0
1
σχόλια
1357
λέξεις
CULTURE

Ο Αλβανός συγγραφέας Γκαζμέντ Καπλάνι που έζησε και έγραψε στην Ελλάδα μιλάει λίγο πριν την αναχώρησή του για το Χάρβαρντ της Μασαχουσέτης

DOC TV
24 Ιουλίου 2012
Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αλβανικής καταγωγής. Ζει στην Ελλάδα από το 1991. Σε αυτή τη συνέντευξη μίλησε για την Ελλάδα και την κρίση λίγο πριν αναχωρίσει για το Χάρβαρντ. Τα βιβλία του «Μικρό Ημερολόγιο συνόρων» και «Με λένε Ευρώπη» έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες ενώ σε λίγο καιρό ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει το τρίτο του βιβλίο. Τα κείμενα και τις απόψεις του μπορείτε διαβάσετε και στο μπλογκ του.

-Φτάσατε στην Ελλάδα το 1991. Πόσο καιρό σας πήρε να προσαρμοστείτε στη χώρα; Βλέποντας την εμπειρία μου στην Ελλάδα, την «προσαρμογή» μου, όπως την αποκαλείτε, θα την παρομοίαζα με ένα ράλι, με το Ράλι Ακρόπολης παραδείγματος χάριν, κακοί δρόμοι, απότομες και επικίνδυνες στροφές, χωρίς συνοδηγό, με κάποιους θεατές που είναι πολύ φιλικοί και άλλους που θέλουν οπωσδήποτε να γκρεμοτσακιστείς. Στο ράλι βέβαια υπάρχει ένα τέλος, ενώ η προσαρμογή είναι πάντα ένα work in progress, όχι μόνο για όσους έρχονται από έξω, αλλά και για αυτούς που έχουν γεννηθεί εδώ. Γιατί είναι η ίδια η ζωή. Σε κάποια πράγματα πάντως έχω μείνει απροσάρμοστος και ανένταχτος. Δεν μπορώ να συνηθίσω με τίποτα την αγένεια, τη νοοτροπία «κάνω ότι θέλω», το συμπλεγματικό εθνικισμό, τη θρησκοληψία, τη βία. Επίσης να μην ξεχάσουμε ότι το γεγονός πως Ελληνες και Αλβανοί μοιράζονται την ίδια βαλκανική νοοτροπία, με τα καλά και τα κακά της, βοήθησε πολύ…

-Ποιες ήταν οι πιο ακραίες ρατσιστικές επιθέσεις που αντιμετωπίσατε; Νομίζω ότι αντιμετώπισα περισσότερη ευγένεια παρά ρατσισμό στην Ελλάδα. Τέτοιες συμπεριφορές στην περίπτωσή μου αφορούν υπηρεσίες του κράτους και άθλιους υπαλλήλους. Εκεί η Ελλάδα έχει χοντρό πρόβλημα. Κατά τα άλλα, επειδή είστε δημοσιογράφος, θα σας έλεγα να βρείτε τα άρθρα μου στην ηλεκτρονική έκδοση στα «ΝΕΑ» όταν ορθογραφούσα εκεί και να διαβάστε κάποια από τα σχόλια. Θα καταλάβετε ότι κάποιοι άνθρωποι τραβούν τρομερό ζόρι με αυτό που θεωρούν «ξένο».

-Ποια θεωρείτε ως τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα των Ελλήνων; Να πω ότι οι Έλληνες που γνωρίζω εγώ και γενικά οι Έλληνες νομίζω ότι έχουν πολλά πλεονεκτήματα και αρετές. Απλά μένουν αναξιοποίητες πολλές φορές, σαν πολύτιμα κοσμήματα κλεισμένα στο σεντούκι της γιαγιάς. Όσο για τα μειονεκτήματα, αυτά που αποτελούν μειονεκτήματα για όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, η ρηχότητα, η ανευθυνότητα, το σύμπλεγμα του μικρομέγαλου. Ιδιαίτερο μειονέκτημα; Η άρνηση της πραγματικότητας. Αυτό γεννάει την ανάγκη για μύθους και παραμύθια.

