0
1
σχόλια
949
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Ο ήλιος βγαίνει πάντα από την ανατολή, η ηττοπάθεια απλώνεται σαν λεκές, οι άνθρωποι όλο και περισσότερο μοιάζουν με υπνοβάτες, όλο και περισσότερο σκεφτόμαστε ότι δεν έχουμε μέλλον όπως δεν έχουμε ούτε παρόν, παντού μια βουβή απελπισία με εκρήξεις οργής κάθε τόσο… Αγάπη μου βρισκόμαστε σε μια προεπαναστατική εποχή

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
24 Οκτωβρίου 2011
«ΟΤΑΝ ΞΑΝΑΦΕΡΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟΥ τα χρόνια του πληθωρισμού παρουσιάζεται μπροστά του η αλλόκοτη εικόνα ενός καταχθόνιου καρναβαλιού: λεηλασίες και ταραχές, διαδηλώσεις και συγκρούσεις, μαύρη αγορά και λαθρεμπόριο, τρομαχτική πείνα και λουκούλλεια τσιμπούσια, ξαφνικές πτωχεύσεις και αλματώδεις πλουτισμοί, οργιαστικοί, ξέφρενοι χοροί, φρικιαστική παιδική εξαθλίωση, γυμνές χορεύτριες, αετονύχηδες του χρηματιστηρίου, αποθησαυριστές αξιών, ξεφάντωμα -πλήρης άφεση στην απόλαυση των αισθήσεων, υλιστική νοοτροπία και μαρασμός της θρησκείας, άνθιση του αποκρυφισμού και της μαντείας- πυρετός χαρτοπαιξίας, παροξυσμός υπολογιστικότητας, επιδημία διαζυγίων, ανεξαρτησία των γυναικών, πρώιμη ωρίμανση των νέων, αιφνιδιαστικές έρευνες της αστυνομίας και δίκες κερδοσκόπων. Ένα πολύχρωμο, πραγματικά ιλιγγιώδες πανηγύρι της ζωής!», γράφει στη δεκαετία του τριάντα ο Hans Ostwald*.

ΙΣΩΣ ΒΙΑΖΟΜΑΙ ΑΛΛΑ ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ, ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ με είχαν πείσει ότι σε εποχές κρίσης στο κοινωνικό κάδρο εμφανίζονται κινητικότητα, το σκοτεινό γκλάμουρ της μελαγχολίας, διάθεση να ζήσεις στο μάξιμουμ αφού το αύριο θα είναι σίγουρα χειρότερο, συναισθηματικές καταχρήσεις, ένα χαλάρωμα των ηθών, καλλιτεχνικές εκρήξεις, ανεξίτηλοι έρωτες, ένας υφέρπων κυνισμός που καταλήγει σε αξιομνημόνευτες ατάκες, εθισμοί στην κόψη, αντιήρωες που μπαίνουν κατά λάθος στο ποτάμι της ιστορίας και γίνονται παρανάλωμα. Τίποτα από όλα αυτά εδώ, τώρα. Ναι, κάπου η καινούργια Χαμένη Γενιά δημιουργεί την καινούργια τέχνη και τον καινούργιο κόσμο όμως αυτό που αισθάνεσαι περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας είναι μια υπόκωφη υστερία, μια επιθετικότητα χωρίς νύχια, ένας λήθαργος που μεταδίδεται σαν παράξενη ασθένεια. Ένας πόλεμος χωρίς σειρήνες και συσκότιση. Ένας φόβος που τρώει στα σωθικά. Κι ένας ήλιος-ψεύτης φωτεινός από πάνω μας.

ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΟΛΟΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΟΥΣ ΗΤΤΗΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ, ΟΠΩΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΤΕΣ ΤΗΣ. Όμως για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια οι χαμένοι μοιάζουν όλο και περισσότερο με κυβερνητικούς υπαλλήλους, με αξιωματούχους της εκκλησίας και της δικαιοσύνης, με δημοσιογράφους, με πολιτικούς, με τραπεζίτες, με συγγραφείς και έντεχνους, με πρόσωπα της show business –έτσι για αλλαγή. Τι έκπληξη! Ενώ λέω ότι λείπει η ένταση της πτώσης δεν θα μπορούσα να ζήσω σε καμιά άλλη χώρα εκτός από την Ελλάδα. Είναι σα να βρίσκεσαι σε ένα rollercoaster που γελάς όταν ανεβαίνει και ουρλιάζεις όταν κατεβαίνει, αλλά που ξαναμπαίνεις στην ουρά για να ξανακάνεις τη βόλτα. Μεταξύ έκστασης και αφωνίας. Δεν θα ήθελα να ζω στο πολιτισμένο Παρίσι, που όπως είπε ο Τζο Όρτον στα 60s «μοιάζει με πενηντάχρονη παρθένα που η μοναδική της συζήτηση είναι η χαρά του σεξ». Ούτε στο Λονδίνο, ούτε σίγουρα πουθενά στην Ευρώπη. Η Αθήνα μέσα στο μαύρο χάλι της ευτυχώς δεν είναι μουσείο: τεντώνεται, ασφυκτιά, μερικές φορές χαίρεται, προσπαθεί να βρει που πάει, αγωνιά, σκοντάφτει και δεν ντρέπεται να βγει γυμνή στο Σύνταγμα.

