0
1
σχόλια
466
λέξεις

«Δεν τους έκανε το χατίρι ποτέ. Έμεινε με το χαμόγελο στα χείλη μέχρι το τέλος». Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

MISSY MERIDA
11 Μαΐου 2013
«Δεν ηταν ιδια. Χοροπηδουσε τις σκεψεις δυο δυο και κατεβαινε τα πλατια σκαλια με κλειστα ματια, χαμογελαστη, γεματη αερα στα χερια και στο μυαλο, προσποιοταν πως αντεχε τα παντα. Μιλουσε δυνατα και εφτιαχνε δικες της λεξεις καινουργιες, μπερδεμενες με αληθεια και ψεμα, να αντεξει ο απεναντι την βαρυτητα του αγνωστου νοηματος στα μεσα της. Την ειχαν κουρασει οι λεξεις. Ετσι φανταζε διασκεδαστικο να ανακατασκευαζει λεξεις και να μιλαει οπως τοτε που ηταν παιδι κορακιστικα, αυτη τη φορα ομως μιλουσε νεραϊδιστικα, ξωτικιστικα και αερικιστικα.

Τα παιδια στην πλατεια την κοιτουσαν σαν να εβλεπαν ενα τεραστιο ζαχαρωτο να κινειται στο χωρο τους και τα μωρα απλωναν τα χερια, τα αθωα ματια της εσπερναν χαρα και οι ανθρωποι της εξιστορουσαν τις ιστοριες τους σαν να την ηξεραν χρονια. Ηξερε να ακουει, ηξερε να βλεπει και να συναισθανεται, αγγιζε με ευκολια τα χερια και την ψυχη των αλλων.

Παντα τυλιγμενη στα πολυχρωμα ρουχα της και τα ξανθα μαλλια της, κανεις δεν ηξερε που ζει η αν δουλευει, εμοιαζε να εχει τα παντα μα δεν ειχε τιποτα. Μονο τον εαυτο της. Χανοταν σε εναν τεραστιο κηπο με μοβ αμυγδαλιες και γιασεμια,  ενα παγκακι και ενα μικρο πηγαδι, γυρω γυρω ενα σωρο γατες. Ελεγε πως μιλουσε με τις γατες, πως την περιμεναν καθε μερα να φερει καλουδια. Ελεγε πως και η ιδια ηταν γατα σε καποια προηγουμενη ζωη, ετσι μπορουσε να κατανοησει τα αιλουροειδη καλυτερα απο τον καθενα.

Καποιοι τα ελεγαν ψυχροαιμα, αναισθητα και διχως συναισθημα. Για εκεινη ηταν ενα ματσο μουστακια, μπαλες τριχωτες, που ηξεραν να αγαπουν και να αναμενουν, να υπομενουν τη βλακεια των ανθρωπων και να χανονται για ωρες στην αγκαλια του ηλιου, ωσπου καποιος περαστικος να ερθει απ’ το υπερπεραν μιλωντας τη γλωσσα τους.

Δεν ειχε αγαπησει ουτε αγαπηθει κι ηταν κριμα, σκεφτονταν οι κυριες καθηλωμενες στις πλαστικες καρεκλες τους στις υποσυζητησουλες τους, εξω απο την εκκλησια. Εκει στο νυφοπαζαρο ανεβοκατεβαιναν παλικαρια και μικρες κυριες για να γνωρισουν τον ερωτα, στα σοκακια παιδια που καπνιζαν κρυφα πισω απο γυρισμενες πλατες και εκεινη μες στα χρωματα να απορει για τον κοσμο ετουτο, να κατεβαινει τα σκαλια δυο δυο και να αγαπαει μονο τον εαυτο της, να θελει να αλλαξει τον κοσμο και να ακουει ιστοριες. Δεν την ενοιαζε να μεινει μοναχη, μιας και μοναχη μεγαλωσε μεσα σε δρομους. Για σπιτι, βλεπεις, ειχε εναν κηπο δανεικο και για γονεις γατες που ξερουν να μιλουν.

Και αν ρωτατε αν αγαπηθηκε, αγαπηθηκε πολυ απο τα παιδια και την πλατεια, τις κυριες και το αγορι με τα πρασινα ματια. Ποτε δεν την πλησιασε κανεις, μοναχα την κοιταζαν να χαμογελαει στο συμπαν, περιμεναν στωικα να τη δουν λυπημενη για να πλησιασουν. Μα δεν τους εκανε το χατιρι ποτε. Εμεινε με το χαμογελο στα χειλη μεχρι το τελος».

TAGS:
εμφάνιση σχολίων