0
1
σχόλια
1197
λέξεις

Η ζωή ενός γάτου. Στείλτε μας το δικό σας κείμενο στο [email protected]

Α.Α.
1 Μαΐου 2013
Γεννήθηκε κάτω από ένα θάμνο, μέσα σε ένα κοίλωμα κρυφό που έκανε ο τοίχος στη βάση του. Εκεί σύρθηκε η μάνα του καθώς κοιλοπονούσε, φουσκωμένη με 3 ψυχές να σπρώχνονται να βγουν από μέσα της στον έξω κόσμο. Ήταν καλοκαίρι, μια ζεστή νύχτα. Ήταν ο τρίτος στη σειρά.

Αφού γεννήθηκε, η μάνα του τον έγλειψε από το κεφάλι μέχρι την ουρίτσα για να τον καθαρίσει από τα μητρικά υγρά και του έδωσε το στήθος της. Εκεί μέσα σε αυτό το κοίλωμα έκανε τα πρώτα του βήματα, σκοντάφτοντας συνέχεια πάνω στα άλλα δύο του αδέρφια, νιαουρίζοντας και διεκδικώντας με πάθος το δικαίωμα για φαΐ και στοργή. Την ημέρα που άνοιξε τα μάτια του, η μάνα του του έδωσε μια γερή γλειψιά στο μάγουλο και του έδειξε το βασίλειό του. Αυτή τη μεγάλη πέτρινη αρένα όπου θα ήταν κυρίαρχος.

Ένα περίπτερο, μια νεραντζιά, μια αμυγδαλιά, μία στάση λεωφορείου με παγκάκι, ένας φωτεινός σηματοδότης, ένα πεζούλι, 2 κάδοι σκουπιδιών, 3 καταστήματα και 2 στύλοι της ΔΕΗ μια μέρα θα γίνονταν δικά του. Αυτά χαρτογραφούσαν τα όρια της ιδιοκτησίας του.

Στη νεραντζιά έκανε τις πρώτες του νυχιές, που μετά περήφανος τις καμάρωνε συγκρίνοντας πόσο πολύ μεγάλωσαν οι πατούσες του. Στο χείλος του πεζοδρομίου, λίγα χιλιοστά πριν τον υπόνομο, έπιασε τον πρώτο του ποντικό. Μπροστά από το μανάβικο είχε τον πρώτο του καβγά. Μετά γύρισε στο θάμνο του κουτσαίνοντας με ένα σκισμένο αυτί. Αλλά γύρισε νικητής.

Πίσω από το παγκάκι της στάσης έγινε άντρας από μία διάσημη γατούλα με λουράκι. Διάσημη, επειδή στη στάση και στις κολόνες της ΔΕΗ είχαν κολλήσει τις φωτογραφίες της.

Το πέτρινο βασίλειό του ξεκινάει από τη γωνία που είναι το περίπτερο και καταλήγει στο πεζούλι που αράζει ο ζητιάνος. Τον συμπαθεί πολύ τον ζητιάνο, μυρίζει ζεστά και μιλάει σαν να νιαουρίζει, τραβώντας μακρόσυρτα τις συλλαβές. Όλα μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι δικά του. Κάθε πλάκα την έχει ποτίσει με τη μυρωδιά του, κάθε δέντρο και κολόνα με το άρωμά του.

Όλοι τον ήξεραν στη γειτονιά. Ο περιπτεράς τον έλεγε Λάμπρο και του είχε πάντα ένα κουπάκι με κρύο νερό. Η μανάβισσα τον έλεγε Φάτσα και του έδινε φρούτα και λαχανικά. Ο Ιχθυοπώλης τον έλεγε Ρεαλήτη. Ο Ιχθυοπώλης ήταν ο καλύτερός του φίλος. Για τον ζητιάνο ήταν ο «φιλαράκος» του. Και για την ψηλή μαύρη γυναίκα με τα λιγοστά ρούχα ήταν ο «Τσίγιο».

