0
1
σχόλια
845
λέξεις
Α' ΠΡΟΣΩΠΟ

Μερικές φορές δυο άνθρωποι συναντιούνται για να πουν «αντίο παλιέ φοβισμένε μου εαυτέ»

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ
22 Σεπτεμβρίου 2011
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ Ο ΜΠΟΜΠ ΜΑΡΛΕΪ ΔΙΕΡΩΤΑΤΑΙ ΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΝΙΩΘΕΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ. Τον ακούω από το απέναντι σπίτι και μέσα από το παράθυρο μου βλέπω, ήδη, μια αντρική φιγούρα να χορεύει στο μέσο ενός διαδρόμου. Εγώ όμως δεν έχω καμία διάθεση να χορέψω με τις απορίες του Μπόμπ. Ούτε και με τις δικές μου απορίες θέλω να χορέψω. Χθες έβρεχε. Γι’ αυτό σε θυμήθηκα. Επειδή έβρεχε και σύ πάντα μιλούσες για κρύο. Διερωτώμαι αν πραγματικά μισείς το κρύο ή αν ήταν μια ακόμα αφορμή για να καταριέσαι την μοίρα σου. Ψέματα. Δεν είναι γι’ αυτό που σε θυμήθηκα. Είναι γιατί τελικά θέλω να σε ευχαριστήσω που βρέθηκες στο δρόμο μου.

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΑ, ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΗΣΟΥΝΑ, με το μεγάλο τατουάζ στην κοιλιά και τα αμάνικα μπλουζάκια, με το άτσαλο περπάτημα και την μανία σου να καπνίζεις ένα τσιγάρο πάντα πριν κοιμηθείς. Η αλήθεια είναι πως υπήρχαν στιγμές που ένιωθα πως ήταν λιγότερες αν δεν τις ζούσα μαζί σου. Αλλά υπήρχαν κι’ άλλες που ένιωθα πως μου τις έκλεβες για να ρουφήξεις τζούρες από το δικό μου οξυγόνο. Τότε δύσκολα ανάπνεα και δεν σε άντεχα. Δεν σε άντεχα που περπατούσες με το κεφάλι σκυφτό την ώρα που γύρω μας πετούσαν λιβελλούλες και ο ήλιος έδυε μέσα από εξωτικές μουσικές. Εσύ κοιτούσες τις μεγάλες σου πατούσες και άναβες το φανάρι ακόμα και όταν το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο, εγώ σού ‘λεγα «κλείστο, δεν θέλω άλλο φως», εσύ όμως ήθελες να ξέρεις πού πατάς, γιατί δεν είχες ιδέα πού θέλεις να πατήσεις. Μιλούσες συνέχεια. Δεν άντεχες την σιωπή, ούτε τις μεγάλες παύσεις. Και γω δεν άντεχα να ακούω την φωνή σου πιο δυνατή από τα κύματα, ήθελα να σου κλείσω το στόμα με τη γροθιά μου, μα τελικά επέλεγα να σου το κλείνω με φιλί, γιατί βαριόμουνα τις εξηγήσεις.

ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΟΜΩΣ ΣΕ ΣΥΓΧΩΡΟΥΣΑ, Ή ΜΑΛΛΟΝ ΣΥΓΧΩΡΟΥΣΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΒΡΙΣΚΕ ΕΛΚΥΣΤΙΚΕΣ ΤΙΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΣΟΥ. Η αδυναμία είναι προϋπόθεση της δύναμης έλεγα, και το πρωί σού έφερνα καφέ στην βεράντα, σκέτο μαύρο, όπως σου άρεσε, άνοιγες το βιβλίο σου και χωνόσουνα στα κεφάλαια του, ήταν η μόνη ώρα που δεν μιλούσες, κάπνιζες και διάβαζες και γω σε παρατηρούσα και ευχόμουνα να ‘ναι τρυφερή η ζωή μαζί σου, γιατί στο βάθος ήξερα πως δεν θα έμενα εκεί για να συμβάλω. Ήσουνα φοβισμένος, γεμάτος τραύματα. Τις νύχτες έβλεπες εφιάλτες, πεταγόσουνα από τα σεντόνια ιδρωμένος και γω υποκρινόμουνα πως δεν ξυπνούσα γιατί δεν ήθελα να μπλέξω με ξένα όνειρα. Δεν ήθελα να μπλέξω μαζί σου. Μα έμπλεξα.

ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΟΥ ΕΔΙΝΑ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑ ΥΣΤΕΡΑ ΤΗΝ ΕΠΑΙΡΝΑ ΑΠΟΤΟΜΑ ΠΙΣΩ, γιατί ήμουνα στο βάθος θυμωμένη που βρέθηκες μπροστά μου την ώρα που είχα ήδη αποφασίσει πως τα πολύπλοκα δεν έχουν καμία γοητεία. Και συ ήσουνα πολύπλοκος, όχι σαν άτομο, μα σαν σύνθεση φόβων, συμπλεγμάτων και καταχωρημένων, σαν άλυτα, προβλημάτων. Μου το ‘χε πει και ο Μεξικανός. Εκείνο το απόγευμα που εσένα σε ενοχλούσαν τα κουνούπια και έφυγες άρον-άρον, χωρίς να σε νοιάζει που ο ωκεανός είχε γίνει τόσο ήσυχος, όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πως μοιάζει η ησυχία. Εσύ έφυγες γιατί ήθελες αντικουνουπικό και τότε ήταν που ο Μεξικανός μου είπε, «οι σχέσεις πρέπει να κυλούν, δεν πρέπει να τις σκουντάς για να κυλήσουν». Και έτσι ξαφνικά το ένιωσα.

ΟΠΩΣ ΚΟΙΤΟΥΣΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΣΤΑΖΑΝ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΑΝΟΥ ΝΕΡΟ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥ, έτσι όπως πετούσαν κάτι ψάρια πάνω από το νερό, έτσι όπως ένα μαύρο σκυλί ήθελε να κυλιστεί μέσα στην άμμο… το ένιωσα. Πως για να ‘σαι εσύ δίπλα μου, είναι εγώ που έχω ακόμη κάτι μέσα μου, φοβισμένο. Και συ ήσουνα αυτή η απόδειξη. Η απόδειξη της δικής μου αδυναμίας. Εκείνο το απόγευμα, θύμωσα, θυμάμαι. Ήθελα να ‘ρθω στο δωμάτιο και να πετάξω όλα σου τα ρούχα έξω, να σε διώξω κακήν κακώς και να σου πω πως εμείς τελειώσαμε, δεν πρόκειται να σε ανεχτώ άλλο στο πλάι μου για να μου θυμίζεις πως ακόμα δεν είμαι αρκετά δυνατή, ώστε να μην μου χρειάζεται αυτή η συνάντηση στην ζωή μου.

ΜΑ ΕΣΥ. ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΗΡΘΑ, ΚΑΘΟΣΟΥΝΑ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΟΥΦΑΝ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΑΦΕΣ ΣΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ. Μύριζες σαπούνι και είχες τα μαλλιά σου χτενισμένα προς τα πίσω, μου είχες φέρει φρέσκο χυμό πορτοκαλιού να με περιμένει, όπως με περίμενες και εσύ, ενώ έγραφες τις σκέψεις σου σε ένα τετράδιο. Σε αγκάλιασα τρυφερά και σου είπα, «μην φοβάσαι, ότι και να γίνει σ’ αυτή την σχέση, θα βγούμε νικητές. Γιατί δεν συναντηθήκαμε για να αγαπηθούμε. Αλλά για να αγαπήσει ο καθένας την ζωή του περισσότερο. Μέσα από αυτή την συνάντηση ο μόνος που θα χάσει είναι ο παλιός φοβισμένος μας εαυτός».

ΕΤΣΙ ΣΟΥ ‘ΠΑ, ΔΕΝ ΗΜΟΥΝΑ ΣΙΓΟΥΡΗ ΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ, ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ. Εγώ όμως σου χρωστάω ένα ευχαριστώ. Που σε συνάντησα για να βεβαιωθώ πως δεν θα χρειαστεί να σε… ξανασυναντήσω.

Να ‘σαι καλά, λοιπόν. Και να προσέχεις.


Η Ελένη Ξένου είναι δημοσιογράφος και ζει στη Λευκωσία. Τη γνωρίσαμε ως διευθύντρια στο καλό κυπριακό περιοδικό Υστερόγραφο. Εδώ στο DOC TV, πιστεύουμε ότι πρέπει να εκδώσει επειγόντως μυθιστόρημα.


εμφάνιση σχολίων