0
1
σχόλια
1176
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Γράφοντας στον υπόγειο σταθμό της Union Square

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
12 Νοεμβρίου 2010
ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΤΟΝ ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΟ ΤΡΕΝΟ Ν. Πλατεία Union Square. Μόλις κατέβηκα τα σκαλιά, προσπέρασα παρέες που κάθονταν στο λερωμένο, από κάτουρο, πάτωμα, και πίνανε μπύρες πλάι σε ένα τύπο που τραγουδούσε Μπήτλς, φωνάζοντας δυνατά, με μια ξεκούρδιστη κιθάρα, πως ότι χρειάζεται κανείς είναι αγάπη… Μύριζε η πλατεία μαριχουάνα, παράξενες φάτσες, μοναχικές, που σου αφήνουνε την αίσθηση πως η ζωή τους αρχίζει και τελειώνει καθημερινά σε ένα σκοτάδι. Είναι από κείνες τις στιγμές που εύχομαι να ήμουνα ένας από τους ήρωες του Τιμ Μπάρτον, να ‘χα δηλαδή τεράστιο κεφάλι και κόκκινα μαλλιά, τεράστια μάτια και αλλόκοτο χαμόγελο, και έτσι να κυκλοφορώ στους δρόμους της Νέας Υόρκης, λες και δραπέτευσα από κάποιο ξεχασμένο παραμύθι. Δεν ξέρω γιατί το εύχομαι αυτό, αλλά μάλλον φταίει το ότι έχω συνεχώς την αίσθηση πως μεγαλώνοντας, μετακινούνται μέσα μου, ολοένα και περισσότερο, τα σύνορα που χωρίζουν το κανονικό από το αλλόκοτο, και νιώθω την λεπτή εκείνη διαχωριστική γραμμή να σβήνεται κάτω από τις γραμμές των τρένων… Γι’ αυτό ίσως μ’ αρέσει να γράφω στους σταθμούς, παρατηρώντας τον κόσμο, μυρίζοντας τις ατμόσφαιρες και μέσα στην περίεργη σιωπή του καθενός, να φαντάζομαι δεκάδες ιστορίες, που όλες τους αρχίζουν από ένα βλέμμα.

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΤΙ ΚΑΤΑΧΩΡΕΙΤΑΙ ΑΛΛΟΠΡΟΣΑΛΟ ΚΑΙ ΤΙ ΚΥΝΙΚΟ δεν ξέρω πόση ευτυχία υπάρχει μέσα στο καθιερωμένο και αν η δόση μοναξιάς είναι, τελικά, λιγότερη σε κείνο που καταγράφεται σαν περιθωριακό. Δεν ξέρω και αν όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί έχουν, τελικά, την παραμικρή σημασία, διαπιστώνοντας πόσο εύκολα αυτοαναιρούνται, όταν δύο ζευγάρια μάτια διασταυρωθούν και κοιταχτούν περισσότερο από όσο συνήθως κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Όσο μεγαλώνω νιώθω λιγότερο βέβαιη, γι’ αυτό ίσως και πιο ανάλαφρη, γι’ αυτό ίσως και πιο διαθέσιμη να περπατήσω ξανά πάνω σε γραμμές… Γιατί ξέρω πια πως όλα όσα συμβαίνουν, έχουν κάποιο λόγο που συμβαίνουν…

ΠΑΝΕ ΣΧΕΔΟΝ ΕΦΤΑ ΧΡΟΝΙΑ από την τελευταία φορά που ήρθα στην Νέα Υόρκη. Και πάνω από δέκα από την πρώτη φορά. Δεν έχει αλλάξει πολύ, έχει αλλάξει εκεί, όπου εγώ αποφασίζω να την αποφορτίσω πια από τις προσωπικές μου μνήμες. Είναι λες και γυρνάω ξανά στον τόπο του εγκλήματος. Ναι έτσι είναι, κάτι πέθανε από τότε, κάτι σκότωσα, κάποιος υποθέτω με έχει ήδη καταχωρημένη στους εκλιπόντες του. Και είναι τελικά ανακουφιστικό το αίσθημα να γυρνάς στον τόπο του εγκλήματος, γιατί ίσως αυτό να σημαίνει πως πια μπορείς να λογαριαστείς με ό,τι ενοχικό κουβαλάς και να το διαγράψεις, αρχίζοντας ξανά από την αρχή, με μνήμη αθώα, παρότι όχι πια αθώος. Είναι κι’ αυτό μια, κάποια, καινούργια αρχή.