Έχει και έναν εχθρό. Έναν τύπο με πορτοκαλί ρούχα που γύρναγε με ένα μεγάλο κάδο και μία τεράστια σκούπα. Πάντα όταν ερχόταν, τον ψέκαζε με νερά. Και εάν δεν κατάφερνε να τον βρέξει, άρχιζε να ψεκάζει το κοίλωμα όπου κοιμόταν για να γεμίσει λάσπες. Του πέταγε νεράντζια, σκουπίδια. Μια φορά του είχε πετάξει και πέτρα που την έφαγε στο πόδι, και κούτσαινε πάλι για καμιά βδομάδα. Πάντως, όποτε έβλεπε τον πορτοκαλοντυμένο, έκανε χάζι να δει πόσο κοντά του θα φτάσει χωρίς να τον καταλάβει, και πόσο γρήγορα θα τη γλιτώσει όταν τον αντιληφθεί.

Μόνο το δρόμο φοβόταν. Μια νύχτα σε αυτόν το δρόμο έχασε τη μητέρα του. Την είδε να παγώνει μπροστά σε εκτυφλωτικά φώτα. Άκουσε μόνο μια στριγγλιά και έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από το θάμνο τρέμοντας. Οι μέρες όμως συνέχισαν να κυλάνε. Η μεγαλύτερή του αδελφή ακολούθησε ένα γάτο και έφυγε σε άλλη γειτονιά. Μαζί του παρέμεινε ο βαρετός αδερφός του, που τον φώναζαν Ισίδωρο ή Μπόμπο ή Ρεμαλάκα.

Στην παρέα τους ήρθε και η Φούσκα, μια γατούλα που της δώσανε άσυλο στη μικρή τους τρύπα όταν τραυματίστηκε από μια μηχανή. Το πνεύμα του παιδιού που οδηγούσε έχει μείνει εκεί πάνω στη κολόνα του φωτεινού σηματοδότη με το βλέμμα καρφωμένο στο μέλλον του.

Από εκεί περνάει και περπατάει στην αρένα του πάνω τις νύχτες η ψηλή, η μαύρη. Έχει και εκείνη πολλά ονόματα. Άλλοι την λένε Κάρμεν, άλλοι Καύλαμου, άλλοι Πόσοπάειμωρή. Όταν έρχεται, τα βήματά της είναι πάντα βαριά πάνω στα τακούνια που φοράει. Όταν ακούει αυτά τα θλιμμένα βήματα, πάντα τρέχει να την προϋπαντήσει. Του δίνει χάδια και ευχές.

Ένα βράδυ που γυρνοβόλαγε, είδε ένα παιδί ξαπλωμένο στο πεζούλι του ζητιάνου. Μύριζε απόγνωση και θάνατο. Τα χέρια του κράταγαν κάτι γυάλινο και μυτερό. Ανέβηκε πάνω του και άρχισε να νιαουρίζει με όλη τη δύναμη της φωνής του. Και όταν αυτός ξεψύχησε, του έδωσε δώρο τη μία από τις εφτά του ζωές να τον οδηγήσει για να μην ξεμείνει και εκείνος στη γωνιά του δρόμου όπως ο έφηβος καρφωμένος στο φανάρι.

Η ημέρα που η Φούσκα τον έκανε για πρώτη φορά πατέρα ήταν μάλλον η πιο ευτυχισμένη της ζωής του. Στην αρχή βέβαια δεν κατάλαβε, νόμιζε ότι είναι ποντίκια και κίνησε να τα φάει. Η Φούσκα του γρατζούνισε τη μούρη. Μετά κατάλαβε ότι είναι τα παιδιά του και τα έγλειφε και τα κράταγε ζεστά όταν η μάνα τους έλειπε για να βρει τροφή. Όταν άνοιξαν τα ματάκια τους, τους έδειξε το βασίλειο που θα κληρονομήσουν.