-Τι έχετε να πείτε σε αυτούς που ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζουν με προκατάληψη και σε πολλές περιπτώσεις με έχθρα τους μετανάστες; Δεν έχω να τους πω τίποτε. Αν ήταν στο χέρι μου, θα προσπαθούσα να δουλέψω με την παιδεία να «σωθούν» τουλάχιστον τα παιδιά, έστω και τα εγγόνια τους…

-Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την άνοδο των ποσοστών της Χρυσής Αυγής έπειτα από τις τελευταίες εκλογές; Την ημέρα των εκλογών διάβασα ένα ιστορικό βιβλίο με τίτλο «Γερμανική στολή στην ναφθαλίνη» του Στράτου Δαρδανού. Ανάμεσα στα άλλα, υπήρχε ένα κομμάτι από τη δικογραφία για τη δολοφονία του Λαμπράκη το 1965 που ενέταξε ο τότε ανακριτής και έλεγε: «Εδώ εν σύμφυρμα κλεπτών, βιαστών, δοσιλόγων και παντός είδους κακοποιών εν τη κοινωνία ενεφανίζετο προς εθνοκαπηλείαν και αναμολογήτους ιδιοτελείς σκοπούς ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, φύλαξ των ιερών και των οσίων, Κέρβερος του Νόμου και της τάξεως!! Τι άλλο έπρεπε να αναμένη τις εξ αυτού ει μη ότι θα εξειλίσσετο εις κακοήθη νεοπλασίαν εν τη κοινωνία;».

-Και οι σκέψεις σας για την Ελλάδα της κρίσεως; Οι κρίσεις είναι επώδυνες αλλά και μεγάλες ευκαιρίες για αλλαγές. Ελπίζω πρώτα να μην ισχύει το «τα αλλάζουμε όλα για να μην αλλάξει τίποτε». Και να επιβιώσουμε χωρίς να χάσουμε την δημοκρατία…

-Πότε ξεκινήσατε να γράφετε και από ποια ανάγκη; Η ανάγκη να μοιράζομαι ιστορίες. Μου αρέσει να αφηγούμαι. Είναι για μένα θεραπεία και με τα χρόνια έχει γίνει οργανική ανάγκη, σχεδόν σαν την πείνα και την δίψα. Γράφω γιατί είναι πλέον κομμάτι της προσωπικής μου ταυτότητας.

-Ξεκινήσατε να γράφετε κατευθείαν στα ελληνικά ή έχετε και κείμενά σας τα οποία έχουν γραφτεί πρώτα στα αλβανικά; Ακόμα γράφω στα αλβανικά. Τα δύο πρώτα βιβλία μου, ποιητικές συλλογές, είναι στα αλβανικά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα γράψω στα αλβανικά ξανά. Τελευταία νιώθω έντονη αυτή την ανάγκη. Αν μπορούσα, θα έγραφα τα βιβλία μου και στις δύο γλώσσες, αλλά αυτό απαιτεί πολύ χρόνο και εγώ βιάζομαι, δεν έχω το προνόμιο του χρόνου.

-Πόσο δύσκολο είναι να καλείται κανείς να γράψει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του; Ποιες είναι οι βασικότερες δυσκολίες που εσείς αντιμετωπίσατε; Έγραψα ένα ολόκληρο βιβλίο για αυτό, το «Με λένε Ευρώπη». Δεν θυμάμαι τις δυσκολίες, θυμάμαι πιο πολύ τα προτερήματα, όπως συμβαίνει όταν πετυχαίνεις. Μου ταίριαζαν γάντι τα ελληνικά. Μου άνοιξαν την όρεξη για αφήγηση.

-Τόσο το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» όσο και το τελευταίο σας βιβλίο το «Με λένε Ευρώπη» έχουν ως κεντρικό θέμα τη μετανάστευση. Σε τι βαθμό συναντάμε σε αυτά τα βιβλία το αυτοβιογραφικό στοιχείο; Σπάνιοι είναι οι συγγραφείς νομίζω που δεν αναμειγνύουν το μυθοπλαστικό με το βιωματικό. Μερικές φορές το αυτοβιογραφικό βγαίνει ασυνείδητα, το ανακαλύπτεις αφού έχεις γράψει. Σε κάθε περίπτωση τα δύο προηγούμενα βιβλία μου έχουν αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στη λογοτεχνία όμως δεν γράφουμε τη ζωή μας, τη νοηματοδοτούμε. Και για να το κάνεις αυτό πρέπει να γίνεις θεατής ακόμα και της ζωής σου, να βγεις από το πετσί σου. Μόνο τότε το βίωμα γίνεται συλλογικό και οικουμενικό.

