«Δεν τους έκανε το χατίρι ποτέ. Έμεινε με το χαμόγελο στα χείλη μέχρι το τέλος». Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]
MISSY MERIDA
11 Μαΐου 2013
Τα παιδια στην πλατεια την κοιτουσαν σαν να εβλεπαν ενα τεραστιο ζαχαρωτο να κινειται στο χωρο τους και τα μωρα απλωναν τα χερια, τα αθωα ματια της εσπερναν χαρα και οι ανθρωποι της εξιστορουσαν τις ιστοριες τους σαν να την ηξεραν χρονια. Ηξερε να ακουει, ηξερε να βλεπει και να συναισθανεται, αγγιζε με ευκολια τα χερια και την ψυχη των αλλων.
Παντα τυλιγμενη στα πολυχρωμα ρουχα της και τα ξανθα μαλλια της, κανεις δεν ηξερε που ζει η αν δουλευει, εμοιαζε να εχει τα παντα μα δεν ειχε τιποτα. Μονο τον εαυτο της. Χανοταν σε εναν τεραστιο κηπο με μοβ αμυγδαλιες και γιασεμια, ενα παγκακι και ενα μικρο πηγαδι, γυρω γυρω ενα σωρο γατες. Ελεγε πως μιλουσε με τις γατες, πως την περιμεναν καθε μερα να φερει καλουδια. Ελεγε πως και η ιδια ηταν γατα σε καποια προηγουμενη ζωη, ετσι μπορουσε να κατανοησει τα αιλουροειδη καλυτερα απο τον καθενα.
Καποιοι τα ελεγαν ψυχροαιμα, αναισθητα και διχως συναισθημα. Για εκεινη ηταν ενα ματσο μουστακια, μπαλες τριχωτες, που ηξεραν να αγαπουν και να αναμενουν, να υπομενουν τη βλακεια των ανθρωπων και να χανονται για ωρες στην αγκαλια του ηλιου, ωσπου καποιος περαστικος να ερθει απ’ το υπερπεραν μιλωντας τη γλωσσα τους.
Δεν ειχε αγαπησει ουτε αγαπηθει κι ηταν κριμα, σκεφτονταν οι κυριες καθηλωμενες στις πλαστικες καρεκλες τους στις υποσυζητησουλες τους, εξω απο την εκκλησια. Εκει στο νυφοπαζαρο ανεβοκατεβαιναν παλικαρια και μικρες κυριες για να γνωρισουν τον ερωτα, στα σοκακια παιδια που καπνιζαν κρυφα πισω απο γυρισμενες πλατες και εκεινη μες στα χρωματα να απορει για τον κοσμο ετουτο, να κατεβαινει τα σκαλια δυο δυο και να αγαπαει μονο τον εαυτο της, να θελει να αλλαξει τον κοσμο και να ακουει ιστοριες. Δεν την ενοιαζε να μεινει μοναχη, μιας και μοναχη μεγαλωσε μεσα σε δρομους. Για σπιτι, βλεπεις, ειχε εναν κηπο δανεικο και για γονεις γατες που ξερουν να μιλουν.
Και αν ρωτατε αν αγαπηθηκε, αγαπηθηκε πολυ απο τα παιδια και την πλατεια, τις κυριες και το αγορι με τα πρασινα ματια. Ποτε δεν την πλησιασε κανεις, μοναχα την κοιταζαν να χαμογελαει στο συμπαν, περιμεναν στωικα να τη δουν λυπημενη για να πλησιασουν. Μα δεν τους εκανε το χατιρι ποτε. Εμεινε με το χαμογελο στα χειλη μεχρι το τελος».
εμφάνιση σχολίων