Και τα χρόνια περάσανε και έγινε πολλές φορές πατέρας μετά από αυτό. Βέβαια φρόντιζε να γκαστρώνει γατούλες από άλλες γειτονιές, γιατί η Φούσκα δεν άφηνε καμία να περάσει τα σύνορα του βασιλείου, είχε αυτοανακηρυχτεί Βασίλισσα. Όσο για τα παιδιά τους, κάποια τα πήρανε για να τους δώσουν στέγη ή έτσι τους είπαν. Τα υπόλοιπα έφυγαν ένα ένα, κυνηγώντας γάτους ή γάτες και καινούργια βασίλεια.

Εκείνη τη μέρα έπρεπε να το είχε καταλάβει. Αυτός ο άτιμος ο πορτοκαλοφόρος, το ήξερε ότι δεν έπρεπε να τον εμπιστεύεται. Κατέφθασε χαμογελώντας με ένα πιάτο μοσχομυριστό φαγητό. Τον κοίταζε καχύποπτα, περίμενε ότι θα τον αρπάξει να τον χτυπήσει μόλις ζυγώσει το πιατάκι. Ο πορτοκαλοντυμένος άνδρας απομακρύνθηκε. Και η πείνα του τον έκανε να ξεχάσει την έχθρα τους. Αφού έφαγε, ο άνδρας πήρε το πιατάκι γελώντας χαιρέκακα. Τον πλησίασε χουρχουρίζοντας για να τον ευχαριστήσει. Και ο άνδρας του έχωσε μια κλοτσιά ακριβώς πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά του. Σφάδαξε από τον πόνο και κρύφτηκε κάτω από το θάμνο του. Μετά από λίγη ώρα τον έπιασαν εμετοί. Και σπασμοί στο σώμα του. Το πεζοδρόμιο ήταν άδειο, δεν ήταν κανείς εκεί να τον βοηθήσει. Το περίπτερο και τα καταστήματα ήταν κλειστά. Ο ζητιάνος έλειπε. Η Φούσκα τον απατούσε με ένα γκρίζο γάτο από το πάνω στενό. Ο Ισίδωρος-Μπόμπος-Ρεμαλάκας ήταν άφαντος. Μόνο το φάντασμα του εφήβου ήταν εκεί, πάντα στο φανάρι, αλλά δε μπορούσε να βοηθήσει. Πονούσε, πονούσε πολύ. Έκλεισε τα μάτια του.

Κάποια στιγμή του φάνηκε ότι άκουσε το σπαρακτικό νιαούρισμα της Φούσκας. Και γρήγορα βήματα πάνω σε τακούνια. Τα πάντα ήταν θολά, σαν να ήταν βουτηγμένος σε ομίχλη. Όταν άνοιξε τα μάτια του, είδε εκτυφλωτικά φώτα. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρύο τραπέζι. Γύρισε το κεφάλι του και τους είδε. Την Κάρμεν, τον περιπτερά, τη μανάβισσα, τον ιχθυοπώλη, ακόμα και τον ζητιάνο. Τον είχαν σώσει.

Μετά από αυτήν την περιπέτεια άργησε να ξανακατέβει στο βασίλειό του. Έμενε στο σπίτι της Κάρμεν και χάζευε τον κόσμο από ένα μικρό μπαλκονάκι. Ένα βράδυ τον πήγε πίσω στην αρένα του. Η Φούσκα νιαούριζε στο διαπασών και ο Ισίδωρος έκανε τούμπες από χαρά. Τρεις κονσέρβες με τόνο άνοιξαν οι γείτονες για να τον γιορτάσουν. Ο πορτοκαλοντυμένος δεν ξαναφάνηκε. Στη θέση του ήρθε ένας άλλος, πάλι με πορτοκαλί, που του έφερε και ένα μικρό σπιτάκι, το οποίο και έχωσε κάτω από το θάμνο.

Και η ζωή συνέχισε να κυλάει μαζί με τα βρόμικα νερά που τρέχουν στις ρωγμές του πεζοδρομίου του, εκεί όπου είναι γραφτό να ζήσει και να βασιλέψει για τις υπόλοιπες πέντε ζωές του.
 
TAGS:
εμφάνιση σχολίων