-Έτσι όπως περιγράφεται η Αλβανία του 2041 στο «Με λένε Ευρώπη» αποδεικνύεται ότι η ιστορία κάνει κύκλους. Πιστεύετε ότι οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές οι οποίες περιγράφονται στο βιβλίο θα γίνουν πραγματικότητα -εν μέρει ή στο σύνολό τους- τόσο σύντομα; Ναι, πιστεύω ότι η ιστορία κάνει κύκλους. Το χειρότερο είναι ότι μερικές φορές κάνει φαύλους κύκλους. Αλλά την ιστορία τη γράφουμε εμείς οι άνθρωποι, εμείς σχηματίζουμε τους φαύλους κύκλους και εμείς τους σπάμε, ενίοτε. Άρα το «Με Λένε Ευρώπη» είναι ένα βιβλίο που εξελίσσεται το 2041, όχι επειδή θέλει να καταλάβει την ιστορία, αλλά τους ανθρώπους που δημιουργούν την ιστορία.

-Ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους ή έχει κάποια χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει; Ίσως είναι πιο νάρκισσος από τους άλλους, σκέφτομαι μερικές φορές. Όσο για τη σχέση ανθρώπου και συγγραφέα, νομίζω ότι υπάρχουν καλοί συγγραφείς που είναι ανυπόφοροι άνθρωποι και κακοί συγγραφείς που είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Προσωπικά εκπλήσσομαι ευχάριστα όταν συναντώ έναν καλό συγγραφέα που είναι και καλός άνθρωπος. Έτσι είναι η ζωή, γεμάτη παράδοξα, μπορεί ένας καλός συγγραφέας που είναι κακός άνθρωπος να γράψει ένα καλό βιβλίο που να βοηθά κάποιους να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι…

-Εκτός από τις εφημερίδες στις οποίες αρθρογραφείτε, έχετε ενεργή δράση και στο διαδίκτυο, διατηρώντας μάλιστα ένα blog το οποίο ασχολείται κυρίως με πολιτικά ζητήματα. Ποια είναι η αντιμετώπιση του κόσμου; Θαυμάσια. Μου αρέσει η δύναμη που δίνει το διαδίκτυο στο άτομο. Δεν είναι ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος εκεί μέσα, γιατί είναι αναπαράσταση του ανθρωπίνου κόσμου. Πιστεύω όμως ότι το μέλλον ανήκει στους διαδικτυωμένους και όχι στους διαπλεκόμενους.

-Υπάρχουν κάποιες παγίδες του διαδικτύου στις οποίες ένας συγγραφέας πρέπει να προσέχει να μην πέσει; Ναι, να μην τον αποσπάσουν από τη δουλειά του, γιατί είναι πολύ γοητευτικός ο κόσμος του διαδικτύου. Κατά τα άλλα για τους συγγραφείς είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών και διάδρασης.

-Έχετε στα σκαριά το επόμενο βιβλίο σας; Μόλις το τέλειωσα. Η ιστορία ξεκινάει στη Θεσσαλονίκη το 1943 με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους ναζί και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας, όπου, καθώς βλέπετε, επανέρχονται οι ναζί ως κόμμα στη Βουλή. Η ιστορία περνάει από Τίρανα, Όσλο, Σαγκάη και καταλήγει στην Αθήνα. Είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τον έρωτα και το θάνατο, για την ανθρώπινη περιπέτεια και την εξουσία, τη βαλκανική ταυτότητα και τον 20ό αιώνα που δεν έχει ακόμα τελειώσει. Διότι αφελώς πιστέψαμε στο τέλος της Ιστορίας.

-Ξέρω ότι τις επόμενες ημέρες φεύγετε στην Αμερική και θα συνεχίζετε την καριέρα σας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αποχαιρετάτε την Ελλάδα για πάντα; Είναι σαν να μου λέτε αν αποχαιρετώ για πάντα ένα κομμάτι της ζωής μου, το πιο σημαντικό και το πιο δημιουργικό μάλλον. Η Αλβανία και η Ελλάδα είναι κομμάτια της προσωπικής μου ταυτότητας. Η σχέση μου με την Ελλάδα είναι μια πολύ δυνατή σχέση. Για αυτό, αν μπορώ να μιλήσω με ανθρωπομορφικούς όρους, εγώ και η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεμπλέξουμε εύκολα. Ούτε εγώ μαζί της, ούτε εκείνη μαζί μου.

Info: Η συνέντευξη δόθηκε στη δημοσιογράφο Λένα Βλασταρά

Πηγή: Metropolis

εμφάνιση σχολίων