ΑΝΑΡΩΤΙΟΜΑΣΤΕ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΛΛΑΞΕΙ Ο ΛΑΟΣ; Ποιός; Πώς; Ο λαός πρέπει να αλλάξει μόνος του. Αλλάζοντας ο καθένας μόνος του και αλλάζοντας το κοντινό του περιβάλλον μπορεί να αλλάξει όλο το οικοδόμημα. «Αν δεν υπάρξει μια τέτοια αλλαγή θα έχουμε πάντα λάθος απαντήσεις σε ερωτήματα που θα τίθενται με τερατωδώς εσφαλμένο τρόπο». Αυτό που μπορείς να ελπίσεις είναι ότι ο πολίτης θα πάψει να είναι ένας εφησυχασμένος που βολεύεται στην ελευθερία των τετραγωνικών του σπιτιού του και δεν δίνει δεκάρα για το τι γίνεται δίπλα του. Το σοκ της κρίσης σε κάνει για ένα διάστημα να συνειδητοποιείς ότι δεν ισχύει τίποτα απ’ ότι ήξερες: οι απόψεις σου, οι ιδέες σου, ο τρόπος ζωής σου, η ίδια η κοινωνία φαίνονται παλιά και άχρηστα. Σε αυτό το διάστημα που τίποτα δεν ισχύει είναι η στιγμή να αλλάξουν τα πάντα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης λέει: «Όταν μια κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε επείγοντα προβλήματα, εμφανώς άλυτα, έχουμε τον ορισμό της προεπαναστατικής κατάστασης. Κανένας δεν βλέπει τη λύση, ο καθένας ξέρει ότι πρέπει να δοθεί μια λύση και όλο το πράγμα εκρήγνυνται». Στα Χρόνια της Ελεύθερης Πτώσης που ζούμε δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Όποιος φαντάζεται τη ζωή σαν καρδιογράφημα κλινικά νεκρού δεν μπορεί να εκτιμήσει το ζιγκ ζαγκ που βιώνουμε, ή τον ίλιγγο των αλλαγών που έρχονται -αν και πολλές φορές χρειαζόμαστε μια χούφτα δραμαμίνες για να αντέξουμε όταν κοινωνικά βυθιζόμαστε γρηγορότερα κι από τον Τιτανικό.

ΘΕΩΡΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΕΝΑ ΒΑΡΒΑΡΟ ΜΕΛΛΟΝΤΙΣΤΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΙΔΙΟ. Ένα συντηρητικό χωρίς κανένα ενδιαφέρον να συντηρήσει τίποτα. Έναν απλοϊκό ρομαντικό που αντιμετωπίζει αυτά που έρχονται με την αθωότητα του Πήτερ Παν και την απελπισία της Κασσάνδρας –ένα συνδυασμός που μου δίνει την δυνατότητα να φαντάζομαι την Χώρα του Ποτέ Ποτέ και ταυτόχρονα να βλέπω τον Δούρειο Ίππο. Δεν με πειράζει να σπάσω τα μούτρα μου στο καινούργιο που έρχεται, δεν με ενοχλούν τα κενά αέρος. Έχω περιέργεια να δω το παρακάτω όποιο κι αν είναι, όποια μορφή κι αν έχει. Αυτό που με τρελαίνει είναι ο τρόμος που μαζί με τις προκαταλήψεις, τις φήμες, τις θεωρίες συνομωσιών, την ανοησία και το λαϊκισμό μπαίνει ύπουλα στις φλέβες σα δηλητήριο.

ΑΓΑΠΑΩ ΤΗ ΧΩΡΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΑΓΑΠΗ που έχω εκφράσει ποτέ στη ζωή μου προς μια χώρα που δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για μένα. Κι ευτυχώς που δεν έκανε γιατί αλλιώς δεν θα κατέτασσα ποτέ τον εαυτό μου στους Επιζήσαντες. Το ανυπέρβλητο ταλέντο της Ελλάδας συνίσταται ακριβώς σε αυτό: έχει την δύναμη να μεταμορφώνει τους κατοίκους της σε Επιζήσαντες, δηλαδή σε ανθρώπους που όταν παγιδεύονται κόβουν το ένα τους χέρι και προχωράνε σα να μη συνέβη τίποτα για να δημιουργήσουν το επόμενο Θαύμα-Τραύμα.


*Hans Ostwald, Τα ήθη στην περίοδο του πληθωρισμού, (από το βιβλίο Φωνές Από τη Βαϊμάρη, Μτφ Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Εκδόσεις Ύψιλον). Μυθιστοριογράφος (1873-1940), μελέτησε την ιστορία του πολιτισμού της πόλης του Βερολίνου που υπήρξε και ο περίγυρος των μυθιστορημάτων του.

εμφάνιση σχολίων