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΩ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΟ Ν. Τα πρωινά παίρνω συνήθως το W. Και όταν θέλω να αλλάξω διαδρομή διαλέγω το F. Tην πρώτη φορά που ήρθα στο Μανχάταν κυκλοφορούσα μόνο με το F, όχι γιατί ήτανε πορτοκαλιά η γραμμή, ούτε γιατί ήμουνα πιο χαρούμενη. Αντιθέτως. Τότε ήτανε η γραμμή που σε πήγαινε στις πιο περίεργες γειτονιές, εκεί έμενε ο Κωστής, εκεί έμενα και γώ, σε ένα μικρό λοφτ με φωταγωγό, όπου απέναντι υπήρχε ένα συνοικιακό γήπεδο, από κείνα όπου τα απογεύματα παίζουνε οι μαύροι καλαθόσφαιρα και όταν δεν παίζει κανείς, βγάζουνε οι γείτονες βόλτα τα σκυλιά τους, μικρά μπουλντόγκ με μαυρόασπρες μούρες και θυμωμένο ύφος.

ΜΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΦΑΜΠΕΤ ΣΙΤΥ, την περιοχή, όπου παύουν πια οι δρόμοι να’χουν αριθμούς και βαφτίζονται με τα γράμματα του αλφαβήτου. Τότε, εκείνη την γειτονιά την ήξερα πιο πολύ μέσα από τα βιβλία της Σώτης και λιγότερο επειδή την είχα επισκεφθεί, φοβόμουνα να περπατήσω εκεί τα βράδια μόνη μου, φοβόμουνα να περπατήσω και τις μέρες, ίσως γιατί η Σώτη έγραφε πως εκεί τα όνειρα εκρήγνυνται, και πως ο πυρετός δεν ησυχάζει. «Να πάμε μαζί στο Άλφαμπετ Σίτυ» έλεγα στον Κωστή, «εντάξει» μου απαντούσε εκείνος, ωστόσο ποτέ δεν πήγαμε γιατί τα βράδια, τα περνούσαμε ξαπλωμένοι σε ένα καναπέ ξορκίζοντας με αυτοσαρκασμούς τις φοβίες μας, ακούγοντας άριες από το στερεοφωνικό του και σειρήνες περιπολικών από τα ανοιχτά παράθυρα.

ΠΕΡΑΣΑΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ. Ο Κωστής μετακόμισε. Χάσαμε κάπου επαφή. Αραιά και που μάθαινα τα νέα του. Αραιά και πού θυμόμουνα και το σπίτι με τον φωταγωγό και τις άριες. Αραιά και που έλεγα πως πεθύμησα να πάω ξανά στην Νέα Υόρκη και να αλλάζω γειτονιές, αλλάζοντας τρένα στον υπόγειο. Γιατί ήταν και μια εποχή, όπου όλα όσα ευχόμουνα, τα ευχόμουνα αραιά και πού και με την ίδια αυτή συχνότητα τα άφηνα να πραγματοποιηθούν. Όχι όμως πια. Και να ‘μαι, λοιπόν, ξανά εδώ. Να περιμένω το Ν στον υπόγειο, μετά από ένα δείπνο, κάπου στην Άλφαμπέτ Σίτι, με τον Κωστή. Του έστειλα ένα ί-μειλ, μου απάντησε αμέσως και το ίδιο άμεσα βρεθήκαμε.

