μας πάρει από το χέρι. Κάποιος να μας χαϊδέψει το χέρι. Κάτι να συμβεί. Οτιδήποτε. Αρκεί να ‘ναι έξω από μας. Για να ματώσει η πλάνη μας, μήπως και έτσι βρει χώρο και χρόνο να δράσει στην πραγματικότητά μας.

«ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΕΤΣΙ», ΤΗΣ ΕΙΠΑ, ΕΚΕΙΝΗ ΦΑΝΗΚΕ ΕΝΟΧΛΗΜΕΝΗ από την κουβέντα μας, δεν ήθελε να μιλάει για αστάθειες, ούτε και για ασταθείς βηματισμούς, την ενοχλούσε που άνοιξα αυτό το θέμα, γιατί στο βάθος δεν ήτανε έτοιμη να γρατσουνίσει την πραγματικότητα με τα κόκκινά της νύχια, ούτε και ήθελε να θυμηθεί τις συζητήσεις που κάναμε πιτσιρίκες. Τότε που είχαμε την ακλόνητη βεβαιότητα ότι εμείς θα τα κάναμε όλα αλλιώς από τους πατεράδες και τις μανάδες μας, αλλιώς και καλύτερα, αλλιώς και με τον δικό μας τρόπο.

«ΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, ΘΥΜΑΣΑΙ;», τη ρώτησα και ήτανε λες και της βαρούσα χαστούκια στα ήδη αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Δεν σταμάτησα ωστόσο. Συνέχισα. «Χωρίς τη θάλασσα δεν ζω, έλεγε, αυτό έλεγε και μάλιστα τόνιζε και τα δύο της σίγμα λες και μόνο έτσι η λέξη αποκτούσε ορίζοντα και βυθό. Και τώρα, το πιστεύεις, δεν μπορεί καν να περπατήσει μέχρι την παραλία», της είπα, «δεν τον σηκώνουν τα πόδια του, βουλιάζει στην άμμο και πέφτει πριν καν φτάσει μέχρι το νερό». Το πιστεύεις; επανάλαβα και κείνη τίναξε το μαλλί της εκνευρισμένα, όπως τινάζεις τη σκόνη να φύγει από τα φρεσκοπλυμένα σου ρούχα. Αμέσως μετά με ρώτησε για ποιο λόγο τής τα λέω όλα αυτά κι αν πραγματικά θεωρώ πως είναι η κατάλληλη στιγμή να της προσθέσω κι άλλη μαυρίλα στον ήδη μαυρισμένο της καμβά.

«ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΨΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΜΟΝΗ», ΤΗΣ ΕΙΠΑ ΚΟΦΤΑ. «Γι’ αυτό σ’ τα λέω» της είπα μετά, το ίδιο κοφτά. Και ύστερα ύψωσα τον τόνο της φωνής μου. «Δεν καταλαβαίνεις πως όσο ζεις σε αναμονή, πως κάτι θα αλλάξει, κάτι θα γίνει, κάποιος θα βρεθεί για να σου αλλάξει τη μέρα και τη μοίρα σου, τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να συμβεί; Δεν το καταλαβαίνεις; Κατάλαβέ το λοιπόν. Πως όσο μένεις στο περίμενε, το μόνο που θα έρθει να σε βρει είναι αυτή η ώρα. Αυτή η γαμημένη ώρα που θα κοιτάς το νερό και θα πεθυμάς να απλώσεις το κορμί σου μέσα στην αλμύρα του αλλά δεν θα σε σηκώνουν τα πόδια σου για να πας μέχρι εκεί. Τίποτα δεν θα σε σηκώνει. Και συ μόνο να πεθυμάς θα μπορείς. Ούτε καν να περιμένεις. Μόνο να πεθυμάς».

ΜΕ ΚΟΙΤΑΞΕ ΘΥΜΩΜΕΝΑ, ΟΠΩΣ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ όταν ξυπνήσει στραβά το πρωί και δεν αντέχει την ξινισμένη του μούρη. Αγνόησα το βλέμμα της και επέμενα. «Όσο ρίχνεις φως μόνο σε κείνα που νιώθεις ότι σου λείπουνε», της είπα, «τόσο θα βρίσκεσαι συνέχεια σε μια αναμονή. Και όσο είσαι σε αναμονή, τότε πάει να πει πως ζεις για να περιμένεις, που πάει να πει πως περιμένεις να ζήσεις. Η θάλασσα όμως είναι μπροστά σου και είναι ακόμα τα πόδια σου γερά, σήκω λοιπόν και περπάτα μέχρι να νιώσεις το αλμυρό νερό στις πατούσες σου».

ΕΣΤΡΙΨΕ ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΠΕ ΛΕΞΗ. Τράβηξε μια τζούρα και ύστερα άρχισε να κλαίει, πρώτα σιωπηλά και ύστερα με αναφιλητά. Κι εγώ παρατηρούσα τα δάκρυά της να πέφτουν στο τραπέζι και από κει στο πάτωμα και έμοιαζαν λες και σχηματίζονταν μικρές θάλασσες κάτω από τα πόδια της. «Έλα λοιπόν», της είπα, « Βγάλε τα παπούτσια και βρέξε τα πόδια σου στις θάλασσές σου. Tι περιμένεις!»


Διαβάστε όλα τα κείμενα της Ε. Ξένου εδώ.

Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Όταν τη χάνουμε, ταξιδεύει. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Το βιβλίο της ΥΓ. Γεννήθηκα έναν Απρίλη περιλαμβάνει κείμενα από τη στήλη της στο DOC TV. Στο νέο της site θα βρείτε συνεντεύξεις, άρθρα και ημερολόγια.
 
εμφάνιση σχολίων