ΕΙΧΑΜΕ ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ, ΜΑ ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ, γιατί ήτανε πιο σημαντικό να γνωρίσω το μικρό-μόλις οκτώ μηνών-κοριτσάκι του, και τη γυναίκα του, με την ξανθιά μακριά αλογοουρά και τα γαλάζια μάτια. Κάτσαμε σε ένα ιταλικό, στην λεωφόρο Βήτα, παράγγειλε εκείνος-ανέκαθεν εκείνος ήθελε να διαλέγει τα φαγητά- διάλεξε και το κρασί και όση ώρα έκανε την συνεννόηση με το γκαρσόνι, εγώ έβγαζα φωτογραφίες τη κόρη του, «ολόιδια εσύ», του έλεγα στα ελληνικά και ύστερα το λεγα και στα αγγλικά για να καταλάβει και η γυναίκα του. Ποιο ήταν το όνομα της μικρής το ρώτησα μετά από ώρα. «Οία», μου είπε ο Κωστής και χαμογέλασε, γιατί ήξερε πως θα καταλάβαινα, γιατί κατάλαβα πως έτσι έπρεπε να γίνει, να γίνει πατέρας ενός κοριτσιού που θα το λέγανε Οία. Λάτρευε πάντα την Σαντορίνη, εκεί περνούσε τα καλοκαίρια του, εκεί τους έρωτες και τους χωρισμούς του, εκεί κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα, εκεί ξεχνούσε ό,τι φοβότανε, εκεί… όλα εκεί. Και τώρα όλα εδώ. Στο μικρό προσωπάκι της Οίας, που χαμογελάει και είναι ολόιδια με τον Κωστή. Ένα μωρό που έχει για όνομα ένα ηλιοβασίλεμα και γω το κοιτάω και ύστερα πίνω μια γουλιά κρασί και μέσα από τη γουλιά, ταξιδεύω, από την Άλφαμπετ Σίτι στη Σαντορίνη, τότε που νοικιάζαμε με τη κολλητή ένα τζιπάκι και τρέχαμε ξωπίσω τον ήλιο, τίποτα άλλο δεν τρέχαμε ξωπίσω, μόνο τον ήλιο, να τον προλάβουμε πριν δύσει, να τα προλάβουμε όλα πριν δύσουν, και την ίδια ώρα-θυμάμαι- βάζαμε να παίζει δυνατά το With or without you, χωρίς καλά-καλά να ξέρουμε ακόμα ποιες παρουσίες και ποιες απουσίες θα αποτελούσαν την εξίσωση της ζωής μας.

ΜΑ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Εγώ περιμένω το Ν στο υπόγειο σταθμό που κάποιος τραγουδάει δυνατά πως ο,τι χρειάζεται κανείς είναι αγάπη. Ο Κωστής γυρνάει στο σπίτι να βάλει την Οία για ύπνο, η γυναίκα του τον κρατάει από το μπράτσο και τυλίγει την ίδια ώρα το μωρό με μια πράσινη κουβέρτα. Εκεί κάπου στο Άλφαμπετ Σίτυ, όπου κάποτε εκρήγνονταν τα όνειρα και ο πυρετός δεν έλεγε να ησυχάσει, τώρα η μικρή Οία θα αγκαλιάσει το γούνινο κουνελάκι της και θα κοιμηθεί. Και γω θα περπατήσω μέχρι το σταθμό, θα καπνίσω ένα τσιγάρο στη διαδρομή και θα νιώσω μια υπέροχη ησυχία. Που όλα έχουνε πάρει την θέση τους. Γιατί, ξέρω πια, πως όλα όσα εχουν συμβεί μέχρι τώρα, έτσι ακριβώς έπρεπε να συμβούν. Για να γεννηθεί ένα μωρό, κάπου εκεί, στην Άλφαμπετ Σίτι, που θα’χει για όνομα του ένα ηλιοβασίλεμα…


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και διευθύντρια του μοναδικού περιοδικού από την Κύπρο που έχουμε συλλέξει και έχουμε στη βιβλιοθήκη μας, το Υστερόγραφο. Ζει στη Λευκωσία.


εμφάνιση σχολίων